< 1 Amakhosi 22 >
1 Kwathatha iminyaka kungelampi phakathi kwe-Aramu le-Israyeli.
Παρήλθον δε τρία έτη άνευ πολέμου αναμέσον της Συρίας και του Ισραήλ.
2 Kodwa ngomnyaka wesithathu uJehoshafathi inkosi yakoJuda wayabonana lenkosi yako-Israyeli.
Κατά δε το τρίτον έτος κατέβη Ιωσαφάτ ο βασιλεύς του Ιούδα προς τον βασιλέα του Ισραήλ.
3 Inkosi yako-Israyeli yayike yakhuluma lezikhulu zayo isithi, “Alikwazi na ukuthi eleRamothi Giliyadi ngelethu kodwa asikenzi lutho ukuze silithathe ezandleni zenkosi yase-Aramu?”
Και είπεν ο βασιλεύς του Ισραήλ προς τους δούλους αυτού, Εξεύρετε ότι η Ραμώθ-γαλαάδ είναι ημών, και ημείς σιωπώμεν εις το να λάβωμεν αυτήν εκ της χειρός του βασιλέως της Συρίας;
4 Ngakho yasicela uJehoshafathi isithi, “Ungahamba lami na ukuze siyehlasela eRamothi Giliyadi?” UJehoshafathi ephendula inkosi yako-Israyeli wathi, “Mina ngikanye lawe, abantu bami banjengabakho, amabhiza ami anjengawakho.”
Και είπε προς τον Ιωσαφάτ, Έρχεσαι μετ' εμού διά να πολεμήσωμεν την Ραμώθ-γαλαάδ; Και είπεν ο Ιωσαφάτ προς τον βασιλέα του Ισραήλ, Εγώ είμαι καθώς συ, ο λαός μου καθώς ο λαός σου, οι ίπποι μου καθώς οι ίπποι σου.
5 Kodwa uJehoshafathi waphinda wathi enkosini yako-Israyeli, “Akubuze kuThixo kuqala.”
Και είπεν ο Ιωσαφάτ προς τον βασιλέα του Ισραήλ, Ερώτησον, παρακαλώ, τον λόγον του Κυρίου σήμερον.
6 Ngakho inkosi yako-Israyeli yahlanganisa abaphrofethi abangaba ngamakhulu amane yasibabuza isithi, “Ngihambe ngiyehlasela iRamothi Giliyadi yini, loba ngiyekele na?” Abaphrofethi bathi, “Hamba ngoba iNkosi izayinikela esandleni sakho.”
Και συνήθροισεν ο βασιλεύς του Ισραήλ τους προφήτας, περίπου τετρακοσίους άνδρας, και είπε προς αυτούς, να υπάγω εναντίον της Ραμώθ-γαλαάδ να πολεμήσω, ή να απέχω; οι δε είπον, Ανάβα, και ο Κύριος θέλει παραδώσει αυτήν εις την χείρα του βασιλέως.
7 Kodwa uJehoshafathi wabuza wathi, “Kambe kakusela mphrofethi kaThixo lapha esingabuza kuye na?”
Και είπεν ο Ιωσαφάτ, Δεν είναι ενταύθα έτι προφήτης του Κυρίου, διά να ερωτήσωμεν δι' αυτού;
8 Inkosi yako-Israyeli yathi kuJehoshafathi, “Ukhona oyedwa esingabuza uThixo ngaye kodwa ngiyamzonda ngoba kakaze aphrofethe okuhle ngami, uhlala ekhuluma okubi. Ibizo lakhe nguMikhaya indodana ka-Imla.” UJehoshafathi wathi, “Inkosi kayimelanga itsho njalo.”
Και είπεν ο βασιλεύς του Ισραήλ προς τον Ιωσαφάτ, Είναι έτι άνθρωπός τις, Μιχαίας, ο υιός του Ιεμλά, διά του οποίου δυνάμεθα να ερωτήσωμεν τον Κύριον· πλην μισώ αυτόν· διότι δεν προφητεύει καλόν περί εμού, αλλά κακόν. Και είπεν ο Ιωσαφάτ, Ας μη λαλή ο βασιλεύς ούτως.
