< Ekyamateeka Olwokubiri 28 >
1 Bw’onoogonderanga Mukama Katonda wo n’okwatanga amateeka ge gonna ge nkuwa leero, Mukama Katonda wo alikugulumiza n’akuteeka waggulu w’amawanga gonna ag’oku nsi.
Και εάν υπακούης επιμελώς εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να προσέχης να κάμνης πάσας τας εντολάς αυτού, τας οποίας εγώ προστάζω εις σε σήμερον, θέλει σε υψώσει Κύριος ο Θεός σου υπεράνω πάντων των εθνών της γής·
2 Emikisa gino gyonna onoogifunanga n’obeeranga nagyo, bw’onoowuliranga eddoboozi lya Mukama Katonda wo n’omugonderanga:
και θέλουσιν ελθεί επί σε πάσαι αι ευλογίαι αύται και θέλουσι σε ευρεί, εάν υπακούσης εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου.
3 Onooweebwanga omukisa bw’onoobeeranga mu kibuga ne bw’onoobeeranga mu kyalo.
Ευλογημένος θέλεις είσθαι εν τη πόλει και ευλογημένος θέλεις είσθαι εν τω αγρώ.
4 Abaana ab’omu nda yo banaaweebwanga omukisa, n’ebisimbe eby’omu ttaka lyo, n’ebisibo byo ebinaazaalibwanga, Ennyana z’ente ez’amagana go, n’obwana bw’endiga ez’ebisibo byo.
Ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου και ο καρπός της γης σου και ο καρπός των κτηνών σου, αι αγέλαι των βοών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου.
5 Ekibbo kyo mw’onookuŋŋaanyizanga, n’olutiba lwo mw’onoogoyeranga nabyo binaabanga n’omukisa.
Ευλογημένον το καλάθιόν σου και η σκάφη σου.
6 Onoobanga n’omukisa ng’oyingira era onoobanga n’omukisa ng’ofuluma.
Ευλογημένος θέλεις είσθαι όταν εισέρχησαι, και ευλογημένος θέλεις είσθαι όταν εξέρχησαι.
7 Mukama anaakuwanga okuwangula abalabe bo abanaakulumbanga. Banajjiranga mu kkubo limu okukulumba, naye ne basaasaanira mu makubo musanvu mu maaso go nga bawanguddwa.
Τους εχθρούς σου, τους επανισταμένους επί σε, ο Κύριος θέλει κάμει αυτούς να συντριφθώσιν έμπροσθέν σου· από μιας οδού θέλουσιν εξέλθει επί σε, και από επτά οδών θέλουσι φύγει από προσώπου σου.
8 Mukama anaawanga amawanika go omukisa, ne buli ky’onookwatangako engalo zo okukikola anaakiwanga omukisa. Mukama Katonda wo anaakuwanga omukisa ng’oli mu nsi gy’akuwa.
Ο Κύριος θέλει εξαποστέλλει επί σε την ευλογίαν εις τας αποθήκας σου και εις πάντα όσα επιβάλης την χείρα σου· και θέλει σε ευλογήσει επί της γης την οποίαν Κύριος ο Θεός σου δίδει εις σε.
9 Mukama agenda kukufuula eggwanga lye ettukuvu nga bwe yakusuubiza n’ekirayiro, bw’onookwatanga amateeka ga Mukama Katonda wo n’otambuliranga mu makubo ge.
Ο Κύριος θέλει σε καταστήσει εις εαυτόν λαόν άγιον, καθώς ώμοσε προς σε, εάν φυλάττης τας εντολάς Κυρίου του Θεού σου, και περιπατής εις τας οδούς αυτού.
10 Kale nno abantu ab’omu mawanga gonna ag’ensi balitegeera nga bw’oyitibwa erinnya lya Mukama era banaakutyanga.
Και πάντες οι λαοί της γης θέλουσιν ιδεί, ότι το όνομα του Κυρίου επικέκληται επί σε, και θέλουσι τρομάζει από σου.
