< 2 Kingi 7 >

1 A ka mea a Eriha, Whakarongo ki te kupu a Ihowa: ko te kupu tenei a Ihowa, Kia penei apopo ka hokona he mehua paraoa mo te hekere, nga mehua parei e rua mo te hekere, i te kuwaha o Hamaria.
Είπε δε ο Ελισσαιέ, Ακούσατε τον λόγον του Κυρίου· Ούτω λέγει Κύριος· Αύριον, περί την ώραν ταύτην, εν μέτρον σεμιδάλεως θέλει πωληθή δι' ένα σίκλον και δύο μέτρα κριθής δι' ένα σίκλον, εν τη πύλη της Σαμαρείας.
2 Na ka whakahokia e tetahi rangatira, nona nei te ringa i okioki ai te kingi, ki te tangata a te Atua; i mea ia, Nana, ki te hanga e Ihowa he matapihi ki te rangi, ka rite ranei tenei kupu? Ano ra ko ia, Nana, tera ou kanohi e kite, otira e kore k oe e kai i tetahi wahi o taua mea.
Και απεκρίθη προς τον άνθρωπον του Θεού ο άρχων, επί του οποίου την χείρα εστηρίζετο ο βασιλεύς, και είπε, Και εάν ο Κύριος ήθελε κάμει παράθυρα εις τον ουρανόν, ηδύνατο το πράγμα τούτο να γείνη; Ο δε είπεν, Ιδού, θέλεις ιδεί με τους οφθαλμούς σου, δεν θέλεις όμως φάγει εξ αυτού.
3 Na tera etahi tangata tokowha, he repera, i te kuwaha o te keti: a ka mea ratou tetahi ki tetahi, He aha tatou i noho ai i konei a kia mate raano tatou?
Ήσαν δε τέσσαρες άνδρες λεπροί εν τη εισόδω της πύλης· και είπον ο εις προς τον άλλον, Διά τι ημείς καθήμεθα εδώ εωσού αποθάνωμεν;
4 Ki te mea tatou, Tatou ka tomo ki te pa, na ko te matekai kei roto i te pa, a ka mate tatou ki reira: a, ki te noho tatou i konei, ka mate ano tatou. Na, kia haere tatou aianei, kia auraki atu ki te ope o nga Hiriani: ki te whakaorangia tatou e r atou, ka ora tatou: ki te whakamatea, heoi ano, ka mate.
εάν είπωμεν, να εισέλθωμεν εις την πόλιν, η πείνα είναι εν τη πόλει, και θέλομεν αποθάνει εκεί· εάν δε καθήμεθα εδώ, πάλιν θέλομεν αποθάνει· τώρα λοιπόν έλθετε, και ας πέσωμεν εις το στρατόπεδον των Συρίων· εάν αφήσωσιν ημάς ζώντας, θέλομεν ζήσει. και εάν θανατώσωσιν ημάς, θέλομεν αποθάνει.
5 Na maranga ana ratou i te mea ka kakarauri, haere ana ki te puni o nga Hiriani: a, no to ratou taenga ki te pito o te puni o nga Hiriani, na kahore o reira tangata.
Και εσηκώθησαν ότε εσκόταζε, διά να εισέλθωσιν εις το στρατόπεδον των Συρίων· και ότε ήλθον έως του άκρου του στρατοπέδου της Συρίας, ιδού, δεν ήτο άνθρωπος εκεί.
6 Na te Ariki hoki i mea kia rongo te ope o nga Hiriani i te haruru hariata, i te haruru hoiho, i te haruru hoki o tetahi ope nui: a ka mea ratou tetahi ki tetahi, Nana, kua utua nga kingi o nga Hiti me nga kingi o nga Ihipiana e te kingi o Iharair a hei whawhai ki a tatou, kia huaki mai ki a tatou.
Διότι ο Κύριος είχε κάμει να ακουσθή εν τω στρατοπέδω των Συρίων κρότος αμαξών και κρότος ίππων, κρότος μεγάλου στρατεύματος· και είπον προς αλλήλους, Ιδού, ο βασιλεύς του Ισραήλ εμίσθωσεν εναντίον ημών τους βασιλείς των Χετταίων και τους βασιλείς των Αιγυπτίων, διά να έλθωσιν εφ' ημάς.
7 Na whakatika ana ratou, rere ana i te mea ka kakarauri, a whakarerea ake o ratou teneti, a ratou hoiho, a ratou kaihe, me nga aha noa o te puni, a rere ana, he wehi kei mate.
