καταδουλ-όω,
reduce to slavery, enslave, Ἀθήνας [
Refs 5th c.BC+]:—
passive, κατεδεδούλωντο [
Refs 5th c.BC+]
2) more frequently in
middle,
make a slave to oneself, enslave, τὴν μητρόπολιν [
Refs 5th c.BC+]; τινας [
Refs 5th c.BC+], etc; ἡ τύχη τὸ σῶμα κατεδουλώσατο [
Refs 4th c.BC+]; τὸ κρέσσον τῷ Χείρονι -εύμενοι (
Ionic dialect for -ούμενοι) [
LXX+4th c.AD+]; ἔργα ὧν κατεδουλοῦντο αὐτούς[
LXX]
II)
metaphorically,
enslave in mind, παιδισκάριόν με καταδεδούλωκ᾽ εὐτελές [
NT+4th c.BC+];
break in spirit, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ ἀνάγκη [
Refs 2nd c.AD+]
II.2) more frequently in
middle, ἡ ἀνάγκη καταδουλοῦται τὴν γνώμην [
Refs 5th c.BC+]; οἴει τι μᾶλλον καταδουλοῦσθαι ἀνθρώπους τοῦ ἰσχυροῦ φόβο; [
Refs 5th c.BC+]