9 Inkosi yako-Israyeli yasibiza omunye wezikhulu zayo yathi kuye, “Phangisa ungilethele uMikhaya indodana ka-Imla.”
Και εκάλεσεν ο βασιλεύς του Ισραήλ ένα ευνούχον και είπε, Σπεύσον να φέρης Μιχαίαν τον υιόν του Ιεμλά.
10 Bembethe izembatho zabo zobukhosi, inkosi yako-Israyeli loJehoshafathi inkosi yakoJuda babehlezi ezihlalweni zabo zobukhosi esizeni sokubhulela amabele esangweni laseSamariya labo bonke abaphrofethi bephrofetha phambi kwabo.
Ο δε βασιλεύς του Ισραήλ και Ιωσαφάτ ο βασιλεύς του Ιούδα εκάθηντο, έκαστος επί του θρόνου αυτού, ενδεδυμένοι στολάς, εν τόπω ανοικτώ κατά την είσοδον της πύλης της Σαμαρείας· και πάντες οι προφήται προεφήτευον έμπροσθεν αυτών.
11 UZedekhiya indodana kaKhenana wayekhande impondo zensimbi, wasesithi, “Nanku okutshiwo nguThixo, uthi: ‘Ngempondo lezi uzagwaza ama-Aramu uwabhubhise.’”
Και Σεδεκίας ο υιός του Χαναανά είχε κάμει εις εαυτόν σιδηρά κέρατα· και είπεν, Ούτω λέγει Κύριος· Διά τούτων θέλεις κερατίσει τους Συρίους, εωσού συντελέσης αυτούς.
12 Bonke abaphrofethi babevele bephrofetha okufananayo besithi, “Hlasela iRamothi Giliyadi unqobe, ngoba uThixo uyinikile esandleni senkosi.”
Και πάντες οι προφήται προεφήτευον ούτω, λέγοντες, Ανάβα εις Ραμώθ-γαλαάδ και ευοδού· διότι ο Κύριος θέλει παραδώσει αυτήν εις την χείρα του βασιλέως.
13 Isithunywa esasithunywe ukuyabiza uMikhaya sathi kuye, “Khangela, abanye abaphrofethi bafakaza bengela kuthandabuza ukuthi inkosi izanqoba. Lawe vumelana labo, ukhulume okuyithokozisayo.”
Και ο μηνυτής, όστις υπήγε να καλέση τον Μιχαίαν, είπε προς αυτόν, λέγων, Ιδού τώρα, οι λόγοι των προφητών φανερόνουσιν εξ ενός στόματος καλόν περί του βασιλέως· ο λόγος σου λοιπόν ας ήναι ως ο λόγος ενός εξ εκείνων, και λάλησον το καλόν.
14 Kodwa uMikhaya wathi, “Njengokutsho kukaThixo, mina ngizayitshela lokho engikuthunywe nguThixo.”
Ο δε Μιχαίας είπε, Ζη Κύριος, ό,τι μοι είπη ο Κύριος, τούτο θέλω λαλήσει.
15 Ekufikeni kwakhe, inkosi yambuza yathi, “Mikhaya, sihambe siyehlasela iRamothi Giliyadi yini, loba ngiyekele na?” Yena waphendula wathi, “Hlasela njalo unqobe, ngoba uThixo uzalinikela ezandleni zakho nkosi.”
Ήλθε λοιπόν προς τον βασιλέα. Και είπεν ο βασιλεύς προς αυτόν, Μιχαία, να υπάγωμεν εις Ραμώθ-γαλαάδ διά να πολεμήσωμεν, ή να απέχωμεν; Ο δε απεκρίθη προς αυτόν, Ανάβα και ευοδού· διότι ο Κύριος θέλει παραδώσει αυτήν εις την χείρα του βασιλέως.
16 Inkosi yathi kuye, “Kumele ngikufungise kangaki ukuze ungangikhohlisi kodwa ungitshele iqiniso ebizweni likaThixo?”
Και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς, Έως ποσάκις θέλω σε ορκίζει, να μη λέγης προς εμέ παρά την αλήθειαν εν ονόματι Κυρίου;
17 Ngakho uMikhaya waphendula wathi, “Ngabona u-Israyeli wonke ehlakazekile ezintabeni njengezimvu ezingelamelusi, kulapho uThixo athi ‘Lababantu abalamkhomkheli. Yekela bonke babuyele emakhaya ngokuthula.’”
