< Псалми 27 >
«Ψαλμός του Δαβίδ.» Ο Κύριος είναι φως μου και σωτηρία μου· τίνα θέλω φοβηθή; ο Κύριος είναι δύναμις της ζωής μου· από τίνος θέλω δειλιάσει;
2 Коли будуть зближа́тись до ме́не злочи́нці, щоб жерти їм тіло моє, мої напасники́ та мої вороги, — вони спотикну́ться й попа́дають!
Ότε επλησίασαν επ' εμέ οι πονηρευόμενοι, διά να καταφάγωσι την σάρκα μου, οι αντίδικοι και οι εχθροί μου, αυτοί προσέκρουσαν και έπεσον.
3 коли проти мене розло́житься та́бір, то серце моє не злякається, коли проти мене повста́не війна, — я наді́ятись буду на те́, — на по́міч Його́!
Και αν παραταχθή εναντίον μου στράτευμα, η καρδία μου δεν θέλει φοβηθή· και αν πόλεμος σηκωθή επ' εμέ, και τότε θέλω ελπίζει.
4 Одно́го прошу́ я від Господа, буду жадати того́, — щоб я міг пробува́ти в Господньому домі по всі дні свого життя, щоб я міг оглядати Господню приємність і в храмі Його пробува́ти!
Εν εζήτησα παρά του Κυρίου, τούτο θέλω εκζητεί· το να κατοικώ εν τω οίκω του Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, να θεωρώ το κάλλος του Κυρίου και να επισκέπτωμαι τον ναόν αυτού.
5 бо Він заховає мене дня нещастя в Своїй ски́нії, сховає мене потає́мно в Своєму наме́ті, на скелю мене проведе́!
Διότι εν ημέρα συμφοράς θέλει με κρύψει εν τη σκηνή αυτού· Θέλει με κρύψει εν τω αποκρύφω της σκηνής αυτού· θέλει με υψώσει επί βράχον·
6 А тепер піднесе́ться моя голова понад ворогами моїми навко́ло мене, і я в Його ски́нії буду прино́сити жертви при ві́дзвуках сурм, і я буду співати та грати Господе́ві!
και ήδη η κεφαλή μου θέλει υψωθή υπεράνω των εχθρών μου των περικυκλούντων με· και θέλω θυσιάσει εν τη σκηνή αυτού θυσίας αλαλαγμού· θέλω υμνεί και θέλω ψαλμωδεί εις τον Κύριον.
7 Почуй, Господи, голос мій, коли кли́чу, і помилуй мене, і озви́ся до мене!
Άκουσον, Κύριε, της φωνής μου, όταν κράζω· και ελέησόν με και εισάκουσόν μου.
8 За Тебе промовило серце моє: „Шукайте Мого лиця!“тому, Господи, буду шукати обличчя Твого́:
Ζητήσατε το πρόσωπόν μου, είπε περί σου η καρδία μου. Το πρόσωπόν σου, Κύριε, θέλω ζητήσει.
9 не ховай же від мене обличчя Свого́, у гніві Свого раба не відкинь! Ти був мені по́міч, — не кидай мене, і не лишай мене, Боже спасі́ння мого,
Μη κρύψης απ' εμού το πρόσωπόν σου· μη απορρίψης εν οργή τον δούλον σου· συ εστάθης βοήθειά μου· μη με αφήσης και μη με εγκαταλείψης, Θεέ της σωτηρίας μου.
10 бо мій батько та мати моя мене кинули, — та Господь прийме́ мене!
Και αν ο πατήρ μου και η μήτηρ μου με εγκαταλείψωσιν, ο Κύριος όμως θέλει με προσδεχθή.
11 Дорогу Свою покажи мені, Господи, і провадь мене сте́жкою рівною, ради моїх ворогів!
Δίδαξόν με, Κύριε, την οδόν σου και οδήγησόν με εν οδώ ευθεία ένεκεν των εχθρών μου.
12 Не видай мене на сваво́лю моїх ворогів, бо повстали на мене ті свідки облу́дні та неправдомо́вці,
Μη με παραδώσης εις την επιθυμίαν των εχθρών μου· διότι ηγέρθησαν κατ' εμού μάρτυρες ψευδείς και πνέοντες αδικίαν.
13 немов би не вірував я, що в країні життя я побачу Господнє добро́!
Ουαί εάν δεν επίστευον να ίδω τα αγαθά του Κυρίου εν γη ζώντων.
14 Наді́йся на Господа, будь си́льний, і хай буде міцне́ твоє серце, і надійся на Господа!
Πρόσμενε τον Κύριον· ανδρίζου, και ας κραταιωθή η καρδία σου· και πρόσμενε τον Κύριον.