< Jobs 26 >
Και απεκρίθη ο Ιώβ και είπε·
2 Kvar helst hev du den veike hjelpt? Når studde du den trøytte arm?
Πόσον εβοήθησας τον αδύνατον· έσωσας βραχίονα ανίσχυρον.
3 Kvar gav du uklok mann ei råd? Kor ovleg visdom hev du synt?
Πόσον συνεβούλευσας τον άσοφον και εντελή σύνεσιν έδειξας
4 Kven hev du bore melding til? Kva ånd hev tala gjenom deg?
Προς τίνα απήγγειλας τους λόγους; και τίνος πνοή εξήλθεν από σου;
5 Skuggarne i angest skjelva, vatsdjup og dei som deri bur.
Οι νεκροί τρέμουσιν αυτόν υποκάτωθεν των υδάτων, και οι συγκατοικούντες μετ' αυτών.
6 Helheimen open ligg for honom, avgrunnen utan noko dekkje. (Sheol )
Γυμνός ο άδης έμπροσθεν αυτού, και η απώλεια δεν έχει σκέπασμα. (Sheol )
7 Nordheimen han i audni spana, og hengde jordi yver inkje.
Εκτείνει τον βορέαν επί το κενόν· κρεμά την γην επί το μηδέν.
8 Han vatnet inn i skyer bind; og skyi brest ei under det.
Δεσμεύει τα ύδατα εις τας νεφέλας αυτού· και η νεφέλη δεν σχίζεται υποκάτω αυτών.
9 Kongsstolen sin han gøymer burt og breider skyer yver honom.
Σκεπάζει το πρόσωπον του θρόνου αυτού· εκτείνει το νέφος αυτού επ' αυτόν.
10 Kring vatni han ei grensa set, der som ljos og myrker byta skal.
Περιεκύκλωσε τα ύδατα με όρια, έως της συντελείας του φωτός και του σκότους.
11 Stolparne under himmelen skjelv, og rædde vert dei for hans trugsmål.
Οι στύλοι του ουρανού τρέμουσι και εξίστανται από της επιτιμήσεως αυτού.
12 Han rører havet upp med velde, og med sit vit han krasar ubeist.
Ταράττει την θάλασσαν διά της δυνάμεως αυτού, και διά της συνέσεως αυτού καταδαμάζει την υπερηφανίαν αυτής.
13 Og himmelen klårnar ved hans ande; hans hand den snøgge ormen drap.
Διά του πνεύματος αυτού εκόσμησε τους ουρανούς· η χειρ αυτού εσχημάτισε τον συστρεφόμενον όφιν.
14 Sjå her utkanten av hans veg; det berre kviskring er me høyrer. Kven skynar, når hans allmagt torar?
Ιδού, ταύτα είναι μέρη των οδών αυτού· αλλά πόσον ελάχιστον πράγμα ακούομεν περί αυτού; την δε βροντήν της δυνάμεως αυτού τις δύναται να εννοήση;