Όθεν σηκωθέντες έφυγον εν τω σκότει, και εγκατέλιπον τας σκηνάς αυτών και τους ίππους αυτών και τους όνους αυτών, το στρατόπεδον όπως ήτο, και έφυγον διά την ζωήν αυτών.
8 Na, i te taenga o aua repera ki te pito o te puni, ka tomo ki tetahi teneti, kei te kai, kei te inu, a mauria atu ana te hiriwa i reira, me te koura, me te kakahu, a haere ana, huna ana; na ka hoki ano, ka tomo ki tetahi atu teneti, a ka tango an o i reira, a haere ana, huna ana.
Και ότε οι λεπροί ούτοι ήλθον έως του άκρου του στρατοπέδου, εισήλθον εις μίαν σκηνήν και έφαγον και έπιον, και λαβόντες εκείθεν αργύριον και χρυσίον και ιμάτια, υπήγαν και έκρυψαν αυτά· επιστρέψαντες δε εισήλθον εις άλλην σκηνήν, και έλαβον άλλα εκείθεν και υπήγαν και έκρυψαν και ταύτα.
9 Na ka mea ratou tetahi ki tetahi, Kahore i te pai ta tatou e mea nei: he ra rongo pai tenei ra, a kei te noho wahangu tatou: ki te tatari tatou kia marama te ata, tera tatou e rokohanga e te he: na reira hoake, ka haere tatou, ka korero ki te wha re o te kingi.
Τότε είπον προς αλλήλους, Ημείς δεν κάμνομεν καλά· η ημέρα αύτη είναι ημέρα αγαθών αγγελιών, και αν ημείς σιωπώμεν και περιμένωμεν μέχρι του φωτός της αυγής, συμφορά τις θέλει επέλθει εφ' ημάς· έλθετε λοιπόν, και ας υπάγωμεν να αναγγείλωμεν ταύτα εις τον οίκον του βασιλέως.
10 Heoi haere ana ratou, karanga ana ki te kaitiaki o te kuwaha o te pa: a ka whakaatu ki a ratou, ka mea, I tae matou ki te puni o nga Hiriani, na kahore he tangata o reira, kahore he reo tangata, engari ko nga hoiho anake e here ana, me nga kaihe e here ana, a ko nga teneti e tu ana ano.
Ήλθον λοιπόν και εβόησαν προς τους θυρωρούς της πόλεως· και ανήγγειλαν προς αυτούς, λέγοντες, Ήλθομεν εις το στρατόπεδον των Συρίων, και ιδού, δεν ήτο εκεί άνθρωπος ουδέ φωνή ανθρώπου, ειμή ίπποι δεδεμένοι και όνοι δεδεμένοι και σκηναί καθώς ευρίσκοντο.
11 Na karangatia ana e ia nga kaitiaki o te kuwaha; a na ratou i korero ki te whare o te kingi i roto atu.
Και εβόησαν οι θυρωροί και ανήγγειλαν τούτο ένδον εις τον οίκον του βασιλέως.
12 Na ka whakatika te kingi i te po, a ka mea ki ana tangata, Maku e whakaatu ki a koutou ta nga Hiriani i mea ai ki a tatou. E mohio ana ratou e mate ana tatou i te kai; koia ratou i haere atu ai i te puni ki te parae piri ai, e ki ana, Ki te puta mai ratou i te pa, ka hopukia oratia ratou e tatou, a ka uru tatou ki te pa.
Και σηκωθείς ο βασιλεύς την νύκτα, είπε προς τους δούλους αυτού, Τώρα θέλω φανερώσει προς εσάς τι έκαμον οι Σύριοι εις ημάς· εγνώρισαν ότι είμεθα πεινασμένοι και εξήλθον εκ του στρατοπέδου, διά να κρυφθώσιν εν τοις αγροίς, λέγοντες, Όταν εξέλθωσιν εκ της πόλεως, θέλομεν συλλάβει αυτούς ζώντας, και εις την πόλιν θέλομεν εισέλθει.
13 Na ka whakahoki tetahi o ana tangata, ka mea, Tangohia oti e etahi kia rima o nga hoiho e toe nei, i mahue nei ki te pa; nana, penei tonu ratou me te huihui katoa o Iharaira kua mahue nei ki konei; nana, rite tonu ratou ki te huihui katoa o Ihar aira kua moti nei: a tonoa atu ratou e tatou kia kite.