Ο δε είπεν, είδον πάντα τον Ισραήλ διεσπαρμένον επί τα όρη, ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. Και είπε Κύριος, Ούτοι δεν έχουσι κύριον· ας επιστρέψωσιν έκαστος εις τον οίκον αυτού εν ειρήνη.
18 Inkosi yako-Israyeli yathi kuJehoshafathi, “Angikutshelanga yini ukuthi uvele kaphrofethi okuhle ngami, kodwa okubi kuphela?”
Και είπεν ο βασιλεύς του Ισραήλ προς τον Ιωσαφάτ, Δεν σοι είπα έτι δεν θέλει προφητεύσει καλόν περί εμού, αλλά κακόν;
19 UMikhaya waqhubekela phambili wathi, “Ngakho zwana ilizwi likaThixo elithi, Ngabona uThixo ehlezi esihlalweni sakhe sobukhosi lamabutho wonke asezulwini emi ngakwesokunene sakhe lakwesokhohlo sakhe.
Και ο Μιχαίας είπεν, Άκουσον λοιπόν τον λόγον του Κυρίου. Είδον τον Κύριον καθήμενον επί του θρόνου αυτού, και πάσαν την στρατιάν του ουρανού παρισταμένην περί αυτόν, εκ δεξιών αυτού και εξ αριστερών αυτού.
20 Njalo uThixo wathi, ‘Ngubani ozahugela u-Ahabi ekuhlaseleni iRamothi Giliyadi ukuze ayefela khonale na?’ Omunye waqamba lokhu, lomunye okwakhe.
Και είπε Κύριος, Τις θέλει απατήσει τον Αχαάβ, ώστε να αναβή και να πέση εν Ραμώθ-γαλαάδ; Και ο μεν είπεν ούτως, ο δε είπεν ούτως.
21 Ekucineni kwavela umoya, wema phambi kukaThixo wathi, ‘Mina ngizamhuga.’
Και εξήλθε το πνεύμα και εστάθη ενώπιον Κυρίου και είπεν, Εγώ θέλω απατήσει αυτόν.
22 UThixo wabuza wathi, ‘Uzakwenza ngandlela bani?’ Umoya waphendula wathi, ‘Ngizahamba ngiyekuba ngumoya wokuqamba amanga emilonyeni yabo bonke abaphrofethi bakhe.’ UThixo wathi, ‘Uzaphumelela ukumhuga. Hamba-ke uyekwenza lokho.’
Και είπε Κύριος προς αυτό, Τίνι τρόπω; Και είπε, Θέλω εξέλθει και θέλω είσθαι πνεύμα ψεύδους εν τω στόματι πάντων των προφητών αυτού. Και είπε Κύριος, Θέλεις απατήσει και έτι θέλεις κατορθώσει· έξελθε και κάμε ούτω.
23 Ngakho khathesi uThixo usefake umoya wenkohliso emilonyeni yabaphrofethi bakho bonke laba. UThixo usekumisele ukubhujiswa.”
Τώρα λοιπόν, ιδού, ο Κύριος έβαλε πνεύμα ψεύδους εν τω στόματι πάντων τούτων των προφητών σου, και ο Κύριος ελάλησε κακόν επί σε.
24 Kusenjalo uZedekhiya indodana kaKhenana wasondela, wamwakala uMikhaya ebusweni. Wabuza wathi: “Umoya kaThixo wasuka njani kimi ungena kuwe na?”
Τότε πλησιάσας Σεδεκίας ο υιός του Χαναανά, ερράπισε τον Μιχαίαν επί την σιαγόνα και είπε, Διά ποίας οδού επέρασε το Πνεύμα του Κυρίου απ' εμού, διά να λαλήση προς σε;
25 UMikhaya waphendula wathi, “Uzazibonela mhla uzakuyacatsha endlini engaphakathi.”
Και είπεν ο Μιχαίας, Ιδού, θέλεις ιδεί, καθ' ην ημέραν θέλεις εισέρχεσθαι από ταμείου εις ταμείον διά να κρυφθής.
26 Inkosi yako-Israyeli yalaya yathi, “Thathani uMikhaya limbuyisele ku-Amoni obusa idolobho lakoJowashi indodana yenkosi.