11 Mukama anaakugaggawazanga nnyo mu byonna: mu zadde ery’enda yo, ne mu baana ab’ebisibo byo by’onoolundanga, ne mu bibala eby’omu ttaka lyo, ng’oli mu nsi Mukama gye yalayirira bajjajjaabo okugikuwa.
Και ο Κύριος θέλει σε πληθύνει εις αγαθά, εις τον καρπόν της κοιλίας σου και εις τον καρπόν των κτηνών σου και εις τα γεννήματα της γης σου, επί της γης την οποίαν ώμοσε Κύριος προς τους πατέρας σου να δώση εις σε.
12 Mukama alikuggulirawo eggwanika lye ery’obugagga bwe ery’eggulu, n’atonnyesanga enkuba mu ttaka lyo, mu biseera byayo, ne buli kintu kyonna ky’onookolanga anaakiwanga omukisa. Onoowolanga amawanga mangi, kyokka ggwe toogeewolengako n’akatono.
Ο Κύριος θέλει ανοίξει εις σε τον αγαθόν θησαυρόν αυτού, τον ουρανόν, διά να δίδη βροχήν εις την γην σου κατά τον καιρόν αυτής, και διά να ευλογή πάντα τα έργα των χειρών σου· και θέλεις δανείζει εις πολλά έθνη, συ δε δεν θέλεις δανείζεσθαι.
13 Mukama anaakufuulanga mutwe so si mukira. Bw’onoogonderanga ebiragiro bya Mukama Katonda wo bye nkutegeeza leero, n’obigobereranga n’obwegendereza, onoobanga ku ntikko waggulu, so tookooberenga.
Και θέλει σε καταστήσει ο Κύριος κεφαλήν και ουχί ουράν· και θέλεις είσθαι μόνον υπεράνω και δεν θέλεις είσθαι υποκάτω· εάν υπακούσης εις τας εντολάς Κυρίου του Θεού σου, τας οποίας εγώ προστάζω εις σε σήμερον, να φυλάττης και να εκτελής·
14 Tokyamanga kulaga ku ludda olwa ddyo oba olwa kkono, ng’oleka ebiragiro bino bye nkutegeeza leero, n’ogobereranga bakatonda abalala n’obaweerezanga.
και δεν θέλεις εκκλίνει από πάντων των λόγων, τους οποίους εγώ προστάζω εις εσάς σήμερον, δεξιά ή αριστερά, διά να υπάγης κατόπιν άλλων θεών διά να λατρεύσης αυτούς.
15 Awo olunaatuukanga bw’otoogonderenga ddoboozi lya Mukama Katonda wo, n’otokwatanga mateeka ge na biragiro bye, bye nkulagira leero, kale ebikolimo bino byonna binaakutuukangako ne bibeera naawe:
Αλλ' εάν δεν υπακούσης εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να προσέχης να εκτελής πάσας τας εντολάς αυτού και τα διατάγματα αυτού, τα οποία εγώ προστάζω εις σε σήμερον, πάσαι αι κατάραι αύται θέλουσιν ελθεί επί σε και θέλουσι σε ευρεί.
16 Onookolimirwanga mu kibuga n’okolimirwanga ne mu kyalo.
Κατηραμένος θέλεις είσθαι εν τη πόλει, και κατηραμένος θέλεις είσθαι εν τω αγρώ.
17 Ekibbo kyo mw’onookuŋŋaanyirizanga n’olutiba lwo mw’onoogoyeranga binaakolimirwanga.
Κατηραμένον το καλάθιόν σου και η σκάφη σου.
18 Abaana b’enda yo banaakolimirwanga, n’ekibala ky’ettaka lyo, n’ennyana z’amagana go, n’obwana bw’ebisibo byo byonna binaakolimirwanga.
Κατηραμένος ο καρπός της κοιλίας σου και τα γεννήματα της γης σου, αι αγέλαι των βοών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου.
19 Onookolimirwanga ng’oyingira era onookolimirwanga ng’ofuluma.
Κατηραμένος θέλεις είσθαι όταν εισέρχησαι, και κατηραμένος θέλεις είσθαι όταν εξέρχησαι.
