< Genesisy 24 >
1 Ie amy zao, nigain-kantetse t’i Avrahame, lifots’ andro; vaho nitahie’ Iehovà amy ze he’e t’i Avrahame.
Ήτο δε ο Αβραάμ γέρων προβεβηκώς την ηλικίαν· και ο Κύριος ευλόγησε τον Αβραάμ κατά πάντα.
2 Hoe t’i Avrahame amy zokem-pitoro’e añ’ anjomba’ey, ie mpamandroñe ze hene vara’e, Ano ambane feko atoa ty fità’o,
Και είπεν ο Αβραάμ προς τον δούλον αυτού τον πρεσβύτερον της οικίας αυτού, τον επιστάτην πάντων των υπαρχόντων αυτού, Βάλε, παρακαλώ, την χείρα σου υπό τον μηρόν μου·
3 fa hampifantako añam’ Iehovà, Andrianañaharen-dikerañe naho Andrianamboatse ty tane toiy irehe te tsy hangala-baly ho a i anakoy amo anak’ampela nte-Kanàne itraofako fimoneñeo
και θέλω σε ορκίσει εις Κύριον τον Θεόν του ουρανού και τον Θεόν της γης, ότι δεν θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκ των θυγατέρων των Χαναναίων, μεταξύ των οποίων εγώ κατοικώ·
4 fe mañaveloa mb’an-taneko naho mb’aman-dongoko mb’eo hangala-baly ho a’ Ietsàk’ anako.
αλλ' εις τον τόπον μου, και εις την συγγένειάν μου θέλεις υπάγει, και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου τον Ισαάκ.
5 Aa hoe i mpitoro’ey ama’e, Hera tsy mete hañorik’ ahy mb’an-tane atoy i ampelay; ie amy zao hendeseko mimpoly mb’amy tane nihirifa’o añey hao i ana’oy?
Είπε δε προς αυτόν ο δούλος, Ίσως δεν θελήση η γυνή να μοι ακολουθήση εις την γην ταύτην· πρέπει να φέρω τον υιόν σου εις την γην εκ της οποίας εξήλθες;
6 Hoe t’i Avrahame tama’e, Mitaoa tsy hampoli’o añe i anadahikoy.
Και είπε προς αυτόν ο Αβραάμ, Πρόσεχε, μη φέρης τον υιόν μου εκεί·
7 Iehovà Andrianañaharen-dikerañe ninday ahy niakatse ty anjomban-draeko naho i tanen-dongokoy vaho nifanta ty hoe amako, Hatoloko amo tarira’oo o tane toio, ie ty hañitrike i anjeli’ey aolo’o hangalà’o valy añe ho amy ana-dahikoy.
Κύριος ο Θεός του ουρανού, όστις με έλαβεν εκ του οίκου του πατρός μου και εκ της γης της γεννήσεώς μου, και όστις ελάλησε προς εμέ και όστις ώμοσεν εις εμέ λέγων, εις το σπέρμα σου θέλω δώσει την γην ταύτην, αυτός θέλει αποστείλει τον άγγελον αυτού έμπροσθέν σου· και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκείθεν·
8 Aa naho tsy mete hañorik’ azo i ampelay, le ho afak’ amo nampifantàkoo; fe tsy hampipolie’o añe i ana-dahikoy.
εάν δε η γυνή δεν θέλη να σε ακολουθήση, τότε θέλεις είσθαι ελεύθερος από του όρκου μου τούτου· μόνον τον υιόν μου να μη φέρης εκεί.
9 Aa le nanoe’ i mpitoroñey ambanen-tso’ i Avrahame talè’ey ty fità’e vaho nitsokòse ama’e i hoe zay.
Και έβαλεν ο δούλος την χείρα αυτού υπό τον μηρόν του Αβραάμ του κυρίου αυτού, και ώρκίσθη εις αυτόν περί του πράγματος τούτου.
10 Nalae’ i mpitoro’ey amy zao ty rameva folo amo ramevan-talè’eo le niavotse, naho hene am-pita’e ao ze varan-talè’e, ie niongake nionjoñe mb’e Arame-naharaime, mb’an-drova’ i Nakore añe.
