< Mpitsara 9 >
1 Nimb’e Sekeme mb’ aman-drolongon-drene’e mb’eo t’i Abimelek’ ana’ Ierobaale, ninday entañe am’ iereo naho amo añ’ anjomban-draen-drene’e iabio, le hoe ty asa’e:
Και υπήγεν Αβιμέλεχ ο υιός του Ιεροβάαλ εις Συχέμ προς τους αδελφούς της μητρός αυτού και είπε προς αυτούς και προς πάσαν την συγγένειαν του οίκου του πατρός της μητρός αυτού, λέγων,
2 Ehe misaontsia an-dravembia’ ze hene’ ondati’ i Sekeme: Ty aia ro soa ama’ areo: he te hifelek’ anahareo o ana’ Ierobaaleo, indaty fitompolo rey, ke hifeleha’ ty raike? Tiahio ka te taolañ’ ama’ nofo’ areo iraho.
Λαλήσατε, παρακαλώ, εις επήκοον πάντων των ανδρών της Συχέμ, Τι είναι καλήτερον εις εσάς, να άρχωσιν επάνω σας πάντες οι υιοί του Ιεροβάαλ, εβδομήκοντα άνδρες, ή να άρχη εις μόνος επάνω σας; και ενθυμήθητε ότι οστούν υμών και σαρξ υμών είμαι.
3 Aa le nitalily aze an-dravembia’ ze hene ondati’ i Sekeme o longon-drene’eo, nanao i hoe zay iaby; le niroñe mb’ am-pañorihañe i Abimeleke ty arofo’ iareo, nanao ty hoe: Rahalahin-tika ‘nio.
Και ελάλησαν περί αυτού οι αδελφοί της μητρός αυτού εις επήκοον πάντων των ανδρών της Συχέμ πάντας τους λόγους τούτους· και έκλινεν η καρδία αυτών κατόπιν του Αβιμέλεχ· διότι είπον, Αδελφός ημών είναι.
4 Aa le nitolora’ iereo drala volafoty fitompolo boak’ añ’anjomba’ i Baale-berite ao, le nañeke ondaty mpibohaboha naho kafoake hañorik’ aze t’i Abimeleke.
Και έδωκαν εις αυτόν εβδομήκοντα αργύρια εκ του οίκου του Βάαλ-βερίθ, και δι' αυτών εμίσθωσεν ο Αβιμέλεχ άνδρας ποταπούς και θρασείς, και ηκολούθησαν αυτόν.
5 Nimb’ añ’ anjomban-drae’e e Ofrà amy zao re le zinama’e o rahalahi’eo, o ana’ Ierobaaleo, i fitom-polo rey, ambone ty vato eo; fe nietake t’Iotame tsitson’ ana’ Ierobaàle, ie ty honka’e.
Και εισήλθεν εις τον οίκον του πατρός αυτού εις Οφρά και εθανάτωσε τους αδελφούς αυτού τους υιούς του Ιεροβάαλ, εβδομήκοντα άνδρας, επί λίθον ένα· εναπελείφθη όμως ο Ιωθάμ ο νεώτερος υιός του Ιεροβάαλ, διότι εκρύφθη.
6 Aa le hene nifanontoñe o lahilahi’ i Sekemeo, naho i Bere-milò vaho nimb’eo nañory i Abimeleke ho mpanjaka, marine’ i kile am-batolahy e Sekemey.
Και συνήχθησαν πάντες οι άνδρες της Συχέμ και πας ο οίκος του Μιλλώ και ελθόντες έκαμον τον Αβιμέλεχ βασιλέα, πλησίον της δρυός της ισταμένης εν Συχέμ.
7 Aa ie natalily am’ Iotane, le nimbeo re nijohañe ambone vohi-Gerizime ey, naho nipoña-peo nipazake ty hoe: Janjiño iraho ry roandria’ i Sekemeo soa te hijanjiñe anahareo ka t’i Andrianañahare.
