< Четвертая книга Царств 5 >
1 И Нееман князь силы Сирийския бе муж велий пред господином своим и дивен лицем, яко им даде Господь спасение Сирии: и муж бе силен крепостию прокажен.
Ο δε Νεεμάν, ο στρατηγός του βασιλέως της Συρίας, ήτο ανήρ μέγας ενώπιον του κυρίου αυτού και τιμώμενος, επειδή ο Κύριος δι' αυτού έδωκε σωτηρίαν εις την Συρίαν· και ο άνθρωπος ήτο δυνατός εν ισχύϊ, λεπρός όμως.
2 И из Сирии изыдоша воини и плениша юнотку малу от земли Израилевы: и бе пред женою Неемановою (служа)
Εξήλθον δε οι Σύριοι κατά τάγματα και έφερον αιχμάλωτον εκ της γης του Ισραήλ μικράν τινά κόρην· και υπηρέτει την γυναίκα του Νεεμάν.
3 и рече госпоже своей: о, дабы господин мой был у пророка Божия, иже в Самарии, той бы очистил его и проказы его.
Και είπε προς την κυρίαν αυτής, Είθε να ήτο ο κύριός μου έμπροσθεν του προφήτου του εν Σαμαρεία, διότι ήθελεν ιατρεύσει αυτόν από της λέπρας αυτού.
4 И вниде и возвести господину своему и рече: тако и тако глагола юнотка, яже от земли Израилевы.
Και εισελθών ο Νεεμάν απήγγειλε προς τον κύριον αυτού, λέγων, Ούτω και ούτως ελάλησεν η κόρη η εκ της γης του Ισραήλ.
5 И рече царь Сирийский ко Нееману: иди, вниди, и послю писание ко царю Израилеву. И пойде, и взя в руце свои десять талант сребра и шесть тысящ златник и десять изменяемых риз.
Και είπεν ο βασιλεύς της Συρίας, Ελθέ, ύπαγε, και θέλω στείλει επιστολήν προς τον βασιλέα του Ισραήλ. Και ανεχώρησε και έλαβεν εν τη χειρί αυτού δέκα τάλαντα αργυρίου και εξ χιλιάδας χρυσούς και δέκα αλλαγάς ενδυμάτων·
6 И внесе писание к царю Израилеву глаголя: и ныне егда приидет писание сие к тебе, се, послах к тебе Неемана раба моего, да очистиши его от проказы его.
Και έφερε την επιστολήν προς τον βασιλέα του Ισραήλ, λέγουσαν, Και τώρα καθώς έλθη επιστολή αύτη προς σε, ιδού, έστειλα προς σε Νεεμάν τον δούλον μου, διά να ιατρεύσης αυτόν από της λέπρας αυτού.
7 И бысть егда прочте писание царь Израилев, раздра ризы своя и рече: еда аз Бог есмь, еже мертвити и животворити, яко сей посла и мне, да очищу мужа от проказы его? Прочее разумейте и видите, яко се ищет вины ко мне.
Και καθώς ανέγνωσεν ο βασιλεύς του Ισραήλ την επιστολήν, διέσχισε τα ιμάτια αυτού, και είπε, Θεός είμαι εγώ, διά να θανατόνω και να ζωοποιώ, ώστε ούτος στέλλει προς εμέ να ιατρεύσω άνθρωπον από της λέπρας αυτού; γνωρίσατε λοιπόν, παρακαλώ, και ιδέτε ότι ούτος ζητεί πρόφασιν εναντίον μου.
8 И бысть егда услыша Елиссеи, яко раздра ризы своя царь Израилев, и посла к царю Израилеву, глаголя: почто раздрал еси ризы твоя? Да приидет ко мне ныне Нееман, и да разумеет, яко есть пророк во Израили.
Ως δε ήκουσεν ο Ελισσαιέ, ο άνθρωπος του Θεού, ότι ο βασιλεύς του Ισραήλ διέσχισε τα ιμάτια αυτού, απέστειλε προς τον βασιλέα, λέγων, Διά τι διέσχισας τα ιμάτιά σου; ας έλθη τώρα προς εμέ, και θέλει γνωρίσει ότι είναι προφήτης εν τω Ισραήλ.
9 И прииде Нееман на конех и на колесницех и ста при дверех дому Елиссеева.
Τότε ήλθεν ο Νεεμάν μετά των ίππων αυτού και μετά της αμάξης αυτού, και εστάθη εις την θύραν της οικίας του Ελισσαιέ.
10 И посла Елиссей посланника к нему, глаголя: шед измыйся седмижды во Иордане, и возвратится плоть твоя к тебе, и очистишися.