Και έλαβεν ο δούλος δέκα καμήλους εκ των καμήλων του κυρίου αυτού και ανεχώρησε, φέρων μεθ' εαυτού από πάντων των αγαθών του κυρίου αυτού· και σηκωθείς, υπήγεν εις την Μεσοποταμίαν, εις την πόλιν του Ναχώρ.
11 Nampitongalefe’e alafe’ i rovay marine ty vovoñe ey o ramevao, naho fa hiroñe i àndroy, ami’ty fiavota’ o ampela hitarikeo.
Και εγονάτισε τας καμήλους έξω της πόλεως παρά το φρέαρ του ύδατος, προς το εσπέρας, ότε εξέρχονται αι γυναίκες διά να αντλήσωσιν ύδωρ.
12 Le hoe re, Ry Iehovà, Andrianañahare’ i Avrahame talèkoy, miambane ama’o, anoloro fahatafeterañe te anito vaho ferenaiño t’i Avrahame talèko.
Και είπε, Κύριε Θεέ του κυρίου μου Αβραάμ, δος μοι, δέομαι, καλόν συνάντημα σήμερον, και κάμε έλεος εις τον κύριόν μου Αβραάμ·
13 Vazohò t’ie mijohañe marine rano migoangoañ’ atoy vaho fa mitoha rano mb’etoa o anak’ ampela’ ondati’ i rovaio,
ιδού, εγώ ίσταμαι πλησίον της πηγής του ύδατος· αι δε θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως εξέρχονται διά να αντλήσωσιν ύδωρ·
14 le ehe te ty ampela hataoko ty hoe, Ehe azotso amo kiboloha’oo hinomako, vaho hanoe’e ty hoe, Mikamà le hampinomeko ka o rameva’oo, le toe ie ty nedre’o ho a i mpitoro’o Ietsàkey, haharendrehako te niferenaiñe’o i talèkoy.
και η κόρη προς την οποίαν είπω, Επίκλινον, παρακαλώ, την υδρίαν σου διά να πίω, και αυτή είπη, Πίε και θέλω ποτίσει και τας καμήλους σου, αύτη ας ήναι εκείνη, την οποίαν ητοίμασας εις τον δούλον σου τον Ισαάκ· και εκ τούτου θέλω γνωρίσει ότι έκαμες έλεος εις τον κύριόν μου.
15 Mbe tsy nigadoñe i saontsi’ey, te ingo nitoha mb’eo t’i Ribkae, nasama’ i Betoele ana’ i Milkae, vali’ i Nakore rahalahi’ i Avrahame, ninday ty amboara’e an-tsoro’e.
Και πριν αυτός παύση λαλών, ιδού, εξήρχετο η Ρεβέκκα, ήτις εγεννήθη εις τον Βαθουήλ, υιόν της Μελχάς, γυναικός του Ναχώρ, αδελφού του Αβραάμ, έχουσα την υδρίαν αυτής επί του ώμου αυτής.
16 Somondrara trenotreno’e am-pahoniñan-dre, ampela miehañe mbe tsy nahavany lahy, nizotso mb’an-drano mb’eo, le nipeae’e i amboara’ey vaho niañambone mb’eo.
Η δε κόρη ήτο ώραία την όψιν σφόδρα, παρθένος, και ανήρ δεν είχε γνωρίσει αυτήν· αφού λοιπόν κατέβη εις την πηγήν, εγέμισε την υδρίαν αυτής και ανέβαινε.
17 Nihitrihitry hifanalaka ama’e i mpitoroñey, nanao ty hoe, Ehe anjotsò, hitsopeke rano amo kiboloha’oo.
Δραμών δε ο δούλος εις συνάντησιν αυτής είπε, Πότισόν με, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εκ της υδρίας σου.
18 Mikamà, roandria hoe re, le nazè’e aniany an-taña’e i kiboloha’ey le nanjotsoa’e.
Η δε είπε, Πίε, κύριέ μου. και έσπευσε και κατεβίβασε την υδρίαν αυτής επί τον βραχίονα αυτής, και επότισεν αυτόν.