Και ότε ανηγγέλθη τούτο εις τον Ιωθάμ, υπήγε και εστάθη επί την κορυφήν του όρους Γαριζίν, και ύψωσε την φωνήν αυτού και εβόησε και είπε προς αυτούς, Ακούσατέ μου, άνδρες της Συχέμ, και θέλει σας ακούσει ο Θεός.
8 Niavotse mb’eo o hataeo te indraike hañori-panjaka hifehe iareo le hoe iereo amy andranahakey, Feleho zahay.
Υπήγον ποτέ τα δένδρα να χρίσωσι βασιλέα εφ' εαυτών· και είπον προς την ελαίαν, Βασίλευσον εφ' ημών.
9 Fa hoe ty natoi’ i andranahakey: Hapoko hao i menakoy, izaho iasiañe aman’ Añahare naho ondatio, handenàko hitrezontrezo ambone’ o hatae ila’eo?
Αλλ' η ελαία είπε προς αυτά, Να αφήσω εγώ το πάχος μου, διά της οποίας τιμώνται Θεός και άνθρωποι, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων;
10 Aa le hoe o hataeo amy sakoañey, Antao hifelek’ anay.
Και είπον τα δένδρα προς την συκήν, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών.
11 Fa hoe i sakoañey am’ iereo, Haforintseko hao ty hamamiko naho o voako soao, handenako hiletraletra ambone’ o hatae’eo?
Αλλ' η συκή είπε προς αυτά, Να αφήσω την γλυκύτητά μου και τον καρπόν μου τον καλόν, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων;
12 Le hoe o hatae’eo amy vahey, Antao hamelek’ anay?
Και είπον τα δένδρα προς την άμπελον, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών.
13 Le hoe i vahey am’ iereo, Hadoko hao o divaikoo, i mahafale an’ Andrianañahare naho ondatioy, handenako hionjoñe ambone’ o hataeo?
Και είπεν η άμπελος προς αυτά, Να αφήσω τον οίνόν μου, όστις ευφραίνει Θεόν και ανθρώπους, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων;
14 Le hoe o hataeo amy roipitekey, Antao hifelek’ anay.
Τότε είπον πάντα τα δένδρα προς την άκανθαν, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών.
15 Le hoe ty roipitek’ amo hataeo, Naho horiza’ areo ho mpanjaka’ areo iraho, le mb’etoa mirimboña añ’aloko etoa; fa naho tsie, le ee te hiakatse amy roipitekey ty afo hamorototo o mendorave’ i Lebanoneo.
Και είπεν η άκανθα προς τα δένδρα, Εάν αληθώς σεις με χρίητε βασιλέα υμών, έλθετε, καταφύγετε υπό την σκιάν μου· ει δε μη, πυρ να εξέλθη εκ της ακάνθης και να καταφάγη τας κέδρους του Λιβάνου.
16 Aa naho an-kahitiañe naho havantañañe ty nanoe’ areo mpanjaka t’i Abimeleke naho nanoe’ areo soa t’Ierobaale naho i anjomba’ey vaho nanoe’ areo mañevam-pità’e—
Τώρα λοιπόν, εάν επράξατε εν αληθεία και ακεραιότητι κάμνοντες τον Αβιμέλεχ βασιλέα, και εάν εφέρθητε καλώς προς τον Ιεροβάαλ και προς τον οίκον αυτού, και εάν εκάμετε προς αυτόν κατά την αξίαν των χειρών αυτού·
17 kanao nialy ho anahareo ty raeko, ie nitifa-by mae te nirombahe’e am-pità’ i Midiane—
διότι ο πατήρ μου επολέμησε διά σας και ερριψοκινδύνευσε την ζωήν αυτού και σας έσωσεν εκ της χειρός του Μαδιάμ·
18 ie nitroatse añ’ anjomban-draeko anindroany nanjamañe o ana’eo, i fitompolo rey ambone’ i vatoy, vaho nanoe’ areo mpanjaka amo roandria’ i Sekemeo t’i Abimelek’ ana’ i mpitoro’e ampelay, amy t’ie rahalahi’ areo—
και σεις εσηκώθητε σήμερον εναντίον του οίκου του πατρός μου και εθανατώσατε τους υιούς αυτού, εβδομήκοντα άνδρας, επί λίθον ένα, και εκάμετε τον Αβιμέλεχ, τον υιόν της δούλης αυτού, βασιλέα επί πάντων των ανδρών της Συχέμ, διότι είναι αδελφός σας·
19 aa naho toe nanoe’ areo ty hatò naho ty havañonañe am’ Ierobbaale naho amy anjomba’ey anindroany, le mirebeha amy Abimeleke vaho ee t’ie ty hiankahak’ ama’ areo ka.
