< Плач Иеремии 4 >
1 Алеф. Како потемне злато, изменися сребро доброе: разсыпашася камыцы святыни в начале всех исходов.
Πως ημαυρώθη το χρυσίον, ηλλοιώθη το χρυσίον το καθαρώτατον, οι λίθοι του αγιαστηρίου διεσπάρησαν εις τα άκρα πασών των οδών.
2 Беф. Сынове Сиони честнии, одеянии златом чистым, како вменишася в сосуды глиняны, дела рук скудельничих.
Οι ένδοξοι υιοί της Σιών, οι εκτιμώμενοι ως το καθαρόν χρυσίον, πως ελογίσθησαν ως αγγεία πήλινα, έργον χειρός κεραμέως.
3 Гимель. Еще же змиеве обнажиша сосцы, воздоиша скимни их дщерей людий моих в неизцеление, якоже птица во пустыни.
Έτι και τα κήτη προσφέρουσι μαστούς και θηλάζουσι τα τέκνα αυτών· η δε θυγάτηρ του λαού μου εσκληρύνθη ως αι στρουθοκάμηλοι εν ερήμω.
4 Далеф. Прильпе язык ссущаго к гортани его в жажди, младенцы просиша хлеба, и несть им разломляющаго.
Η γλώσσα του θηλάζοντος εκολλήθη εις τον ουρανίσκον αυτού υπό της δίψης· τα παιδία εζήτησαν άρτον και δεν υπάρχει ο κόπτων εις αυτά.
5 Ге. Ядуще сладостная погибоша во исходех, питаемии на багряницах одеяшася в гной.
Οι τρώγοντες φαγητά τρυφερά κοίτονται εν ταις οδοίς ηφανισμένοι· οι ανατεθραμμένοι εν πορφύρα ενηγκαλίσθησαν την κοπρίαν.
6 Вав. И возвеличися беззаконие дщере людий моих паче беззакония Содомска, превращенныя во окомгновении, и не поболеша о ней руками.
Και η ποινή της ανομίας της θυγατρός του λαού μου έγεινε μεγαλητέρα παρά την ποινήν της αμαρτίας των Σοδόμων, τα οποία κατεστράφησαν ως εν ριπή, και δεν ενήργησαν επ' αυτών χείρες.
7 Заин. Очистишася назорее ея паче снега и просветишася паче млека, чермни быша, паче камене сапфира усечение их.
Οι Ναζηραίοι αυτής ήσαν καθαρώτεροι χιόνος, λευκότεροι γάλακτος, ερυθρότεροι την όψιν υπέρ τους πολυτίμους λίθους, στιλπνοί ως ο σάπφειρος·
8 Иф. Потемне паче сажи вид их, не познани быша во исходех: прильпе кожа их костем их, изсхоша, быша яко древо.
Η όψις αυτών κατημαυρώθη υπέρ την ασβόλην· δεν εγνωρίζοντο εν ταις οδοίς· το δέρμα αυτών εκολλήθη επί των οστέων αυτών· εξηράνθη, έγεινεν ως ξύλον.
9 Теф. Лучше быша язвении мечем, нежели погублени гладом: сии бо истлеша от неплодности земли.
Ευτυχέστεροι εστάθησαν οι θανατωθέντες υπό της ρομφαίας, παρά οι θανατωθέντες υπό της πείνης· διότι ούτοι κατατήκονται, τετραυματισμένοι δι' έλλειψιν γεννημάτων του αγρού.
10 Иод. Руце жен милосердых свариша дети своя, быша в ядь им, в сокрушении дщере людий моих.
Αι χείρες των ευσπλάγχνων γυναικών έψησαν τα τέκνα αυτών· έγειναν εις αυτάς τροφή εν τω συντριμμώ της θυγατρός του λαού μου.
11 Каф. Сконча Господь ярость Свою, излия ярость гнева Своего и возжже огнь в Сионе, и пояде основания его.
Ο Κύριος συνετέλεσε τον θυμόν αυτού, εξέχεε την φλόγα της οργής αυτού, και εξήψε πυρ εν Σιών, το οποίον κατέφαγε τα θεμέλια αυτής.