20 Mukama anaakusindikiranga ebikolimo, n’okutabukatabuka, n’okunenyezebwa mu buli kintu kyonna ky’onoogezangako okukola, okutuusa lw’olizikirizibwa n’osaanawo mangu nnyo olw’ebikolwa byo ebibi, olwokubanga onoobanga omusenguse.
Ο Κύριος θέλει εξαποστείλει επί σε την κατάραν, την θλίψιν και την φθοράν, εις πάντα όσα επιβάλης την χείρα σου διά να πράξης, εωσού εξολοθρευθής και εωσού αφανισθής ταχέως, διά την πονηρίαν των έργων σου, διότι εγκατέλιπες εμέ.
21 Mukama alikulwaza olumbe olutawona olw’olukonvuba, okutuusa lwe lulikumalawo mu nsi gy’ogenda okuyingiramu ogirye.
Ο Κύριος θέλει προσκολλήσει εις σε το θανατικόν, εωσού σε εξολοθρεύση από της γης, όπου υπάγεις να κληρονομήσης αυτήν.
22 Mukama alikulwaza akafuba, n’omusujja n’okubugujja. Era alikusindikira ebbugumu eryokya ennyo, n’ekyeya, n’ekitala, n’okugengewala; era binaakugobereranga okutuusa lw’olizikirira.
Ο Κύριος θέλει σε πατάξει με μαρασμόν και με πυρετόν και με ρίγος και με φλόγωσιν και με μάχαιραν και με ανεμοφθορίαν και με ερυσίβην· και θέλουσι σε καταδιώκει εωσού αφανισθής.
23 Eggulu waggulu w’omutwe gwo liribeera ng’ekikomo, n’ettaka wansi wo liriba ng’ekyuma.
Και ο ουρανός σου ο υπεράνω της κεφαλής σου θέλει είσθαι χαλκός, και η γη η υποκάτω σου σίδηρος.
24 Mukama alifuula enkuba y’omu nsi yo olufufugge, n’enfuufu yokka y’eneekuyiikiranga okuva waggulu mu bire, okutuusa lw’olizikirizibwa.
Ο Κύριος θέλει δώσει την βροχήν της γης σου κονιορτόν και χώμα· εκ του ουρανού θέλει καταβαίνει επί σε, εωσού εξολοθρευθής.
25 Mukama anaakulekeranga abalabe bo ne bakuwangulanga. Onoobalumbiranga mu kkubo limu, kyokka n’obadduka ng’obunye emiwabo mu makubo musanvu. Olifuuka kyakikangabwa mu maaso g’amawanga gonna ag’oku nsi.
Ο Κύριος θέλει σε κάμει να συντριφθής έμπροσθεν των εχθρών σου· από μιας οδού θέλεις εξέλθει επ' αυτούς, και από επτά οδών θέλεις φύγει από προσώπου αυτών· και θέλεις διασκορπισθή εις πάντα τα βασίλεια της γης.
26 Omulambo gwo gulifuuka mmere ya nnyonyi zonna ez’omu bbanga, n’eri ensolo ez’oku nsi, era tewaabeerengawo n’omu anaazigugobangako.
Και το πτώμά σου θέλει είσθαι τροφή εις πάντα τα όρνεα του ουρανού και εις τα θηρία της γης, και δεν θέλει είσθαι ο αποδιώκων.
27 Mukama anaakulwazanga amayute g’e Misiri, n’ebizimba, n’amabwa, n’obuwere, by’otoowonyezebwenga.
Ο Κύριος θέλει σε πατάξει με την Αιγυπτιακήν πληγήν και με αιμορροΐδας και με ψώραν και με ξυσμόν, ώστε να μη δύνασαι να ιατρευθής.
28 Mukama anaakusuulanga eddalu, anaakuzibanga amaaso, n’okukutabulatabulanga mu ndowooza yo.
Ο Κύριος θέλει σε πατάξει με αφροσύνην και με τύφλωσιν και με έκστασιν καρδίας·
29 Mu ttuntu onoowammantanga ng’omuzibe w’amaaso abeera mu kizikiza obudde bwe bwonna. Buli ky’onookolanga onoolemwanga okukituukiriza; onoovumibwanga era onoobbibwanga buli kakedde, naye nga tewaabengawo akudduukirira.
