< Книга Иова 12 >
Ο δε Ιώβ απεκρίθη και είπε·
2 убо вы ли едини есте человецы, или с вами скончается премудрость?
Σεις είσθε αληθώς οι άνθρωποι, και με σας θέλει τελευτήσει η σοφία.
3 И у мене сердце есть якоже и у вас.
Και εγώ έχω σύνεσιν ως και υμείς· δεν είμαι κατώτερος υμών· και τις δεν γνωρίζει τοιαύτα πράγματα;
4 Праведен бо муж и непорочен бысть в поругание:
Έγεινα χλεύη εις τον πλησίον μου, όστις επικαλούμαι τον Θεόν, και μοι αποκρίνεται. Ο δίκαιος και άμεμπτος περιγελάται.
5 во время бо определеное уготован бысть пасти от иных, домы же его опустошены быти беззаконными. Обаче никтоже да уповает, лукав сый, неповинен быти,
Ο κινδυνεύων να ολισθήση με τους πόδας είναι εις τον στοχασμόν του ευτυχούντος ως λύχνος καταπεφρονημένος.
6 елицы разгневляют Господа, аки и истязания им не будет.
Αι σκηναί των ληστών ευτυχούσι, και οι παροργίζοντες τον Θεόν είναι εν ασφαλεία, εις τας χείρας των οποίων ο Θεός φέρει αφθονίαν.
7 Но вопроси четвероногих, аще ти рекут, и птиц небесных, аще ти возвестят:
Αλλ' ερώτησον τώρα τα ζώα, και θέλουσι σε διδάξει· και τα πετεινά του ουρανού, και θέλουσι σοι απαγγείλει·
8 повеждь земли, аще ти скажет, и исповедят ти рыбы морския.
ή λάλησον προς την γην, και θέλει σε διδάξει· και οι ιχθύες της θαλάσσης θέλουσι σοι διηγηθή.
9 Кто убо не разуме во всех сих, яко рука Господня сотвори сия?
Τις εκ πάντων τούτων δεν γνωρίζει, ότι η χειρ του Κυρίου έκαμε ταύτα;
10 Не в руце ли Его душа всех живущих и дух всякаго человека?
Εν τη χειρί του οποίου είναι ψυχή πάντων των ζώντων και η πνοή πάσης ανθρωπίνης σαρκός.
11 Ухо бо словеса разсуждает, гортань же брашна вкушает.
Το ωτίον δεν διακρίνει τους λόγους; και ο ουρανίσκος λαμβάνει γεύσιν του φαγητού αυτού;
12 Во мнозем времени премудрость, во мнозе же житии ведение.
Η σοφία είναι μετά των γερόντων, και η σύνεσις εν τη μακρότητι των ημερών.
13 У Него премудрость и сила, у Того совет и разум.
Εν αυτώ είναι η σοφία και η δύναμις· αυτός έχει βουλήν και σύνεσιν.
14 Аще низложит, кто созиждет? Аще затворит от человеков, кто отверзет?
Ιδού, καταστρέφει, και δεν ανοικοδομείται· κλείει κατά του ανθρώπου, και ουδείς ο ανοίγων.
15 Аще возбранит воду, изсушит землю: аще же пустит, погубит ю превратив.
Ιδού, κρατεί τα ύδατα, και ξηραίνονται· πάλιν εξαποστέλλει αυτά, και καταστρέφουσι την γην.
16 У Него держава и крепость, у Того ведение и разум.
Μετ' αυτού είναι η δύναμις και η σοφία· αυτού είναι ο απατώμενος και ο απατών.
17 Проводяй советники пленены, судии же земли ужаси:
Παραδίδει λάφυρον τους βουλευτάς και μωραίνει τους κριτάς.
18 посаждаяй цари на престолех и обвязуяй поясом чресла их:
Λύει την ζώνην των βασιλέων και περιζώνει την οσφύν αυτών με σχοινίον.
19 отпущаяй жерцы пленники, сильных же земли низврати:
Παραδίδει λάφυρον τους άρχοντας και καταστρέφει τους ισχυρούς.
20 изменяяй устне верных, разум же старцев уразуме:
Αφαιρεί τον λόγον των δεινών ρητόρων, και σηκόνει την σύνεσιν από των πρεσβυτέρων.
21 изливаяй безчестие на князи, смиренныя же изцели:
Εκχέει καταφρόνησιν επί τους άρχοντας, και λύει την ζώνην των ισχυρών.
22 открываяй глубокая от тмы, изведе же на свет сень смертную:
Αποκαλύπτει εκ του σκότους βαθέα πράγματα, και εξάγει εις φως την σκιάν του θανάτου.
23 прельщаяй языки и погубляяй их, низлагаяй языки и наставляяй их:
Μεγαλύνει τα έθνη και αφανίζει αυτά· πλατύνει τα έθνη και συστέλλει αυτά.
24 изменяяй сердца князей земных, прельсти же их на пути, егоже не ведяху,
Αφαιρεί την καρδίαν από των αρχηγών των λαών της γης, και κάμνει αυτούς να περιπλανώνται εν ερήμω αβάτω·
25 да осяжут тму, а не свет, да заблудят же яко пияный.
ψηλαφώσιν εν σκότει χωρίς φωτός, και κάμνει αυτούς να παραφέρωνται ως ο μεθύων.