Και είπεν ο βασιλεύς του Ισραήλ, Πιάσατε τον Μιχαίαν και επαναφέρετε αυτόν προς Αμών τον άρχοντα της πόλεως και προς Ιωάς τον υιόν του βασιλέως·
27 Liyekuthi, ‘Inkosi ithi: Valelani umuntu lo entolongweni lingamniki lutho ngaphandle kwesinkwa lamanzi ngize ngiphenduke ngokuhle.’”
και είπατε, Ούτω λέγει ο βασιλεύς· Βάλετε τούτον εις την φυλακήν και τρέφετε αυτόν με άρτον θλίψεως και με ύδωρ θλίψεως, εωσού επιστρέψω εν ειρήνη.
28 UMikhaya waqonqosela wathi: “Nxa ungaphenduka kuhle, uThixo uyabe engakhulumanga ngami.” Waqhubeka wathi, “Lani lonke bantu abambisiseni amazwi ami!”
Και είπεν ο Μιχαίας, Εάν τωόντι επιστρέψης εν ειρήνη, ο Θεός δεν ελάλησε δι' εμού. Και είπεν, Ακούσατε σεις, πάντες οι λαοί.
29 Ngakho inkosi yako-Israyeli loJehoshafathi inkosi yakoJuda baya eRamothi Giliyadi.
Και ανέβη ο βασιλεύς του Ισραήλ και Ιωσαφάτ ο βασιλεύς του Ιούδα εις Ραμώθ-γαλαάδ.
30 Inkosi yako-Israyeli yathi kuJehoshafathi: “Mina ngizakuya empini ngizazifihla ngokulahlisa isimo sami, kodwa wena gqoka ezakho ezobukhosi.” Ngakho inkosi yako-Israyeli yazifihla ngokulahlisa isimo sayo yangena empini.
Και είπεν ο βασιλεύς του Ισραήλ προς τον Ιωσαφάτ, Εγώ θέλω μετασχηματισθή και εισέλθει εις την μάχην· συ δε ενδύθητι την στολήν σου. Και μετεσχηματίσθη ο βασιλεύς του Ισραήλ και εισήλθεν εις την μάχην.
31 Inkosi yase-Aramu yayilaye abalawuli bayo bezinqola zokulwa abangamatshumi amathathu lambili yathi, “Lina lingalwi lamuntu, loba eyisikhulu loba engumuntukazana, ngaphandle kwenkosi yako-Israyeli.”
Ο δε βασιλεύς της Συρίας είχε προστάξει τους τριάκοντα δύο αμαξάρχας αυτού, λέγων, Μη πολεμείτε μήτε μικρόν μήτε μέγαν, αλλά μόνον τον βασιλέα του Ισραήλ.
32 Abalawuli bezinqola zokulwa bathe bebona uJehoshafathi, bahle bathi “Ngempela le yiyo kanye inkosi yako-Israyeli.” Abalawuli bezinqola zokulwa basebehlasela uJehoshafathi, yena wahlaba umkhosi,
Και ως είδον οι αμαξάρχαι τον Ιωσαφάτ, τότε αυτοί είπον, Βεβαίως ούτος είναι ο βασιλεύς του Ισραήλ. Και περιεστράφησαν διά να πολεμήσωσιν αυτόν· αλλ' ο Ιωσαφάτ ανεβόησεν.
33 baphanga babona ukuthi kwakungasiyo inkosi yako-Israyeli bahle bayekela ukuxotshana laye.
Ιδόντες δε οι αμαξάρχαι ότι δεν ήτο ο βασιλεύς του Ισραήλ, επέστρεψαν από της καταδιώξεως αυτού.
34 Umuntu othile wakhokha umtshoko wakhe watshoka engaqondanga muntu umtshoko wayaciba inkosi yako-Israyeli emkenkeni wesihlangu sayo. Inkosi yasisithi kumtshayeli wenqola yokulwa: “Phendula inqola yakho ungisuse lapha. Sengilimele.”
Άνθρωπος δε τις, τοξεύσας ασκόπως, εκτύπησε τον βασιλέα του Ισραήλ μεταξύ των αρθρώσεων του θώρακος· ο δε είπε προς τον ηνίοχον αυτού, Στρέψον την χείρα σου και έκβαλέ με εκ του στρατεύματος· διότι επληγώθην.
