< 2 Mpanjaka 7 >
1 Le hoe t’i Elisà, Mijanjiña ty tsara’ Iehovà, Hoe t’Iehovà, Ie manao hoe io te maray le haletake sekele raik’ an-dalambei’ i Somerone eo ty kapoan’ ampemba mona’e, vaho sekele raike ty vare hordea kapoake roe.
Είπε δε ο Ελισσαιέ, Ακούσατε τον λόγον του Κυρίου· Ούτω λέγει Κύριος· Αύριον, περί την ώραν ταύτην, εν μέτρον σεμιδάλεως θέλει πωληθή δι' ένα σίκλον και δύο μέτρα κριθής δι' ένα σίκλον, εν τη πύλη της Σαμαρείας.
2 Tinoi’ ty mpifehe iatoam-pità’ i mpanjakay amy zao indatin’Añaharey ami’ty hoe: Inao! Ndra te nanoe’ Iehovà tsingarakarake ty andikerañe eñe, aia t’ie ho tendreke? Hoe re, Inay! ho isam-pihaino’o, fe tsy hikama’o.
Και απεκρίθη προς τον άνθρωπον του Θεού ο άρχων, επί του οποίου την χείρα εστηρίζετο ο βασιλεύς, και είπε, Και εάν ο Κύριος ήθελε κάμει παράθυρα εις τον ουρανόν, ηδύνατο το πράγμα τούτο να γείνη; Ο δε είπεν, Ιδού, θέλεις ιδεί με τους οφθαλμούς σου, δεν θέλεις όμως φάγει εξ αυτού.
3 Teo ty lahilahy angamae efatse am-pimoahan-dalambey eo; ie nifampivesoveso ty hoe, Ino ty hitobohan-tika etoa am-para’ te mate?
Ήσαν δε τέσσαρες άνδρες λεπροί εν τη εισόδω της πύλης· και είπον ο εις προς τον άλλον, Διά τι ημείς καθήμεθα εδώ εωσού αποθάνωμεν;
4 naho manao ty hoe tika: Antao hizilik’ an-drova: fe ho zoeñe ao i hasalikoañey vaho hivetrak’ ao; ie mboe mitoboke etoa, le hikenkañe ka. Antao arè, hihotrake am-balobohò’ o nte-Arameo; he apo’ iereo velon-tika le ho veloñe, ke ho vonoe’ iereo, le ho mate avao.
εάν είπωμεν, να εισέλθωμεν εις την πόλιν, η πείνα είναι εν τη πόλει, και θέλομεν αποθάνει εκεί· εάν δε καθήμεθα εδώ, πάλιν θέλομεν αποθάνει· τώρα λοιπόν έλθετε, και ας πέσωμεν εις το στρατόπεδον των Συρίων· εάν αφήσωσιν ημάς ζώντας, θέλομεν ζήσει. και εάν θανατώσωσιν ημάς, θέλομεν αποθάνει.
5 Aa le niongake te nangoañe, nigodañe mb’an-tobe’ o nte-Arameo; aa ie pok’ añ’ olo’ i tobey, hehe t’ie tsy ama’ ondaty.
Και εσηκώθησαν ότε εσκόταζε, διά να εισέλθωσιν εις το στρατόπεδον των Συρίων· και ότε ήλθον έως του άκρου του στρατοπέδου της Συρίας, ιδού, δεν ήτο άνθρωπος εκεί.
6 Amy te nampijanjiñe’ i Talè feon-tsarete o nte-Arameo, naho ty feon-tsoavala vaho ty fikoraham-balobohòke, le hoe ty nifanalilia’ iereo: Inao, kinarama’ i mpanjaka’ Israeley haname an-tika o mpanjaka’ o nte-Kiteoo, naho o mpanjaka’ o nte-Mitsraimeoo.
Διότι ο Κύριος είχε κάμει να ακουσθή εν τω στρατοπέδω των Συρίων κρότος αμαξών και κρότος ίππων, κρότος μεγάλου στρατεύματος· και είπον προς αλλήλους, Ιδού, ο βασιλεύς του Ισραήλ εμίσθωσεν εναντίον ημών τους βασιλείς των Χετταίων και τους βασιλείς των Αιγυπτίων, διά να έλθωσιν εφ' ημάς.
7 Aa le niongake iereo nitriban-day te mangararak’ atiñanañe, le nadoke o kiboho’eo naho o soavala’eo naho o borìke’eo, naho nado’ iareo i tobey hoe i teoy avao vaho niherereake mb’eo handrombak’ay.