19 Ie niheneke ty nampikama’e aze, le hoe re, Ho tarihako ka o rameva’oo ampara’ te etsa-drano.
και αφού έπαυσε ποτίζουσα αυτόν είπε, Και διά τας καμήλους σου θέλω αντλήσει, εωσού πίωσι πάσαι.
20 Aa le nalonga’e amy zao an-dabaoga ao i amboara’ey naho nilay mb’am-bovom-b’eo indraike hitarike le songa nitariha’e o rameva’eo.
Και παρευθύς εξεκένωσε την υδρίαν αυτής εις την ποτίστραν, και έδραμεν έτι εις το φρέαρ διά να αντλήση, και ήντλησε διά πάσας τας καμήλους αυτού.
21 Nilatsa’ indatiy, nianjiñe avao haharendreke ke nampihenefa’ Iehovà i lia’ey he tsie.
Ο δε άνθρωπος, θαυμάζων δι' αυτήν, εσιώπα, διά να γνωρίση αν κατευώδωσεν ο Κύριος την οδόν αυτού ή ουχί.
22 Ie hene enen-drano o ramevao, le rinambe’ indatiy ty bangen-oroñe volamena nilanja vakin-tsekele naho ty ravake roe ho an-tsira’e nilanja volamena folo
Και αφού έπαυσαν αι κάμηλοι πίνουσαι, έλαβεν ο άνθρωπος ενώτια χρυσά βάρους ημίσεος σίκλου, και δύο βραχιόλια διά τας χείρας αυτής, βάρους δέκα σίκλων χρυσίου·
23 vaho nanao ty hoe, Toñono amako, ana’ia irehe. Ehe mete tsahatse anay hialeñe hao ty añ’akiban-drae’o?
και είπε, Τίνος θυγάτηρ είσαι συ; ειπέ μοι, παρακαλώ· είναι εν τη οικία του πατρός σου τόπος δι' ημάς προς κατάλυμα;
24 Hoe re tama’e, Ana’ i Betoele, ana’ i Milkae iraho, nasama’e amy Nakore.
Η δε είπε προς αυτόν· είμαι θυγάτηρ Βαθουήλ του υιού της Μελχάς, τον οποίον εγέννησεν εις τον Ναχώρ.
25 Nitovoña’e ty hoe, Amañ’ ahetse naho hanen-kare mahaheneke zahay vaho traño ialeñañe.
είπεν έτι προς αυτόν, Είναι εις ημάς και άχυρα και τροφή πολλή και τόπος προς κατάλυμα.
26 Nabotre’ indatiy ty añambone’e nitalaho am’ Iehovà,
Τότε έκλινεν ο άνθρωπος και προσεκύνησε τον Κύριον·
27 ami’ty hoe, Andriañeñe abey t’Iehovà Andrianañahare’ i Avrahame talèko, te tsy nitana’e amy talèkoy ty fiferenaiña’e naho ty figahiña’e, naho niaolo ahiko mb’añ’anjomban-dongo’ i talèkoy t’Iehovà.
και είπεν, Ευλογητός Κύριος ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, όστις δεν εγκατέλιπε το έλεος αυτού και την αλήθειαν αυτού από του κυρίου μου· ο Κύριος με κατευώδωσεν εις τον οίκον των αδελφών του κυρίου μου.
28 Nilay mb’añ’anjomban-drene’e mb’eo amy zao i somondraray nitalily irezay.
Δραμούσα δε η κόρη ανήγγειλεν εις τον οίκον της μητρός αυτής τα πράγματα ταύτα.
29 Aman’ drahalahy atao Labàne t’i Ribkae, le nihitrike ty lay mb’ am’ indaty am-bovoñey t’i Labàne,
Είχε δε η Ρεβέκκα αδελφόν ονομαζόμενον Λάβαν· και έδραμεν ο Λάβαν προς τον άνθρωπον έξω εις την πηγήν.