35 Kwalwiwa impi kanzima ilanga lonke. Inkosi yayeyanyiswe enqoleni yayo yokulwa ikhangele ama-Aramu. Igazi lamanxeba ayo lagelezela phansi enqoleni yokulwa, kwathi Ngalokhokuhlwa yafa.
Και η μάχη εμεγαλύνθη εν τη ημέρα εκείνη· ο δε βασιλεύς ίστατο επί της αμάξης αντικρύ των Συρίων, και προς το εσπέρας απέθανε· και το αίμα έρρεεν εκ της πληγής εις τον κόλπον της αμάξης.
36 Ekutshoneni kwelanga kwamenyezelwa kuyo yonke impi ukuthi: “Abantu bonke kababuyele emizini yakibo, bonke kababuyele lowo lalowo elizweni lakibo!”
Και περί την δύσιν του ηλίου έγεινε διακήρυξις εν τω στρατοπέδω, λέγουσα, Έκαστος εις την πόλιν αυτού και έκαστος εις τον τόπον αυτού.
37 Ngakho inkosi yafa yasiwa eSamariya, yangcwatshwa khona.
Και απέθανεν ο βασιλεύς και εκομίσθη εις Σαμάρειαν· και ενεταφίασαν τον βασιλέα εν Σαμαρεία.
38 Inqola yokulwa bayigezisela esizibeni seSamariya (endaweni eyayigezela izifebe), izinja zakhotha igazi layo, njengokutsho kwelizwi likaThixo.
Και έπλυναν την άμαξαν εις το υδροστάσιον της Σαμαρείας· έπλυναν έτι και τα όπλα αυτού· και έγλειψαν οι κύνες το αίμα αυτού, κατά τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον ελάλησεν.
39 Konke okunye ngempilo langokubusa kuka-Ahabi lakho konke akwenzayo, ukwakha isigodlo esasiceciswe ngempondo zezindlovu, lamadolobho ayevikelwe okwenqaba, akulotshwanga na egwalweni lwembali yamakhosi ako-Israyeli?
Αι δε λοιπαί των πράξεων του Αχαάβ και πάντα όσα έκαμε, και ο ελεφάντινος οίκος τον οποίον ωκοδόμησε και πάσαι αι πόλεις, τας οποίας έκτισε, δεν είναι γεγραμμένα εν τω βιβλίω των χρονικών των βασιλέων του Ισραήλ;
40 U-Ahabi wangcwatshwa laboyise. Ubukhosi bakhe bathathwa yindodana yakhe u-Ahaziya.
Και εκοιμήθη ο Αχαάβ μετά των πατέρων αυτού, και εβασίλευσεν αντ' αυτού Οχοζίας ο υιός αυτού.
41 UJehoshafathi indodana ka-Asa waba yinkosi yakoJuda ngomnyaka wesine wokubusa kuka-Ahabi inkosi yako-Israyeli.
Ο δε Ιωσαφάτ ο υιός του Ασά εβασίλευσεν επί τον Ιούδα, το τέταρτον έτος του Αχαάβ βασιλέως του Ισραήλ.
42 UJehoshafathi waba yinkosi eleminyaka engamatshumi amathathu lemihlanu yokuzalwa, wabusa eJerusalema okweminyaka engamatshumi amabili lemihlanu. Ibizo likanina kungu-Azubha indodakazi kaShilihi.
Ο Ιωσαφάτ ήτο τριάκοντα πέντε ετών ηλικίας ότε εβασίλευσε· και εβασίλευσεν εικοσιπέντε έτη εν Ιερουσαλήμ· το δε όνομα της μητρός αυτού ήτο Αζουβά, θυγάτηρ του Σιλεΐ.
43 Kukho konke ayekwenza wayesenyathelweni likayise u-Asa njalo kazange aphambuke; wenza konke okuhle emehlweni kaThixo. Kodwa izindawo eziphakemeyo zokukhonzela kazisuswanga, abantu babelokhu benikela imihlatshelo, betshisa impepha khonapho.
Και περιεπάτησεν εις πάσας τας οδούς Ασά του πατρός αυτού· δεν εξέκλινεν απ' αυτών, πράττων το ευθές ενώπιον του Κυρίου. Οι υψηλοί όμως τόποι δεν αφηρέθησαν· ο λαός εθυσίαζεν έτι και εθυμίαζεν εν τοις υψηλοίς τόποις.