και θέλεις ψηλαφά εν τω μέσω της ημέρας, ως ο τυφλός ψηλαφά εν τω σκότει, και δεν θέλεις ευοδούσθαι εις τας οδούς σου· και θέλεις είσθαι μόνον καταδυναστευόμενος και διαρπαζόμενος πάσας τας ημέρας, και δεν θέλει είσθαι ο σώζων.
30 Onooyogerezanga omukazi, n’osembereranga n’okumuwasa, naye omusajja omulala anaakumutwalangako n’asulanga naye. Oneezimbiranga ennyumba naye toogisulengamu. Oneesimbiranga ennimiro z’emizabbibu, naye toolyenga ku bibala byamu.
Θέλεις αρραβωνισθή γυναίκα, και άλλος ανήρ θέλει κοιμηθή μετ' αυτής· οικίαν θέλεις οικοδομήσει, και δεν θέλεις κατοικήσει εν αυτή· αμπελώνα θέλεις φυτεύσει, και δεν θέλεις τρυγήσει αυτόν.
31 Sseddume zo zinattirwanga mu maaso go, naye toolyenga ku nnyama zaazo. Endogoyi zo zinabbirwanga mu maaso go, so tebaazikuddizenga. Endiga zo zinaaweebwanga abalabe bo, ne watabaawo adduukirira okuzikuddiza.
Ο βους σου θέλει είσθαι εσφαγμένος ενώπιόν σου, και δεν θέλεις φάγει εξ αυτού· ο όνος σου θέλει αρπαχθή απ' έμπροσθέν σου και δεν θέλει αποδοθή εις σέ· τα πρόβατά σου θέλουσι παραδοθή εις τους εχθρούς σου, και δεν θέλει είσθαι εις σε ο σώζων.
32 Batabani bo ne bawala bo banaagabibwanga mu baamawanga amalala ng’olaba; onoobanoonyanga buli lunaku okutuusa n’amaaso lwe ganaakumyukanga, naye nga tolina maanyi kubaako na kya kukola.
Οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου θέλουσι παραδοθή εις άλλον λαόν, και οι οφθαλμοί σου θέλουσι βλέπει και μαραίνεσθαι δι' αυτούς όλην την ημέραν· και δεν θέλει είσθαι δύναμις εν τη χειρί σου.
33 Ab’eggwanga ly’otomanyi banaalyanga ebibala by’ettaka lyo by’onoobanga weerimidde, toobengako na kya kukola wabula okutulugunyizibwanga buli kiseera.
Τον καρπόν της γης σου και πάντας τους κόπους σου θέλει φάγει έθνος το οποίον δεν γνωρίζεις· και θέλεις είσθαι μόνον καταδυναστευόμενος και καταπατούμενος πάσας τας ημέρας.
34 Amaaso go bye ganaalabanga binaakusuulanga eddalu.
Και θέλεις γείνει παράφρων διά τα θεάματα των οφθαλμών σου, τα οποία θέλεις ιδεί.
35 Mukama anaakulwazanga amayute ku maviivi ne ku magulu, agataayinzenga kuwonyezebwa, era ne gasaasaananga okuva mu bigere okutuuka ku kawumpo k’omutwe.
Ο Κύριος θέλει σε πατάξει εις τα γόνατα και εις τα σκέλη με πληγήν κακήν, ώστε να μη δύνασαι να ιατρευθής από του ίχνους των ποδών σου έως της κορυφής σου.
36 Mukama alikuleka, ggwe ne kabaka wo gw’onoobanga weerondedde n’otwalibwa mu ggwanga eddala ly’otowulirangako, ne bajjajjaabo lye bataamanya, n’oweererezanga eyo bakatonda abalala ab’emiti n’amayinja.