30 ie nioni’e i bangen-oroñey, naho o ravak’ an-tsiran-drahavave’eo, naho nitalilia’e ty hoe: Inao ty nisaontsia’ indatiy, le nimb’ am’ indatiy mb’eo vaho naheo’e t’ie nijohañe marine o rameva’eo amy vovoñey.
Και ως είδε τα ενώτια και τα βραχιόλια εις τας χείρας της αδελφής αυτού, και ως ήκουσε τους λόγους Ρεβέκκας της αδελφής αυτού, λεγούσης, Ούτως ελάλησε προς εμέ ο άνθρωπος, ήλθε προς τον άνθρωπον· και ιδού, ίστατο πλησίον των καμήλων επί της πηγής.
31 Hoe re, Miheova, ry tahie’ Iehovà. Ino ty ijohaña’o alafe atoy? fa nihajarieko traño naho toetse o ramevao.
Και είπεν, Είσελθε, ευλογημένε του Κυρίου· διά τι ίστασαι έξω; επειδή εγώ ητοίμασα την οικίαν και τόπον διά τας καμήλους.
32 Aa le nimoak’ añ’ anjomba ao indatiy naho nafaha’ i Labàne amo ramevao i kilankañey, naho tinolo’e ahetse naho haneñe o rameva’eo, naho rano hanasañe ty fandia’e naho o fandia’ ondaty nindre ama’eo.
Και εισήλθεν ο άνθρωπος εις την οικίαν, και εκείνος εξεφόρτωσε τας καμήλους και έδωκεν άχυρα και τροφήν εις τας καμήλους και ύδωρ διά νίψιμον των ποδών αυτού και των ποδών των ανθρώπων των μετ' αυτού.
33 Nanjotsoañe hikama, fa hoe ka re, Tsy hihinañe naho tsy taroñeko hey i namantohañ’ ahiy. Hoe ty natoi’e, Itaroño.
Και παρετέθη έμπροσθεν αυτού φαγητόν· αυτός όμως είπε, Δεν θέλω φάγει, εωσού λαλήσω τον λόγον μου. Ο δε είπε, Λάλησον.
34 Aa le hoe re, Mpitoro’ i Avrahame iraho.
Και είπεν, Εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ.
35 Fa ra’elahy ty fitahia’ Iehovà i talèkoy, vaho mpañaleale re henaneo; ie nitolora’e añondry naho añombe naho volafoty naho volamena, ondevo lahy naho ampela, rameva naho borìke,
Και ο Κύριος ευλόγησε τον κύριόν μου σφόδρα, και έγεινε μέγας· και έδωκεν εις αυτόν πρόβατα και βόας και αργύριον και χρυσίον και δούλους και δούλας και καμήλους και όνους.
36 mbore nisamak’ ana-dahy añamy talèkoy t’i Sarà vali’e ie fa bey, vaho natolo’e aze ze he’e ama’e.
Και εγέννησε Σάρρα, η γυνή του κυρίου μου, υιόν εις τον κύριόν μου, αφού εγήρασε· και έδωκεν εις αυτόν πάντα όσα έχει.
37 Nampifantan-talèko ahy ty hoe, Ko angala’o valy amo anak’ ampela nte-Kanàne, tompo’ ty tane imoneñako atoio i anakoy;
Και με ώρκισεν ο κύριός μου, λέγων, Δεν θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκ των θυγατέρων των Χαναναίων, εις την γην των οποίων εγώ κατοικώ·
38 fa ty anjomban-draeko ty homba’o; amo rolongokoo ty hangala’o valy ho a i anakoy.
αλλ' εις τον οίκον του πατρός μου θέλεις υπάγει και εις την συγγένειάν μου, και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου.
39 Le hoe Iraho amy talèkoy, Kera tsy hañorik’ ahy i ampela zay.
Και είπον προς τον κύριόν μου, Ίσως δεν θελήση η γυνή να με ακολουθήση.
40 Fa hoe re amako, Iehovà iatrefako lia ro hañitrike ty anjeli’e ama’o hampitafetetse ty lia’o, hangala’o valy aman-dongoko añe, añ’ anjomban-draeko ao, i anakoy.