Όθεν σηκωθέντες έφυγον εν τω σκότει, και εγκατέλιπον τας σκηνάς αυτών και τους ίππους αυτών και τους όνους αυτών, το στρατόπεδον όπως ήτο, και έφυγον διά την ζωήν αυτών.
8 Ie pok’ añ’olo’ i tobey i angamae rey, le nizilik’ ami’ty kibohotse ao nikama naho ninoñe, naho nakare’ iereo ty volafoty naho ty volamena naho sikiñe, le nenteñe mb’eo vaho naetake; nimoaha’ iareo ty kibohotse raike ka le nangalak’ ao naho nente’ iereo vaho naetake.
Και ότε οι λεπροί ούτοι ήλθον έως του άκρου του στρατοπέδου, εισήλθον εις μίαν σκηνήν και έφαγον και έπιον, και λαβόντες εκείθεν αργύριον και χρυσίον και ιμάτια, υπήγαν και έκρυψαν αυτά· επιστρέψαντες δε εισήλθον εις άλλην σκηνήν, και έλαβον άλλα εκείθεν και υπήγαν και έκρυψαν και ταύτα.
9 Le hoe ty fifanaontsia’ iareo, Tsy soa o anoen-tikañeo; toe andro fitalilian-tsoa androany, itika mitsiñe avao; aa naho liñisan-tika te manjirike i àndroy le hiambotraham-pandilovañe; antao arè homb’eo hitalily amo añ’anjomba’ i mpanjakaio.
Τότε είπον προς αλλήλους, Ημείς δεν κάμνομεν καλά· η ημέρα αύτη είναι ημέρα αγαθών αγγελιών, και αν ημείς σιωπώμεν και περιμένωμεν μέχρι του φωτός της αυγής, συμφορά τις θέλει επέλθει εφ' ημάς· έλθετε λοιπόν, και ας υπάγωμεν να αναγγείλωμεν ταύτα εις τον οίκον του βασιλέως.
10 Aa le nimb’eo iereo nitoka o mpitan-dalambeio, nitalily ty hoe; Nimb’ an-toben-te Arame añe zahay, le hehe te leo ondaty tsy ao, po-piarañanaña’ ondaty, fe soavala mirohy naho borìke mirohy, vaho napoke ey avao o kibohotseo.
Ήλθον λοιπόν και εβόησαν προς τους θυρωρούς της πόλεως· και ανήγγειλαν προς αυτούς, λέγοντες, Ήλθομεν εις το στρατόπεδον των Συρίων, και ιδού, δεν ήτο εκεί άνθρωπος ουδέ φωνή ανθρώπου, ειμή ίπποι δεδεμένοι και όνοι δεδεμένοι και σκηναί καθώς ευρίσκοντο.
11 Aa le nikoike o mpitan-dalañeo, nitalily añ’ anjomba’ i Mpanjakay.
Και εβόησαν οι θυρωροί και ανήγγειλαν τούτο ένδον εις τον οίκον του βασιλέως.
12 Le nitroatse amy haleñey i mpanjakay nanao ty hoe amo mpitoro’eo, Hatoroko anahareo ty nanoa’ o nte-Arameo aman-tika. Fohi’ iareo t’ie kerè; aa le niakara’ iereo i tobey hietak’ an-kivok’ ao, nikilily ty hoe: Ie miakatse i rovay iereo, le ho tsepahen-tika veloñe vaho himoak’ amy rovay.
Και σηκωθείς ο βασιλεύς την νύκτα, είπε προς τους δούλους αυτού, Τώρα θέλω φανερώσει προς εσάς τι έκαμον οι Σύριοι εις ημάς· εγνώρισαν ότι είμεθα πεινασμένοι και εξήλθον εκ του στρατοπέδου, διά να κρυφθώσιν εν τοις αγροίς, λέγοντες, Όταν εξέλθωσιν εκ της πόλεως, θέλομεν συλλάβει αυτούς ζώντας, και εις την πόλιν θέλομεν εισέλθει.
13 Aa hoe ty natoi’ ty mpitoro’e raike: Ehe, angao hendeseñe i soavala lime honka’e an-drova atoa rey—ndra t’ie manahake ty valobohò’ Israele sisa ama’e ao; ie ho hambañe amy valobohò’ Israele fa nagodrañey—antao hañirake naho handrendreke.