44 UJehoshafathi wahlalisana ngokuthula lenkosi yako-Israyeli.
Και είχεν ειρήνην ο Ιωσαφάτ μετά του βασιλέως του Ισραήλ.
45 Okwenzakala ekubuseni kukaJehoshafathi, ukuphumelela kwakhe kanye lokunqoba ezimpini, akulotshwanga na encwadini yembali yamakhosi akoJuda?
Αι δε λοιπαί των πράξεων του Ιωσαφάτ, και τα κατορθώματα αυτού όσα έκαμε, και οι πόλεμοι αυτού, δεν είναι γεγραμμένα εν τω βιβλίω των χρονικών των βασιλέων του Ιούδα;
46 Waqeda insalela yabesilisa ababefeba emathempelini ayelokhu esasele lapho langemva kokubusa kukayise u-Asa.
Και το υπόλοιπον των σοδομιτών, το εναπολειφθέν εν ταις ημέραις Ασά του πατρός αυτού, αυτός εξήλειψεν από της γης.
47 Kwakungaselankosi e-Edomi, umsekeli nguye owayebusa.
Τότε δεν υπήρχε βασιλεύς εν Εδώμ· διοικητής ήτο βασιλεύς.
48 UJehoshafathi wakha imikhumbi yokuthutha igolide e-Ofiri, kodwa ayizange isebenze olwandle, yahle yahlikizeka, yabhidlikela e-Eziyoni-Gebheri.
Ο Ιωσαφάτ έκαμε πλοία εν Θαρσείς, διά να πλεύσωσιν εις Οφείρ διά χρυσίον· πλην δεν υπήγον, διότι τα πλοία συνετρίφθησαν εν Εσιών-γάβερ.
49 Ngalesosikhathi u-Ahaziya indodana ka-Ahabi wathi kuJehoshafathi, “Yekela abantu bami bahambe labakho olwandle,” kodwa uJehoshafathi wala.
Τότε είπεν Οχοζίας ο υιός του Αχαάβ προς τον Ιωσαφάτ, Ας υπάγωσιν οι δούλοί μου μετά των δούλων σου εις τα πλοία· ο Ιωσαφάτ όμως δεν ηθέλησε.
50 Ngakho uJehoshafathi waphumula labokhokho bakhe, wangcwatshwa kanye labo emzini kaDavida uyise. UJehoramu indodana yakhe wabusa esikhundleni sakhe.
Και εκοιμήθη ο Ιωσαφάτ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη μετά των πατέρων αυτού εν τη πόλει Δαβίδ του πατρός αυτού· εβασίλευσε δε αντ' αυτού Ιωράμ ο υιός αυτού.
51 U-Ahaziya indodana ka-Ahabi waba yinkosi yako-Israyeli eSamariya ngomnyaka wetshumi lesikhombisa wokubusa kukaJehoshafathi inkosi yakoJuda, yena-ke wabusa ko-Israyeli okweminyaka emibili.
Οχοζίας ο υιός του Αχαάβ εβασίλευσεν επί τον Ισραήλ εν Σαμαρεία, το δέκατον έβδομον έτος του Ιωσαφάτ βασιλέως του Ιούδα· και εβασίλευσε δύο έτη επί τον Ισραήλ.
52 Wona emehlweni kaThixo, ngoba wahamba enyathelweni likayise lelikanina walandela njalo izindlela zikaJerobhowamu indodana kaNebhathi, owabangela u-Israyeli ukuthi enze isono.
Και έπραξε τα πονηρά ενώπιον του Κυρίου, και περιεπάτησεν εις την οδόν του πατρός αυτού και εις την οδόν της μητρός αυτού και εις την οδόν του Ιεροβοάμ υιού του Ναβάτ, όστις έκαμε τον Ισραήλ να αμαρτήση·
53 Wasebenzela uBhali njalo wamkhonza wathukuthelisa uThixo, uNkulunkulu ka-Israyeli, njengalokhu okwakwenziwe nguyise.
διότι ελάτρευσε τον Βάαλ και προσεκύνησεν αυτόν, και παρώργισε Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, κατά πάντα όσα έπραξεν ο πατήρ αυτού.