Ο δε είπε προς εμέ, Ο Κύριος, έμπροσθεν του οποίου περιεπάτησα, θέλει αποστείλει τον άγγελον αυτού μετά σου και θέλει κατευοδώσει την οδόν σου· και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκ της συγγενείας μου και εκ του οίκου του πατρός μου·
41 Le ho afak’ amy nifantàkoy irehe lehe mivotrak’ aman-drolongoko ao fe tsy hitolora’ iareo, vaho toe ho haha amy nifantàkoy.
τότε θέλεις είσθαι ελεύθερος από του ορκισμού μου· όταν υπάγης προς την συγγένειάν μου και δεν δώσωσιν εις σε, τότε θέλεις είσθαι ελεύθερος από του ορκισμού μου.
42 Niheo mb’amy vovoñey Iraho anindroany, nanao ty hoe, Ry Iehovà, Andrianañahare’ i Avrahame talèkoy, ee te ho tafetere’o henanekeo ty liako!
Και ελθών σήμερον εις την πηγήν, είπον, Κύριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσον, δέομαι, την οδόν μου, εις την οποίαν εγώ υπάγω·
43 Hehe te mijohañe am-bovon-drano atoy iraho; le ze somondrara miakatse hitari-drano volañeko ty hoe, Anjotsò rano hitsopehako amo dabakera’oo;
ιδού, εγώ ίσταμαι πλησίον της πηγής του ύδατος· και η κόρη ήτις εξέρχεται διά να αντλήση και προς την οποίαν είπω, Πότισόν με, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εκ της υδρίας σου,
44 le ie hanao amako ty hoe, Mikamà vaho hitarihako ka o rameva’oo, ehe t’ie i somondrara nitendre’ Iehovà ho amy ana’ i talèkoiy.
και αυτή με είπη, Και συ πίε, και διά τας καμήλους σου ακόμη θέλω αντλήσει, αύτη ας ήναι η γυνή, την οποίαν ητοίμασεν ο Κύριος διά τον υιόν του κυρίου μου.
45 Aa mbe tsy nimodo i entako an-trokoy, hehe te pok’eo t’i Ribkae, i favinta’ey an-tsoro’e eo naho nizotso mb’ an-drano mb’eo hitarike, le hoe ty nanoako, Ehe, ampinomo;
Και πριν παύσω λαλών εν τη καρδία μου, ιδού, η Ρεβέκκα εξήρχετο έχουσα την υδρίαν αυτής επί του ώμου αυτής· και κατέβη εις την πηγήν και ήντλησεν· είπον δε προς αυτήν, Πότισόν με, παρακαλώ.
46 nalisa re nampizotso i kiboloha’ey le nanao ty hoe, Mikamà, vaho hampinomeko ka o rameva’oo. Aa le ninoñe Iraho vaho nanesea’e iaby o ramevao.
Η δε έσπευσε και κατεβίβασε την υδρίαν αυτής επάνωθεν αυτής και είπε, Πίε, και θέλω ποτίσει και τας καμήλους σου· έπιον λοιπόν και επότισε και τας καμήλους.
47 Le hoe ty ontaneko ama’e, Ana’ ia v’iheo? Hoe re, Ana’ i Betoele, ana’ i Nakore nisamaha’ i Milkae. Aa le nanoeko añ’oro’e eo i bangey naho amo sira’eo o ravakeo.
Και ηρώτησα αυτήν και είπον, Τίνος θυγάτηρ είσαι; η δε είπε, Θυγάτηρ του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ, τον οποίον εγέννησεν εις αυτόν η Μελχά· και περιέθεσα τα ενώτια εις το πρόσωπον αυτής και τα βραχιόλια επί τας χείρας αυτής.
48 Le nabotreko ty lohako nitalaho am’ Iehovà vaho nandriañeko t’Iehovà Andrianañahare’ i Avrahame talèkoy, i nanehak’ ahy andalam-bantañe hangalako ty ana-dongo’ i talèkoy ho a i ana’eiy.