Αποκριθείς δε εις εκ των δούλων αυτού είπεν, Ας λάβωσι, παρακαλώ, πέντε εκ των υπολειπομένων ίππων, οίτινες απέμειναν εν τη πόλει, ιδού, αυτοί είναι καθώς είπαν το πλήθος του Ισραήλ το εναπολειφθέν εν αυτή· ιδού, είναι καθώς άπαν το πλήθος των Ισραηλιτών οίτινες κατηναλώθησαν· και ας αποστείλωμεν διά να ίδωμεν.
14 Rinambe’ iereo ty sarete roe reketse soavala; vaho nampihitrife’ i mpanjakay hañorike i valobohò’ o nte-Arameoy iereo ami’ty hoe: Akia mandrendreha.
Έλαβον λοιπόν δύο ζεύγη ίππων και απέστειλεν ο βασιλεύς οπίσω του στρατοπέδου των Συρίων, λέγων, Υπάγετε και ιδέτε.
15 Aa le norihe’ iereo pak’ am’ Iordaney añe; le hehe te tsitsike sikiñe naho haraotse i lalañey, ze naria’ o nte-Arameo amy falisa’ iareoy. Aa le nimpoly o niraheñeo nitalily amy mpanjakay.
Και υπήγαν οπίσω αυτών έως του Ιορδάνου· και ιδού, πάσα η οδός πλήρης ιματίων και σκευών, τα οποία οι Σύριοι είχον ρίψει εκ της βίας αυτών. Και επιστρέψαντες οι μηνυταί ανήγγειλαν τούτο προς τον βασιλέα.
16 Niavotse mb’eo ondatio, nikopake ty tobe’ o nte-Arameo. Aa le naletake sekele raike ty kapoak’ ampemba mona’e, naho sekele raike ty kapoake vare-hordea roe, ty amy tsara’ Iehovày.
Και εξήλθεν ο λαός, και ήρπασαν το στρατόπεδον των Συρίων. Και επωλήθη εν μέτρον σεμιδάλεως δι' ένα σίκλον και δύο μέτρα κριθής δι' ένα σίκλον, κατά τον λόγον του Κυρίου.
17 Tinendre’ i mpanjakay hañambeñe ty lalambey i mpifehe iatoam-pità’ey; f’ie linialia’ ondatio an-dalambey eo, le nivetrake hambañe amy nitokia’ indatin’ Añahareiy, amy saontsi’e amy fizotsoa’ i mpanjakay mb’ ama’e mb’eoy.
Και κατέστησεν ο βασιλεύς επί της πύλης τον άρχοντα, επί του οποίου την χείρα εστηρίζετο· και κατεπάτησεν ο λαός αυτόν εν τη πύλη, και απέθανε· καθώς ελάλησεν ο άνθρωπος του Θεού, όστις ελάλησεν ότε ο βασιλεύς κατέβη προς αυτόν.
18 Aa le nitendreke, hambañe amy sinaontsi’ indatin’Añaharey amy mpanjakaiy ty hoe: Vare-hordea kapoake roe, sekele raike, le ty kapoake bon’ ampemba: sekele raike, ty ho zoeñe an-dalambei’ i Somerone te hamaray manahake henanekeo.
Και, καθώς ελάλησεν ο άνθρωπος του Θεού προς τον βασιλέα, λέγων, Δύο μέτρα κριθής δι' ένα σίκλον και εν μέτρον σεμιδάλεως δι' ένα σίκλον θέλουσιν είσθαι αύριον, περί την ώραν ταύτην, εν τη πύλη της Σαμαρείας,
19 Tinoi’ i mpifehey ty hoe indatin’ Añaharey: Eo hey; ndra te nanoe’ Iehovà tsingaragarake ty andikerañe eñe, tsy ho nitendreke o raha zao. Le hoe ty navale’e: Inao! ho isam-pihano’o, fe tsy hikama’o.
ο δε άρχων απεκρίθη προς τον άνθρωπον του Θεού και είπε, Και αν τώρα ο Κύριος ήθελε κάμει παράθυρα εις τον ουρανόν, ηδύνατο τοιούτον πράγμα να γείνη; και εκείνος είπεν, Ιδού, θέλεις ιδεί τούτο με τους οφθαλμούς σου· αλλά δεν θέλεις φάγει εξ αυτού,
20 Aa le izay ty nifetsak’ ama’e kanao linialia’ ondatio an-dalambey eo, vaho nihomake.
ούτω και έγεινεν εις αυτόν· διότι ο λαός κατεπάτησεν αυτόν εν τη πύλη, και απέθανε.