εάν λοιπόν επράξατε σήμερον εν αληθεία και ακεραιότητι προς τον Ιεροβάαλ και προς τον οίκον αυτού, χαίρετε εις τον Αβιμέλεχ και ας χαίρη και αυτός εις εσάς.
20 Aa naho tsie, le ee te hiakatse amy Abimeleke ty afo hamorototo o roandria’ i Sekemeo naho i Bete-milòo; vaho hiboak’ amo roandria’ i Sekemeo naho i Bete-milòo ty afo hampangotomomoke i Abimeleke.
ει δε μη, πυρ να εξέλθη εκ του Αβιμέλεχ και να καταφάγη τους άνδρας της Συχέμ και τον οίκον του Μιλλώ· και πυρ να εξέλθη εκ των ανδρών της Συχέμ και εκ του οίκου του Μιλλώ, και να καταφάγη τον Αβιμέλεχ.
21 Nitriban-day amy zao t’Iotane, nibotitsike mb’e Beere añe le nimoneñe ao ty amy fihembaña’e i Abimeleke rahalahi’ey.
Τότε έφυγεν ο Ιωθάμ μετά σπουδής και υπήγεν εις Βηρ και κατώκησεν εκεί, διά τον φόβον Αβιμέλεχ του αδελφού αυτού.
22 Aa ie nifelek’ Israele telo taoñe t’i Abimeleke,
Και εβασίλευσεν ο Αβιμέλεχ επί του Ισραήλ τρία έτη.
23 le nahitrin’ Añahare fañahy raty ty añivo’ i Abimeleke naho o roandria’ i Sekemeo, vaho namitak’ ate i Abimeleke o roandria’ i Sekemeo,
Και εξαπέστειλεν ο Θεός πνεύμα πονηρόν μεταξύ του Αβιμέλεχ και των ανδρών της Συχέμ· και εστασίασαν οι άνδρες της Συχέμ κατά του Αβιμέλεχ·
24 soa te ho tondroke i heloke nanoeñe amy ana-dahy fitompolo’ Ierobaaley, te hapok’ amy Abimeleke rahalahi’ iareo ty lio’ i vinono’e rey, vaho amo roandria’ i Sekeme nampaozatse o fità’eo hañohofa’e loza amo rahalahi’eoo.
διά να έλθη η αδικία των εβδομήκοντα υιών του Ιεροβάαλ, και να επέλθη το αίμα αυτών επί τον Αβιμέλεχ τον αδελφόν αυτών τον θανατώσαντα αυτούς, και επί τους άνδρας της Συχέμ, τους ενισχύσαντας τας χείρας αυτού, διά να θανατώση τους αδελφούς αυτού.
25 Ie amy zao, nirahe’ o roandria’ i Sekemeo ty hamandroñe aze an-kaboa’ o vohitseo, le fonga nikamere’ iareo ze niary marine’ iareo, vaho natalily amy Abimeleke.
Και έθεσαν κατ' αυτού οι άνδρες της Συχέμ ενέδρας επί τας κορυφάς των ορέων, και εγύμνονον πάντας τους διαβαίνοντας πλησίον αυτών διά της οδού· και ανηγγέλθη προς τον Αβιμέλεχ.