Ο Κύριος θέλει φέρει σε και τον βασιλέα σου όντινα καταστήσης επί σε, εις έθνος το οποίον δεν εγνώρισας, συ, ουδέ οι πατέρες σου· και εκεί θέλεις λατρεύσει άλλους θεούς, ξύλα και λίθους.
37 Olifuuka ekintu ekyesisiwaza, ekinaanyoomebwanga era ekinaasekererwanga mu mawanga gonna Mukama gy’anaabanga akulazizza.
Και θέλεις είσθαι εις έκπληξιν, εις παροιμίαν και εις διήγημα μεταξύ πάντων των εθνών, όπου εν σε φέρη ο Κύριος.
38 Onoosiganga ensigo nnyingi mu nnimiro yo, kyokka onookungulangamu katono, kubanga enzige zinaalyanga ebibala byo byonna.
Σπόρον πολύν θέλεις φέρει εις τον αγρόν, και ολίγον θέλεις συνάξει διότι θέλει καταφάγει αυτόν η ακρίς.
39 Onoosimbanga essamba z’emizabbibu n’ogisaliranga bulungi, naye toonywenga ku nvinnyo wadde okukuŋŋaanya ebibala bya zabbibu, kubanga ensiriŋŋanyi zinaabiryanga.
Αμπελώνας θέλεις φυτεύσει και καλλιεργήσει, και οίνον δεν θέλεις πίει ουδέ θέλεις τρυγήσει διότι ο σκώληξ θέλει καταφάγει αυτούς.
40 Onoobeeranga n’emiti egy’emizeeyituuni mu nsi yo yonna, naye togenda kukozesanga ku mafuta gaagyo, kubanga emizeeyituuni gyo ginaakunkumukanga ne gigwa wansi.
Ελαίας θέλεις έχει εις πάντα τα όριά σου, και με έλαιον δεν θέλεις χρισθή· διότι αι ελαίαί σου θέλουσιν αποβάλει τον καρπόν.
41 Olizaala abaana aboobulenzi n’aboobuwala, naye toosigalenga nabo, kubanga banaatwalibwanga mu busibe.
Υιούς και θυγατέρας θέλεις γεννήσει, και δεν θέλουσιν είσθαι σού· διότι θέλουσιν υπάγει εις αιχμαλωσίαν.
42 Enzige zineefuganga emiti gyo gyonna n’ebibala eby’omu ttaka lyo.
Πάντα τα δένδρα σου και τον καρπόν της γης σου θέλει καταφθείρει ο βρούχος.
43 Bannamawanga b’onoobeeranga nabo bagenda kukulaakulananga balinnye waggulu okukusinganga, nga ggwe weeyongeranga kukka bussi wansi.
Ο ξένος, ο εν τω μέσω σου, θέλει αναβαίνει υπεράνω σου, άνω άνω, συ δε θέλεις καταβαίνει κάτω κάτω.
44 Banaakuwolanga, naye ggwe toobawolenga. Be banaabanga omutwe naye ggwe onoobanga mukira.
Εκείνος θέλει δανείζει εις σε, συ δε δεν θέλεις δανείζει εις αυτόν· αυτός θέλει είσθαι κεφαλή, και συ θέλεις είσθαι ουρά.
45 Ebikolimo ebyo byonna binaakujjiranga ne bikulondoolanga ne bikutuukako okutuusa lwe binaakuzikirizanga olw’obutagonderanga Mukama Katonda wo, n’otokwatanga mateeka ge na biragiro bye, bye yakulagiranga.
Και θέλουσιν ελθεί επί σε πάσαι αι κατάραι αύται, και θέλουσι σε καταδιώξει και σε ευρεί, εωσού εξολοθρευθής· διότι δεν υπήκουσας εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να φυλάττης τας εντολάς αυτού και τα διατάγματα αυτού, τα οποία προσέταξεν εις σε.
46 Binaabeeranga mu ggwe ng’akabonero era ekyewuunyisa gy’oli n’eri bazzukulu bo emirembe gyonna.
Και ταύτα θέλουσιν είσθαι επί σε και επί το σπέρμα σου, εις σημείον και τέρας διαπαντός.