12 Ламед. Не вероваша царие земстии и вси живущии во вселенней, яко внидет враг и стужаяй сквозе врата Иерусалимская,
Δεν επίστευον οι βασιλείς της γης και πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην, ότι ήθελεν εισέλθει εχθρός και πολέμιος εις τας πύλας της Ιερουσαλήμ.
13 мем. Ради грех пророков его и неправд жерцев его, проливающих кровь праведну посреде его.
Τούτο έγεινε διά τας αμαρτίας των προφητών αυτής και τας ανομίας των ιερέων αυτής, οίτινες έχυνον το αίμα των δικαίων εν μέσω αυτής.
14 Нун. Поколебашася бодрии его на стогнах, осквернишася в крови, внегда немощи им, прикоснушася одежд своих.
Περιεπλανήθησαν ως τυφλοί εν ταις οδοίς, εμολύνθησαν εν τω αίματι, ώστε οι άνθρωποι δεν ηδύναντο να εγγίσωσι τα ενδύματα αυτών.
15 Самех. Отступите от нечистых, призовите их: отступите, отступите, не прикасайтеся, яко возжгошася и восколебашася: рцыте во языцех: не приложат, еже обитати (с ними).
Απόστητε, ακάθαρτοι, έκραζον προς αυτούς· απόστητε, απόστητε, μη εγγίσητε· ενώ έφευγον και περιεπλανώντο, ελέγετο μεταξύ των εθνών, Δεν θέλουσι παροικεί πλέον μεθ' ημών.
16 Аин. Лице Господне часть их, не приложит призрети на них: лица жреческа не устыдешася, старых не помиловаша.
Το πρόσωπον του Κυρίου διεμέρισεν αυτούς, δεν θέλει πλέον επιβλέπει επ' αυτούς· πρόσωπον ιερέων δεν εσεβάσθησαν, γέροντας δεν ηλέησαν.
17 Фи. Еще сущым нам оскудеша очи наши, на помощь нашу всуе смотрящым нам, внегда надеяхомся на язык не спасающь.
Ενώ έτι υπήρχομεν, οι οφθαλμοί ημών απέκαμον, προσμένοντες την ματαίαν βοήθειαν ημών· απεβλέψαμεν κεχηνότες προς έθνος μη δυνάμενον να σώζη.
18 Цади. Уловиша малых наших еже не ходити на стогнах наших, приближися время наше, исполнишася дние наши, настоит конец наш.
Παραμονεύουσι τα ίχνη ημών, διά να μη περιπατώμεν εν ταις πλατείαις ημών· επλησίασε το τέλος ημών, αι ημέραι ημών επληρώθησαν, διότι ήλθε το τέλος ημών.
19 Коф. Скорейшии быша гонящии ны паче орлов небесных, на горах гоняху нас, в пустыни приседоша нам.
Οι καταδιώκοντες ημάς έγειναν ελαφρότεροι των αετών του ουρανού· εκυνήγησαν ημάς επί τα όρη, ενήδρευσαν ημάς εν τη ερήμω.
20 Реш. Дух лица нашего, помазанный Господь ят бысть в растлениих их, о немже рехом: в сени его поживем во языцех.
Η πνοή των μυκτήρων ημών, ο χριστός του Κυρίου, επιάσθη εν ταις παγίσιν αυτών, υπό την σκιάν του οποίου, ελέγομεν, θέλομεν ζη μεταξύ των εθνών.
21 Шин. Радуйся и веселися, дщи Идумейска, живущая на земли, и на тебе приидет чаша Господня, и упиешися и излиеши.
Χαίρε και ευφραίνου, θυγάτηρ Εδώμ, η κατοικούσα εν γη Ούζ· έτι και προς σε θέλει περάσει το ποτήριον· θέλεις μεθυσθή και θέλεις γυμνωθή.
22 Фав. Скончася беззаконие твое, дщи Сионя, не приложит ктому преселити тя: посетил есть беззакония твоя, дщи Едомля, откры нечестия твоя.
Ετελείωσεν η ποινή της ανομίας σου, θυγάτηρ Σιών· δεν θέλει σε φέρει πλέον εις αιχμαλωσίαν· θέλει επισκεφθή την ανομίαν σου, θυγάτηρ Εδώμ· θέλει αποκαλύψει τα αμαρτήματά σου.