26 Nivotrake eo t’i Gaale ana’ i Ebede rekets’ o longo’eo nomb’e Sekeme mb’eo; vaho niantofa’ o roandria’ i Sekemeo.
Και ήλθε Γαάλ ο υιός του Εβέδ και οι αδελφοί αυτού, και διέβησαν εις Συχέμ, και ενεπιστεύθησαν εις αυτόν οι άνδρες της Συχέμ.
27 Aa le niavotse mb’ an-tetek’ añe iereo, le natonto’ iareo ze an-tanem-bahe ao, naho linialia’ iareo o voalobokeo naho nanao sabadidake, le nimoak’ añ’ anjomban’ drahare’ iareo ao naho nikama naho ninoñe, vaho namatse i Abimeleke.
Και εξήλθον εις τους αγρούς και ετρύγησαν τας αμπέλους αυτών και επάτησαν και ευθύμησαν, και υπήγαν εις τον οίκον του Θεού αυτών και έφαγον και έπιον, και κατηράσθησαν τον Αβιμέλεχ.
28 Le hoe t’i Gaale ana’ i Ebede: Ia ze o Abimeleke zao? le akore te itika nte-Sekeme ro mitoroñe aze? Tsy ana’ Ierobaale hao re, naho i Zebole ty sorotà’e? Toroño o mpiamy Kamore rae’ i Sekemeo, fa ino ty itoroñan-tikañ’ aze?
Και είπε Γαάλ ο υιός του Εβέδ, Τις είναι ο Αβιμέλεχ, και τις η Συχέμ, ώστε να δουλεύωμεν εις αυτόν; δεν είναι ούτος ο υιός του Ιεροβάαλ; και Ζεβούλ ο επιστάτης αυτού; δουλεύσατε εις τους άνδρας του Εμμώρ πατρός του Συχέμ· και διά τι ημείς να δουλεύωμεν εις εκείνον;
29 Aa naho tambanen-tañako ondaty retoañe, le ho nafahako t’i Abimeleke. Le hoe re amy Abimeleke, Tovoño o lahin-defo’oo vaho miakara.
είθε να εδίδετο ο λαός ούτος υπό την χείρα μου. Τότε ήθελον εκδιώξει τον Αβιμέλεχ. Και είπε προς τον Αβιμέλεχ, Πλήθυνον το στράτευμά σου και έξελθε.
30 Ie jinanji’ i Zebole, mpifehe’ i rovay i enta’ i Gaaley le niforoforo ty haviñera’e;
Και ήκουσε Ζεβούλ ο άρχων της πόλεως τους λόγους Γαάλ του υιού του Εβέδ, και εξήφθη ο θυμός αυτού·
31 vaho nampihitrife’e ampamañahiañe amy Abimeleke, ty hoe: Ingo nivotrake e Sekeme ao t’i Gaale ana’ i Ebede, rekets’ o longo’eo le nihafatrare’ iareo i rovay hifotets’ azo.
και απέστειλε κρυφίως μηνυτάς προς τον Αβιμέλεχ, λέγων, Ιδού, Γαάλ ο υιός του Εβέδ και οι αδελφοί αυτού ήλθον εις Συχέμ· και ιδού, αυτοί διεγείρουσι την πόλιν εναντίον σου·
32 Ie amy zao miongaha halen-drehe naho o mpiama’oo vaho vandroño an-kivok’ ao.
διά τούτο λοιπόν σηκώθητι την νύκτα, συ και ο λαός ο μετά σου, και βάλε ενέδρας εν τοις αγροίς·
33 Ie maraindray naho manjirik’ andro le mañaleñaleña vaho tameo i rovay; aa ie miakatse hifanehak’ ama’ areo rekets’ o lahindefo’eo, le ano’ am’ iereo ze mete.