Αποκριθείς δε εις εκ των δούλων αυτού είπεν, Ας λάβωσι, παρακαλώ, πέντε εκ των υπολειπομένων ίππων, οίτινες απέμειναν εν τη πόλει, ιδού, αυτοί είναι καθώς είπαν το πλήθος του Ισραήλ το εναπολειφθέν εν αυτή· ιδού, είναι καθώς άπαν το πλήθος των Ισραηλιτών οίτινες κατηναλώθησαν· και ας αποστείλωμεν διά να ίδωμεν.
14 Na tangohia ana e ratou etahi hoiho hariata, e rua, a unga ana e te kingi ki te whai i te ope o nga Hiriani, a i mea ia, Tikina, tirohia.
Έλαβον λοιπόν δύο ζεύγη ίππων και απέστειλεν ο βασιλεύς οπίσω του στρατοπέδου των Συρίων, λέγων, Υπάγετε και ιδέτε.
15 Na haere ana ratou ki te whai i a ratou a Horano ra ano. Na kapi tonu te huarahi katoa i te kakahu, i nga mea i rukea atu e nga Hiriani i to ratou ponana. Na hoki ana aua tangata ki te korero ki te kingi.
Και υπήγαν οπίσω αυτών έως του Ιορδάνου· και ιδού, πάσα η οδός πλήρης ιματίων και σκευών, τα οποία οι Σύριοι είχον ρίψει εκ της βίας αυτών. Και επιστρέψαντες οι μηνυταί ανήγγειλαν τούτο προς τον βασιλέα.
16 Na ka puta te iwi ki waho, kei te pahua i te puni o nga Hiriani. Heoi hokona ana te mehua paraoa mo te hekere, me nga mehua parei e rua mo te hekere, i rite tonu ki ta Ihowa kupu.
Και εξήλθεν ο λαός, και ήρπασαν το στρατόπεδον των Συρίων. Και επωλήθη εν μέτρον σεμιδάλεως δι' ένα σίκλον και δύο μέτρα κριθής δι' ένα σίκλον, κατά τον λόγον του Κυρίου.
17 A i whakaritea e te kingi ko te rangatira i okioki atu nei ia ki tona ringa hei rangatira mo te kuwaha: na takahia iho ia e te iwi ki te kuwaha, a mate ake, i rite tonu ki ta te tangata a te Atua i korero ai, ki tana i korero ra i te haerenga ih o o te kingi ki raro, ki a ia.
Και κατέστησεν ο βασιλεύς επί της πύλης τον άρχοντα, επί του οποίου την χείρα εστηρίζετο· και κατεπάτησεν ο λαός αυτόν εν τη πύλη, και απέθανε· καθώς ελάλησεν ο άνθρωπος του Θεού, όστις ελάλησεν ότε ο βασιλεύς κατέβη προς αυτόν.
18 I rite tonu ano ki ta te tangata a te Atua i korero ai ki te kingi, i mea ai, E rua nga mehua parei mo te hekere, kotahi ano hoki mehua paraoa mo te hekere i te kuwaha o Hamaria i te wa penei apopo;
Και, καθώς ελάλησεν ο άνθρωπος του Θεού προς τον βασιλέα, λέγων, Δύο μέτρα κριθής δι' ένα σίκλον και εν μέτρον σεμιδάλεως δι' ένα σίκλον θέλουσιν είσθαι αύριον, περί την ώραν ταύτην, εν τη πύλη της Σαμαρείας,
19 Na ka utua e taua rangatira ki te tangata a te Atua, i mea ia, Nana, ki te hanga e Ihowa he matapihi ki te rangi, ka rite ranei tenei kupu? Na ka mea tera, Nana, tera ou kanohi na e kite; otiia e kore tetahi wahi o taua mea e kainga e koe;
ο δε άρχων απεκρίθη προς τον άνθρωπον του Θεού και είπε, Και αν τώρα ο Κύριος ήθελε κάμει παράθυρα εις τον ουρανόν, ηδύνατο τοιούτον πράγμα να γείνη; και εκείνος είπεν, Ιδού, θέλεις ιδεί τούτο με τους οφθαλμούς σου· αλλά δεν θέλεις φάγει εξ αυτού,
20 I pera tonu te meatanga ki a ia; i takahia hoki ia e te iwi ki te kuwaha, a mate iho ia.
ούτω και έγεινεν εις αυτόν· διότι ο λαός κατεπάτησεν αυτόν εν τη πύλη, και απέθανε.

< 2 Kingi 7 >