συμβούλιον, -ου, τό (σύμβουλος), [in LXX: 4Ma.17:17 א *;] a word of the Græco-Roman period (of. Lat. consilium, and see Deiss, BS, 238) = cl. συμβουλία (Arist, Xen.), 1)
counsel: σ. λαμβάνειν, Mat.12:14 22:15 27:7 28:12; διδόναι, Mrk.3:6 (ποιεῖν, Rec.); ποιεῖν, Mrk.15:1 (ἑτοιμάζειν, WH, mg.). 2) By meton,
a council (4Mac, l.with א; συνέδριον, AR): Act.25:12 (see MM, xxiv). (
AS)