και το πρωΐ, άμα άνατείλη ο ήλιος, θέλεις σηκωθή ενωρίς και θέλεις εφορμήσει επί την πόλιν· και ιδού, αυτός και ο λαός ο μετ' αυτού θέλουσιν εξέλθει εναντίον σου, και συ θέλεις κάμει εις αυτόν όπως δυνηθής.
34 Aa le niongak’ amy haleñey t’i Abimeleke rekets’ ondaty iaby ama’eo namandroñe i Sekeme am-pirai-lia efatse.
Και εσηκώθη ο Αβιμέλεχ και πας ο λαός ο μετ' αυτού την νύκτα και έβαλον εις ενέδραν κατά της Συχέμ τέσσαρα σώματα.
35 Ie niavotse naho nijohañe am-pimoaha’ i lalambeiy t’i Gaale ana’i Ebede, le nilonadonàke boak’ am-piampirañe ao t’i Abimeleke rekets’ o mpiama’e iabio;
Και εξήλθε Γαάλ ο υιός του Εβέδ και εστάθη εν τη εισόδω της πύλης της πόλεως· και εσηκώθη ο Αβιμέλεχ και ο λαός ο μετ' αυτού εκ της ενέδρας.
36 aa ie niisa’ i Gaale ondaty iabio, le hoe re amy Zebole; Heheke ondaty mizotso boak’ an-kaboa’ o vohitseoo. Le hoe ty Zebole ama’e: Mahaoniñe o talinjo’ i vohitseio irehe manahake t’ie ondaty.
Και ότε είδεν ο Γαάλ τον λαόν, είπε προς τον Ζεβούλ, Ιδού, λαός καταβαίνει από των κορυφών των ορέων· είπε δε προς αυτόν ο Ζεβούλ, την σκιάν των ορέων βλέπεις συ ως άνδρας.
37 Nindrae’ i Gaale i saontsi’ey ami’ty hoe: Hehe ondaty mizotso añivon-tane mb’ etoañeo, naho ty lia’e raike miary e Elone-meonenime mb’etoa.
Και ελάλησε πάλιν ο Γαάλ και είπεν, Ιδού, λαός καταβαίνει από των υψηλών του τόπου, και εν σώμα έρχεται διά της οδού της δρυός Μεωνενίμ.
38 Aa hoe t’i Zebole ama’e: Aia henaneo ty vava’o nanao ty hoe: Ia ze o Abimeleke zao hitoroñan-tika aze? Tsy ondaty heje’oo hao o ehoeke eio? Mizotsoa arè hialia’o.
Τότε είπε προς αυτόν ο Ζεβούλ, Που είναι τώρα το στόμα σου, με το οποίον είπας, Τις είναι ο Αβιμέλεχ, ώστε να δουλεύωμεν εις αυτόν; Δεν είναι ούτος ο λαός, τον οποίον εξουθένησας; έξελθε λοιπόν τώρα και πολέμησον αυτούς.
39 Aa le nionjomb’eo aolo’ ondati’ i Sekemeo t’i Gaale nifandrapak’ amy Abimeleke.
Και εξήλθεν ο Γαάλ έμπροσθεν των άνδρών της Συχέμ και επολέμησε με τον Αβιμέλεχ·
40 Hinorìda’ i Abimeleke, le nitriban-day aolo’e mb’eo, vaho maro ty fere nitsingoritritse, pak’ am-pimoahañe an-dalambey eo.
ο δε Αβιμέλεχ κατεδίωξεν αυτόν, και έφυγεν απ' έμπροσθεν αυτού, και έπεσον τετραυματισμένοι πολλοί έως της εισόδου της πύλης.
41 Aa le nimoneñe e Aromà ao t’i Abimeleke; vaho rinoa’ i Zebole t’i Gaale naho o longo’eo, tsy hitoboke e Sekeme ao.
Και εκάθισεν Αβιμέλεχ εν Αρουμά· και εξέβαλεν ο Ζεβούλ τον Γαάλ και τους αδελφούς αυτού, διά να μη κατοικώσιν εν Συχέμ.