Και κλίνας προσεκύνησα τον Κύριον· και ευλόγησα Κύριον τον Θεόν του κυρίον μου Αβραάμ, όστις με κατευώδωσεν εις την αληθινήν οδόν, διά να λάβω την θυγατέρα του αδελφού του κυρίου μου εις τον υιόν αυτού.
49 Ie amy zao, naho mete hifandahatse an-kavañonañe naho an-kahiti’e amy talèkoy le isaontsio, fa naho tsy izay, isaontsio, hivihako mb’an-tañan-kavana ndra mb’an-kavia.
Τώρα λοιπόν, εάν θέλητε να κάμητε έλεος και αλήθειαν προς τον κύριόν μου, είπατέ μοι, ει δε μη, είπατέ μοι, διά να στραφώ δεξιά ή αριστερά.
50 Le hoe ty natoi’ i Labàne naho i Betoele, Toe boak’ am’ Iehovà o raha zao; tsy mete ivolaña’ay ndra ty soa ndra ty raty.
Και αποκριθέντες ο Λάβαν και ο Βαθουήλ, είπον, Παρά Κυρίου εξήλθε το πράγμα· ημείς δεν δυνάμεθα να σοι είπωμεν κακόν ή καλόν·
51 Ingo, añatrefa’o t’i Ribkae, rambeso; mañaveloa vaho ampañengao i anan-talè’oy ty amy tsara’ Iehovày.
ιδού, η Ρεβέκκα έμπροσθέν σου· λάβε αυτήν και ύπαγε· και ας ήναι γυνή του υιού του κυρίου σου, καθώς ελάλησεν ο Κύριος.
52 Ie nahajanjiñe i enta’ iareoy i mpitoro’ i Avrahamey, le niankohoke an-tane am’ Iehovà;
Και ότε ήκουσεν ο δούλος του Αβραάμ τους λόγους αυτών, προσεκύνησεν έως εδάφους τον Κύριον.
53 vaho naaka’ i mpitoroñey amy zao ty bije volafoty naho ty voatsiriry volamena naho saroñe, le natolo’e amy Ribkae; nomei’e raha sarobily ka i rahalahi’ey naho i rene’e.
Και εκβαλών ο δούλος σκεύη αργυρά και σκεύη χρυσά και ενδύματα, έδωκεν εις την Ρεβέκκαν· έδωκεν έτι δώρα εις τον αδελφόν αυτής και εις την μητέρα αυτής.
54 Nikama naho ninoñe amy zao re naho ondaty nitraok’ ama’eo, vaho nialeñe ao. Ie nitroatse maraindray le hoe re, Ampionjono mb’ amy talèkoy mb’eo.
Και έφαγον και έπιον, αυτός και οι άνθρωποι οι μετ' αυτού, και διενυκτέρευσαν· και αφού εσηκώθησαν το πρωΐ, είπεν, Εξαποστείλατέ με προς τον κύριόν μου.
55 Hoe ka ty rahalahi’e naho i rene’e, Angao hitobok’ ama’ay atoy hey re, va’e folo andro vaho hienga.
Είπον δε ο αδελφός αυτής και η μήτηρ αυτής, Ας μείνη η κόρη μεθ' ημών ημέρας τινάς, τουλάχιστον δέκα· μετά ταύτα θέλει απέλθει.
56 Fa hoe re tam’iereo, Ko ampiroñonen-draho; kanao nampihenefe’ Iehovà ty liako, iraho mb’eo himpoly mb’an-talèko mb’eo.
Και είπε προς αυτούς, Μη με κρατείτε, διότι ο Κύριος κατευώδωσε την οδόν μου· εξαποστείλατέ με να υπάγω προς τον κύριόν μου.
57 Hoe iereo, Ho tokave’ay i ampelay, hañontane am-bava’e.
Οι δε είπον, Ας καλέσωμεν την κόρην και ας ερωτήσωμεν την γνώμην αυτής.