47 Kubanga bwe wabeeranga obulungi n’ebintu ebingi, tewaweerezanga Mukama Katonda wo n’omutima ogujjudde essanyu.
Επειδή δεν ελάτρευσας Κύριον τον Θεόν σου εν ευφροσύνη και εν αγαθότητι καρδίας, διά την αφθονίαν πάντων·
48 Noolwekyo ng’oli mu njala ne mu nnyonta, ng’oli bwereere, ng’oli mwavu lunkupe, ojjanga kuweerezanga balabe bo, Mukama b’anaakusindikiranga okulwana naawe! Anaakwambazanga mu bulago bwo ekikoligo eky’ekyuma okutuusa lw’alikuzikiririza ddala.
διά τούτο θέλεις δουλεύσει τους εχθρούς σου, τους οποίους ο Κύριος θέλει εξαποστείλει επί σε, με πείναν και με δίψαν και με γυμνότητα και με έλλειψιν πάντων· και θέλει βάλει επί τον τράχηλόν σου ζυγόν σιδηρούν, εωσού σε εξολοθρεύση.
49 Mukama alikuleetera eggwanga eririva ewala ennyo, ku nkomerero y’ensi, ne likulumba, nga likukkako ng’empungu bw’eva waggulu n’ekka n’amaanyi ku nsi; liriba eggwanga ng’olulimi lwalyo tolutegeera.
Ο Κύριος θέλει φέρει έθνος επί σε μακρόθεν, από άκρου της γης, ως με ορμήν αετού· έθνος, του οποίου την γλώσσαν δεν θέλεις εννοεί·
50 Liribeera eggwanga erijjudde obukambwe mu maaso, eritassaamu kitiibwa bantu bakulu wadde okusaasira abato.
έθνος αγριοπρόσωπον, το οποίον δεν θέλει σεβασθή το πρόσωπον του γέροντος ουδέ θέλει ελεήσει τον νέον·
51 Balirya abaana b’ebisolo by’omu malundiro go, n’ebibala eby’omu ttaka lyo okutuusa lw’olizikirizibwa. Tebalikulekerawo ku mmere ya mpeke, wadde ku nvinnyo oba ku mafuta, wadde ku nnyana ez’ebiraalo byo, oba ku baana b’endiga ab’ebisibo byo, okutuusa lw’olizikirira.
και θέλει τρώγει τον καρπόν των κτηνών σου και τα γεννήματα της γης σου, εωσού εξολοθρευθής· το οποίον δεν θέλει αφήσει εις σε σίτον, οίνον ή έλαιον, τας αγέλας των βοών σου ή τα ποίμνια των προβάτων σου, εωσού σε εξολοθρεύση.
52 Banaazingizanga ebibuga byo byonna mu nsi yo yonna okutuusa ebisenge ebiwanvu eby’ebigo bye weesiga lwe birigwa wansi. Banaazingizanga ebibuga byonna mu nsi yonna Mukama Katonda wo gy’akuwa.
Και θέλει σε πολιορκήσει εις πάσας τας πόλεις σου, εωσού πέσωσι τα υψηλά και οχυρά τείχη σου, εις τα οποία συ ήλπιζες, καθ' όλην την γην σου· και θέλει σε πολιορκήσει εις πάσας τας πόλεις σου, καθ' όλην την γην σου την οποίαν έδωκεν εις σε Κύριος ο Θεός σου.
53 Olw’okubonaabona abalabe bo kwe banaakutuusangako nga bakuzingizza, onoolyanga ebibala by’olubuto lwo, ennyama ya batabani bo ne bawala bo Mukama Katonda wo b’anaabanga akuwadde.