42 Ie amy loak’ àndroy le niakatse mb’ an-kivoke mb’eo ondatio; naho natalily amy Abimeleke.
Και την επαύριον εξήλθεν ο λαός εις την πεδιάδα· και ανηγγέλθη προς τον Αβιμέλεχ.
43 Aa le nendese’e ondatio naho zinara’e ho firimboñan-telo, naho niampitse an-kivok’ ao; ie rendre’e te ingo niakatse i rovay ondatio; le nilonadonake mb’am’ iereo vaho binaibai’e.
Τότε έλαβε τον λαόν και διήρεσεν αυτόν εις τρία σώματα και έθεσεν ενέδρας εις την πεδιάδα· και είδε, και ιδού, ο λαός εξήρχετο εκ της πόλεως· και εσηκώθη εναντίον αυτών και επάταξεν αυτούς.
44 Nañitrike mb’eo amy zao t’i Abimeleke naho o mpiama’eo naho nijohañe an-dalambey eo; le niambotraha’ ty mpirai-lia’e roe ka ondaty an-kivok’ ao vaho nanjamañe.
Και ο Αβιμέλεχ και το σώμα το μετ' αυτόν εφώρμησαν και εστάθησαν εν τη εισόδω της πύλης της πόλεως· τα δε άλλα δύο σώματα εφώρμησαν επί πάντας τους εν τοις αγροίς και επάταξαν αυτούς.
45 Aa le naha lomoñ’ andro ty nialia’ i Abimelek’ amy rovay; naho rinambe’e i rovay naho binaibai’e ondatio; naho dinemodemo’e i rovay vaho nandraraha’e sira.
Και επολέμει ο Αβιμέλεχ εναντίον της πόλεως όλην εκείνην την ημέραν· και εκυρίευσε την πόλιν και εφόνευσε τον λαόν τον εν αυτή και κατέσκαψε την πόλιν και έσπειρεν αυτήν άλας.
46 Ie jinanji’ ondaty am-pitalakesañ’ abo’ i Sekemeo, le niziliha’ iareo ty fipalirañe an-trañon-drahare’ i Berite ao.
Και ότε ήκουσαν πάντες οι άνδρες του πύργου της Συχέμ, εισήλθον εις το οχύρωμα του οίκου του Θεού Βερίθ.
47 Natalily amy Abimeleke te fa vory iaby ty mpiaolo’ i fitalakesañ’ abo’ i Sekemey.
Και ανηγγέλθη προς τον Αβιμέλεχ, ότι συνηθροίσθησαν πάντες οι άνδρες του πύργου της Συχέμ.
48 Le niañambone’ ty vohi-Tsalmone amy zao t’i Abimeleke, ie naho ze hene mpiama’e; nandrambe fekoñe t’i Abimeleke naho binira’e ty ran-katae raike le rinambe’e naho nasampe’e an-tsoro’e eo vaho nanao ty hoe am’ondatio: I nirendre’ areo nanoekoy, masikà, ano ka.
Και ανέβη ο Αβιμέλεχ εις το όρος Σαλμών, αυτός και πας ο λαός ο μετ' αυτού· και έλαβεν ο Αβιμέλεχ την αξίνην εις την χείρα αυτού και έκοψε κλάδον δένδρου, και εσήκωσεν αυτόν και επέθεσεν επί των ώμων αυτού· και είπε προς τον λαόν τον μετ' αυτού, ό,τι βλέπετε εμέ πράττοντα, σπεύσατε και σεις να πράξητε ως εγώ.
49 Aa le songa nibira hatae ondatio naho nañorike i Abimeleke naho napo’ iareo añ’ ila’ i fitalakesañ’aboy vaho narehe’ iareo añ’ afo i anjomba nitañe iareoy; le fonga nihomake o am-pitalakesa’ i Sekemeo, va’e lahilahy naho ampela arivo.