Και απέστειλε προς αυτόν ο Ελισσαιέ μηνυτήν, λέγων, Ύπαγε και λούσθητι επτάκις εν τω Ιορδάνη, και θέλει επανέλθει η σαρξ σου εις σε, και θέλεις καθαρισθή.
11 И разгневася Нееман, и отиде, и рече: се, убо глаголах, яко изыдет ко мне, и станет, и призовет во имя Бога своего, и возложит руку свою на место, и очистит проказу:
Ο δε Νεεμάν εθυμώθη και ανεχώρησε και είπεν, Ιδού, εγώ έλεγον, Θέλει βεβαίως εξέλθει προς εμέ και θέλει σταθή και επικαλεσθή το όνομα Κυρίου του Θεού αυτού, και διακινήσει την χείρα αυτού επί τον τόπον και ιατρεύσει τον λεπρόν·
12 не благи ли Авана и Фарфар реки Дамасковы паче Иордана и всех вод Израилевых? Не шед ли измыюся в них и очишуся? И уклонися и отиде во гневе.
ο Αβανά και ο Φαρφάρ, ποταμοί της Δαμασκού, δεν είναι καλήτεροι υπέρ πάντα τα ύδατα του Ισραήλ; δεν ηδυνάμην να λουσθώ εν αυτοίς και να καθαρισθώ; Και στραφείς, ανεχώρησε μετά θυμού.
13 И приближишася отроцы его и реша ему: аще бы велие слово глаголал пророк тебе, не бы ли сотворил еси? А яко рече к тебе: измыйся, и очистишися.
Επλησίασαν δε οι δούλοι αυτού και ελάλησαν προς αυτόν και είπον· Πάτερ μου, εάν ο προφήτης ήθελε σοι ειπεί μέγα πράγμα, δεν ήθελες κάμει αυτό; πόσω μάλλον τώρα, όταν σοι λέγη, Λούσθητι και καθαρίσθητι;
14 И сниде Нееман, и погрузися во Иордане седмижды, по глаголу Елиссееву: и возвратися плоть его яко плоть отрочате млада, и очистися.
Τότε κατέβη και εβυθίσθη επτάκις εις τον Ιορδάνην, κατά τον λόγον του ανθρώπου του Θεού· και η σαρξ αυτού αποκατέστη ως σαρξ παιδίου μικρού, και εκαθαρίσθη.
15 И возвратися ко Елиссею сам и все ополчение его, и прииде и ста пред ним и рече: се, ныне разумех, яко несть Бога во всей земли, но токмо во Израили: и ныне приими благословение от раба твоего.
Και επέστρεψε προς τον άνθρωπον του Θεού, αυτός και πάσα η συνοδία αυτού, και ήλθε και εστάθη έμπροσθεν αυτού· και είπεν, Ιδού, τώρα εγνώρισα ότι δεν είναι Θεός εν πάση τη γη, ειμή εν τω Ισραήλ· όθεν τώρα δέχθητι, παρακαλώ, δώρον παρά του δούλου σου.
16 И рече Елиссей: жив Господь, Емуже предстах пред ним, аще прииму. И понуждаше его взяти, и не послуша.
Ο δε είπε, Ζη Κύριος, ενώπιον του οποίον παρίσταμαι, δεν θέλω δεχθή. Ο δε εβίαζεν αυτόν να δεχθή, αλλά δεν έστερξε.
17 И рече Нееман: аще ли не (хощеши взяти), то даждь рабу твоему время, супруг мсков, от земли сея червленыя: яко и сотворит отселе раб твой всесожжения и жертвы богом иным, но Господу единому,
Και είπεν ο Νεεμάν, Και αν μη, ας δοθή, παρακαλώ, εις τον δούλον σου δύο ημιόνων φορτίον εκ του χώματος τούτου, διότι ο δούλός σου δεν θέλει προσφέρει εις το εξής ολοκαύτωμα ουδέ θυσίαν εις άλλους θεούς, παρά μόνον εις τον Κύριον·
18 по глаголу сему и о словеси сем: и очистит Господь раба твоего, егда внидет господин мой в дом Ремманов на поклонение тамо: и той почиет на руку моею, и поклонюся в дому Реммани, внегда кланятися ему в дому Реммани, и очистит Господь раба твоего по словеси сему.
