ἀπορέω, -ῶ (ἄπορος, ἀ- neg, πόρος, a way, resource), [in LXX for צָרַר, מוּךְ, etc;]
to be at a loss, be perplexed: absol, Mrk.6:20 (ἐποίει, R, mg.); mid,
be in doubt: absol, 2Co.4:8; with accusative, Act.25:20; before περί, Luk.24:4; ἐν, Gal.4:20; περὶ τίνος λέγει, Jhn.13:22.
SYN.: διαπορέω, διακρίνομαι, διστάζω, μετεωρίζομαι (see
DCG, i, 491) (
AS)