< 17 >

1 Meu espírito está arruinado, meus dias vão se extinguindo, e a sepultura já etá pronta para mim.
Το πνεύμά μου φθείρεται, αι ημέραι μου σβύνονται, οι τάφοι είναι έτοιμοι δι' εμέ.
2 Comigo há ninguém além de zombadores, e meus olhos são obrigados a ficar diante de suas provocações.
Δεν είναι χλευασταί πλησίον μου; και δεν διανυκτερεύει ο οφθαλμός μου εν ταις πικρίαις αυτών;
3 Concede-me, por favor, uma garantia para comigo; quem [outro] há que me dê a mão?
Ασφάλισόν με, δέομαι· γενού εις εμέ εγγυητής πλησίον σου· τις ήθελεν εγγυηθή εις εμέ;
4 Pois aos corações deles tu encobriste do entendimento; portanto não os exaltarás.
Διότι συ έκρυψας την καρδίαν αυτών από συνέσεως· διά τούτο δεν θέλεις υψώσει αυτούς.
5 Aquele que denuncia a seus amigos em proveito próprio, também os olhos de seus filhos desfalecerão.
Του λαλούντος με απάτην προς τους φίλους, και οι οφθαλμοί των τέκνων αυτού θέλουσι τήκεσθαι.
6 Ele tem me posto por ditado de povos, e em meu rosto é onde eles cospem.
Και με κατέστησε παροιμίαν των λαών· και ενώπιον αυτών κατεστάθην όνειδος.
7 Por isso meus olhos se escureceram de mágoa, e todos os membros de meu corpo são como a sombra.
Και ο οφθαλμός μου εμαράνθη υπό της θλίψεως, και πάντα τα μέλη μου έγειναν ως σκιά.
8 Os íntegros pasmarão sobre isto, e o inocente se levantará contra o hipócrita.
Οι ευθείς θέλουσι θαυμάσει εις τούτο, και ο αθώος θέλει διεγερθή κατά του υποκριτού.
9 E o justo prosseguirá seu caminho, e o puro de mãos crescerá em força.
Ο δε δίκαιος θέλει κρατεί την οδόν αυτού, και ο καθαρός τας χείρας θέλει επαυξήσει την δύναμιν αυτού.
10 Mas, na verdade, voltai-vos todos vós, e vinde agora, pois sábio nenhum acharei entre vós.
Σεις δε πάντες επιστράφητε, και έλθετε τώρα· διότι ουδένα συνετόν θέλω ευρεί μεταξύ σας.
11 Meus dias se passaram, meus pensamentos foram arrancados, os desejos do meu coração.
Αι ημέραι μου παρήλθον, εκόπησαν οι σκοποί μου, αι επιθυμίαι της καρδίας μου.
12 Tornaram a noite em dia; a luz se encurta por causa das trevas.
Την νύκτα μετέβαλον εις ημέραν· το φως είναι πλησίον του σκότους.
13 Se eu esperar, o Xeol será minha casa; nas trevas estenderei minha cama. (Sheol h7585)
Εάν προσμένω, ο τάφος είναι η κατοικία μου· έστρωσα την κλίνην μου εν τω σκότει. (Sheol h7585)
14 À cova chamo: Tu és meu pai; e aos vermes: [Sois] minha mãe e minha irmã.
Εβόησα προς την φθοράν, Είσαι, πατήρ μου· προς τον σκώληκα, Μήτηρ μου και αδελφή μου είσαι.
15 Onde, pois, estaria agora minha esperança? Quanto à minha esperança, quem a poderá ver?
Και που τώρα η ελπίς μου; και την ελπίδα μου τις θέλει ιδεί;
16 Será que ela descerá aos ferrolhos do Xeol? Descansaremos juntos no pó da terra? (Sheol h7585)
εις το βάθος του άδου θέλει καταβή· βεβαίως θέλει αναπαυθή μετ' εμού εν τω χώματι. (Sheol h7585)

< 17 >