περί τούτου του πράγματος ας συγχωρήση ο Κύριος τον δούλον σου, ότι, όταν εισέρχηται ο κύριός μου εις τον οίκον του Ριμμών διά να προσκυνήση εκεί, και στηρίζηται επί την χείρα μου, και εγώ κλίνω εμαυτόν εν τω οίκω του Ριμμών, ενώ κλίνω εμαυτόν εν τω οίκω του Ριμμών, ο Κύριος ας συγχωρήση τον δούλον σου περί του πράγματος τούτου
19 И рече Елиссей ко Нееману: иди с миром. И отиде от него на Хаврафа земли.
Και είπε προς αυτόν, Ύπαγε εν ειρήνη. Και ανεχώρησεν απ' αυτού μικρόν τι διάστημα.
20 И рече Гиезий отрочищь Елиссеев: се, пощаде господин мой Неемана Сирянина сего, еже не взяти от руки его, яже принесе: жив Господь, яко имам тещи вслед его, и возму от него нечто.
Είπε δε ο Γιεζεί, ο υπηρέτης του Ελισσαιέ του ανθρώπου του Θεού, Ιδού, εφείσθη ο κύριός μου του Νεεμάν τούτου του Συρίου, ώστε να μη λάβη εκ της χειρός αυτού εκείνο το οποίον έφερε· πλην, ζη Κύριος, εγώ θέλω τρέξει κατόπιν αυτού και θέλω λάβει τι παρ' αυτού.
21 И тече Гиезий во след Нееманов. И виде его Нееман текуща вслед себе, и возвратися с колесницы на сретение ему и рече: мир ли?
Και έτρεξεν ο Γιεζεί κατόπιν του Νεεμάν. Και ότε είδεν αυτόν ο Νεεμάν τρέχοντα κατόπιν αυτού, επήδησεν εκ της αμάξης εις συνάντησιν αυτού και είπε, Καλώς έχετε;
22 И рече Гиезий: мир: господин мой посла мя, глаголя: се, ныне приидоста ко мне два отрочища от горы Ефремли от сынов пророчих: даждь убо има талант сребра и две премены риз.
Ο δε είπε, Καλώς· ο κύριός μου με απέστειλε, λέγων, Ιδού, ταύτην την ώραν ήλθον προς εμέ, εκ του όρους Εφραΐμ, δύο νέοι εκ των υιών των προφητών· δος εις αυτούς, παρακαλώ, εν τάλαντον αργυρίου και δύο αλλαγάς ενδυμάτων.
23 И рече Нееман: возми два таланта сребра. И взя два таланта во два мешца и две премены риз, и возложи на два отрочиша своя, и несоста пред ним:
Και είπεν ο Νεεμάν, Λάβε ευχαρίστως δύο τάλαντα. Και εβίασεν αυτόν, και έδωσε τα δύο τάλαντα του αργυρίου εις δύο θυλάκια, μετά δύο αλλαγών ενδυμάτων· και επέθεσεν αυτά εις δύο εκ των δούλων αυτού, και εβάσταζον αυτά έμπροσθεν αυτού.
24 и приидоша в сумраки, и взя от рук их и сокры во храмине, и отпусти мужы.
Και ότε ήλθεν εις Οφήλ, έλαβεν αυτά εκ των χειρών αυτών και εφύλαξεν εν τω οίκω· και απέλυσε τους άνδρας, και ανεχώρησαν.
25 И сам вниде и предста господину своему. И рече к нему Елиссей: откуду (пришел еси), Гиезие? И рече Гиезий: не исходил раб твой никаможе.
Αυτός δε εισήλθε και εστάθη έμπροσθεν του κυρίου αυτού. Και είπε προς αυτόν ο Ελισσαιέ, Πόθεν, Γιεζεί; Ο δε είπεν, Ο δούλός σου δεν υπήγε πούποτε.
26 И рече к нему Елиссей: не ходило ли сердце мое с тобою, и видех, егда возвращашеся муж с колесницы своей во сретение тебе? И ныне взял еси сребро и ризы взял еси, да купиши за них вертограды и маслины и винограды, и овцы и волы, и отроки и отроковицы:
Και είπε προς αυτόν, Δεν υπήγεν η καρδία μου μετά σου, ότε ο άνθρωπος επέστρεψεν από της αμάξης αυτού εις συνάντησίν σου; είναι καιρός να λάβης αργύριον και να λάβης ιμάτια και ελαιώνας και αμπελώνας και πρόβατα και βόας και δούλους και δούλας;
27 и проказа Нееманова да прильпнет к тебе и к семени твоему во веки. И изыде от лица его прокажен яко снег.
διά τούτο η λέπρα του Νεεμάν θέλει κολληθή εις σε και εις το σπέρμα σου εις τον αιώνα. Και εξήλθεν απ' έμπροσθεν αυτού λελεπρωμένος ως χιών.