Και θέλεις φάγει τον καρπόν της κοιλίας σου, τας σάρκας των υιών σου και των θυγατέρων σου, τους οποίους έδωκεν εις σε Κύριος ο Θεός σου, εν τη πολιορκία και εν τη καταθλίψει, με την οποίαν θέλει σε καταθλίψει ο εχθρός σου·
54 Omusajja asingira ddala obuntubulamu era omuwombeefu mu mmwe, taasaasirenga na muganda we yennyini, oba mukyala we omwagalwa, oba abaana be abanaabanga bakyasigaddewo;
ο ανήρ ο απαλός μεταξύ σου και ο σφόδρα τρυφερός θέλει εμβλέψει με βλέμμα πονηρόν εις τον αδελφόν αυτού και εις την γυναίκα του κόλπου αυτού και εις τα εναπολειφθέντα τέκνα αυτού όσα εναπολειφθώσιν·
55 taawengako n’omu ku nnyama y’abaana be b’anaabanga alya. Kubanga nga takyalina ky’asigazza kyonna mu kubonaabona okungi omulabe wo kw’anaabanga akutuusizzaako ng’akuzingirizza mu bibuga byo byonna.
ώστε να μη δώση εις ουδένα εξ αυτών από των σαρκών των τέκνων αυτού, τα οποία ήθελε τρώγει διότι δεν έμεινεν εις αυτόν ουδέν εν τη πολιορκία και εν τη καταθλίψει, με την οποίαν ο εχθρός σου θέλει σε καταθλίψει εις πάσας τας πόλεις σου.
56 Omukazi asinga obuntubulamu n’eggonjebwa mu mmwe, nga mwenaanyi nnyo, ataŋŋanga na kulinnyisa kigere kye ku ttaka nga kyereere, taamanyisenga bba omwagalwa, wadde mutabani we, oba muwala we,
Η απαλή και τρυφερά γυνή μεταξύ σου, της οποίας ο πους δεν εδοκίμασε να πατήση επί της γης διά την τρυφερότητα και απαλότητα, θέλει εμβλέψει με βλέμμα πονηρόν εις τον άνδρα του κόλπου αυτής και εις τον υιόν αυτής και εις την θυγατέρα αυτής,
57 ku mwana gw’anaabanga y’akazaala ow’omu lubuto lwe, n’abaana b’anaazaalanga. Kubanga anaabanga ategese okubalyanga mu nkukutu olw’okubulwako ekyokulya ekirala mu biseera eby’okuzingizibwa era eby’ennaku enzibu ennyo, omulabe wo by’anaabanga akutuusizzaako mu bibuga byo.
και εις το βρέφος αυτής το εξελθόν εκ μέσου των ποδών αυτής και εις τα τέκνα, τα οποία εγέννησε· διότι θέλει φάγει αυτά κρυφίως, διά την έλλειψιν πάντων, εν τη πολιορκία και εν τη καταθλίψει, με την οποίαν ο εχθρός σου θέλει σε καταθλίψει εις τας πόλεις σου.
58 Bw’otoogonderenga na bwegendereza ebigambo byonna ebiri mu mateeka gano, ebiwandiikiddwa mu kitabo kino, n’ototya era n’otossaamu kitiibwa erinnya lino ery’ettendo era ery’entiisa, eriyitibwa: Mukama Katonda wo,
Εάν δεν προσέχης να κάμνης πάντας τους λόγους του νόμου τούτου, τους γεγραμμένους εν τω βιβλίω τούτω, ώστε να φοβήσαι το ένδοξον και φοβερόν τούτο όνομα, ΚΥΡΙΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΣΟΥ,
59 kale nno, Mukama anaakuweerezanga endwadde enkambwe ennyo, eri ggwe n’eri ezzadde lyo; endwadde ez’olutentezi era enkambwe ennyo ez’olukonvuba.
τότε ο Κύριος θέλει κάμει τρομεράς τας πληγάς σου και τας πληγάς του σπέρματός σου, πληγάς μεγάλας και απαύστους και νόσους κακάς και απαύστους.
60 Anaakuleeteranga endwadde zonna ez’e Misiri, ezaakutiisa ennyo, ne zikwezingangako.
Και θέλει επιφέρει επί σε πάσας τας οδύνας της Αιγύπτου, διά τας οποίας ετρόμαξας· και θέλουσι προσκολληθή εις σέ·
61 Era Mukama anaakuleeteranga endwadde eza buli ngeri, n’ebibonoobono ebitawandiikiddwa mu Kitabo eky’Amateeka gano, okutuusa lw’olizikirizibwa.