58 Aa le kinanji’iareo t’i Ribkae, vaho nanoa’e ty hoe, No’o hao ty hindre lia am’ ondatio? Handeha iraho, hoe re.
Και εκάλεσαν την Ρεβέκκαν και είπον προς αυτήν, Υπάγεις μετά του ανθρώπου τούτου; Η δε είπεν, Υπάγω.
59 Aa le nampionjone’ iereo mb’eo t’i Ribkae, rahavave’ iareo naho i mpiatra’ey, naho i mpitoro’ i Avrahamey naho ondati’eo.
Και εξαπέστειλαν την Ρεβέκκαν την αδελφήν αυτών και την τροφόν αυτής, και τον δούλον του Αβραάμ και τους ανθρώπους αυτού
60 Le tinata’ iareo t’i Ribkae naho nanoa’ iareo ty hoe, Ee te ihe, rahavave’ay ro hitombo añ’arivo naho añ’ale; naho ho fanaña’ o tarira’oo o lalam-beim-palaiñ’ azoo.
Και ευλόγησαν την Ρεβέκκαν και είπον προς αυτήν, Αδελφή ημών είσαι, είθε να γείνης εις χιλιάδας μυριάδων, και το σπέρμα σου να εξουσιάση τας πύλας των εχθρών αυτού
61 Niongak’ amy zao t’i Ribkae naho o mpiatra’eo, nijoñe an-drameva nañorike indatiy; aa le nendese’ i mpitoroñey t’i Ribkae vaho nañavelo mb’eo.
Και εσηκώθη η Ρεβέκκα και αι θεράπαιναι αυτής, και εκάθισαν επί τας καμήλους, και υπήγον κατόπιν του ανθρώπου· και έλαβεν ο δούλος την Ρεβέκκαν και ανεχώρησεν.
62 Ie henane zay niakatse amy lala’ i Vovon-Daka’iroiy t’Ietsàke, ie fa nimoneñe an-tane’ Nègeve ao.
Ο δε Ισαάκ επέστρεφεν από του φρέατος Λαχαΐ-ροΐ· διότι κατώκει εν τη γη της μεσημβρίας.
63 Niavotse amy harivay t’Ietsàke hitalaho an-kivok’ ao, aa ie niandra, le naheo’e te rameva ty nimb’ama’e mb’eo.
Και εξήλθεν ο Ισαάκ να προσευχηθή εν τη πεδιάδι περί το εσπέρας· και υψώσας τους οφθαλμούς αυτού, είδε, και ιδού, ήρχοντο κάμηλοι.
64 Niandra ka t’i Ribkae nahaoniñe Ietsàke le nizotso amy ramevay,
και υψώσασα η Ρεβέκκα τους οφθαλμούς αυτής είδε τον Ισαάκ και κατεπήδησεν από της καμήλου.
65 nañontane amy mpitoroñey ty hoe, Iam-bao ondaty midraidraitse an-kivoke ey hifanalaka aman-tikañeo? Hoe i mpitoroñey, Ty talèko ‘nio. Rinambe’e amy zao i sarimbo’e mangarakarakey le nisaroñe.
Διότι είχεν ειπεί προς τον δούλον, Τις είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο ερχόμενος διά της πεδιάδος εις συνάντησιν ημών; Ο δε δούλος είχεν ειπεί, Είναι ο κύριός μου. Και αυτή λαβούσα την καλύπτραν, εσκεπάσθη.
66 Hene natalili’ i mpitoroñey am’ Ietsàke o nanoe’eo.
Και διηγήθη ο δούλος προς τον Ισαάκ πάντα όσα είχε πράξει.
67 Le nendese’ Ietsàke nizilik’ an-kibohon-drene’e ao naho nengae’e ho vali’e t’i Ribkae; naho nikokoa’e vaho nitendreke hanintsiñe amy havilasin-drene’ey t’Ietsàke.
Ο δε Ισαάκ έφερεν αυτήν εις την σκηνήν της μητρός αυτού Σάρρας· και έλαβε την Ρεβέκκαν, και έγεινεν αυτού γυνή, και ηγάπησεν αυτήν· και παρηγορήθη ο Ισαάκ περί της μητρός αυτού.