Έκοψε λοιπόν και πας ο λαός έκαστος τον κλάδον αυτού, και ακολουθήσαντες τον Αβιμέλεχ επέθεσαν αυτούς εις το οχύρωμα και κατέκαυσαν εν πυρί το οχύρωμα επ' αυτούς· και απέθανον ομού πάντες οι άνδρες του πύργου της Συχέμ, έως χίλιοι άνδρες και γυναίκες.
50 Nomb’e Tebetse mb’eo t’i Abimeleke naho nitobe eo le naname i Tebetse vaho rinambe’e.
Τότε υπήγεν ο Αβιμέλεχ εις Θαβαίς· και εστρατοπέδευσεν εναντίον της Θαβαίς και εκυρίευσεν αυτήν.
51 Fe añivo’ i rovay ty fitalakesañ’ abo fatratse; le fonga nivoratsake mb’eo ondaty naho rakembao, toe ze tan-drova ao; sinikada’ iareo am-boho’ iareo i lalañey vaho nanganike mb’an-digiligi’ i fitalakesañ’aboy ey.
Αλλ' ήτο πύργος ισχυρός εν τω μέσω της πόλεως, και κατέφυγον εκεί πάντες οι άνδρες και αι γυναίκες και πάντες οι κάτοικοι της πόλεως, και έκλεισαν όπισθεν αυτών και ανέβησαν εις το δώμα του πύργου.
52 Le nimb’ amy fitalakesañ’ aboy mb’eo t’i Abimeleke; aa ie pok’ an-dalambei’e eo hanodots’ aze añ’afo,
Και υπήγεν ο Αβιμέλεχ μέχρι του πύργου και επολέμει αυτόν, και επλησίασε μέχρι της θύρας του πύργου διά να καύση αυτόν εν πυρί.
53 le navokovoko’ ty rakemba añambone’e ey ty vato fandisañ’ ambone, namoy ty haran-doha’e.
Και γυνή τις έρριψε τμήμα μυλοπέτρας επί την κεφαλήν του Αβιμέλεχ και συνέθλασε το κρανίον αυτού.
54 Tinoka’e amy zao i ajalahy mpitàm-pikalan-defo’ey, le nanoa’e ty hoe: Tsoaho o fibara’oo le vonò iraho tsy mone hatao t’ie vinonon-drakemba; aa le tinombo’ i ajalahiy vaho nikoromake.
Και εφώναξε ταχέως προς τον νέον τον οπλοφόρον αυτού και είπε προς αυτόν, Σύρε την μάχαιράν σου και θανάτωσόν με, διά να μη είπωσι περί εμού, Γυνή εφόνευσεν αυτόν. Και ο νέος αυτού διεπέρασεν αυτόν, και απέθανε.
55 Ie nirendre’ o ana’ Israeleo te mate t’i Abimeleke, le nimpoly songa mb’ an-toe’e mb’eo.
Και ότε είδον οι άνδρες Ισραήλ ότι απέθανεν ο Αβιμέλεχ, ανεχώρησαν έκαστος εις τον τόπον αυτού.
56 Izay ty namalean’ Añahare ty halò-tsere’ i Abimeleke, i nanoa’e aman-drae’ey, ie namono i fonga rahalahi’e fitompolo rey;
Ούτως ανταπέδωκεν ο Θεός την κακίαν του Αβιμέλεχ, την οποίαν έκαμε προς τον πατέρα αυτού, φονεύσας τους εβδομήκοντα αδελφούς αυτού.
57 naho nondrohan’ Añahare añ’ambone’ o nte-Sekemeo ka ty haloloa’ iareo; vaho toly am’ iereo ty fatse nanoa’ Iotame ana’ Ierobaale.
Και πάσαν την κακίαν των ανδρών της Συχέμ ο Θεός ανταπέδωκεν επί τας κεφαλάς αυτών· και ήλθεν επ' αυτούς η κατάρα του Ιωθάμ υιού του Ιεροβάαλ.