και πάσαν ασθένειαν και πάσαν πληγήν, ήτις δεν είναι γεγραμμένη εν τω βιβλίω του νόμου τούτου, ταύτας ο Κύριος θέλει φέρει επί σε, εωσού εξολοθρευθής.
62 Era mulisigala ng’omuwendo gwammwe gusse nnyo wansi, songa mwali ng’emmunyeenye ez’oku ggulu olw’obungi bwammwe; lwa kubanga tewagonderanga ddoboozi lya Mukama Katonda wo.
Και θέλετε εναπολειφθή ολιγοστοί τον αριθμόν, ενώ ήσθε ως τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος· διότι δεν υπήκουσας εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου.
63 Nga bwe kyasanyusanga ennyo Mukama okubagaggawazanga n’okubaazanga mweyongerenga obungi, bwe kityo kinaamusanyusanga okubaavuwazanga n’okubazikirizanga. Olisimbulwa n’oggibwa mu nsi gy’ogenda okuyingira okugirya.
Και καθώς ο Κύριος ευφράνθη εις εσάς εις το να σας αγαθοποιή και να σας πληθύνη, ούτω θέλει ευφρανθή ο Κύριος εις εσάς εις το να σας εξαλείψη και να σας μηδενώση· και θέλετε αρπαχθή από της γης, όπου υπάγετε να κληρονομήσητε αυτήν.
64 Mukama anaakusaasaanyanga mu mawanga gonna, okutandikira ku ludda olumu olw’ensi gy’etandikira, okutuuka ku ludda olulala gy’ekoma. Eyo gy’onoosinzizanga bakatonda abalala abakolebwa mu miti ne mu mayinja, ggwe ne bajjajjaabo be mutamanyangako.
Και θέλει σε διασπείρει ο Κύριος εις πάντα τα έθνη, απ' άκρου της γης έως άκρου της γής· και θέλετε λατρεύσει εκεί άλλους θεούς, τους οποίους δεν εγνώρισας, συ ουδέ οι πατέρες σου, ξύλα και λίθους.
65 Mu mawanga ago togenda kuweereraweererangayo wadde ebigere byo okufunirangayo ekiwummulo. Eyo, Mukama anaakuweerangayo omutima ogujugumira, n’amaaso agaagala okuziba olw’okujulirira, n’emmeeme eweddemu essuubi.
Αλλά και εν τω μέσω των εθνών τούτων δεν θέλεις ευρεί ανάπαυσιν, ουδέ θέλει έχει στάσιν το ίχνος του ποδός σου· αλλά θέλει σοι δώσει ο Κύριος εκεί καρδίαν τρέμουσαν και μαραινομένους οφθαλμούς και τηκομένην ψυχήν.
66 Onoobanga mu kubuusabuusa buli kaseera, ng’ojjudde okutya emisana n’ekiro, ng’obulamu bwo tobwekakasa.
Και η ζωή σου θέλει είσθαι κρεμαμένη ενώπιόν σου· και θέλεις φοβείσθαι νύκτα και ημέραν, και δεν θέλεις πιστεύει εις την ζωήν σου.
67 Mu makya onoogambanga nti, “Singa nno bubadde kiro!” Ate ekiro ng’ogamba nti, “Singa nno bubadde makya!” olw’okutya okunajjulanga mu mutima gwo, n’ebyo amaaso go bye ganaalabanga.
Το πρωΐ θέλεις ειπεί, Είθε να ήτο εσπέρα και την εσπέραν θέλεις ειπεί, Είθε να ήτο πρωΐ διά τον φόβον της καρδίας σου, τον οποίον θέλεις φοβείσθαι, και διά τα θεάματα των οφθαλμών σου, τα οποία θέλεις βλέπει.
68 Mukama anaakuzzangayo mu Misiri mu kyombo, ku lugendo lwe nakugaana okuddayo okutambula. Ng’oli eyo oneewangayo weetunde ng’omuddu omusajja oba ng’omuddu omukazi, naye toofunengayo muntu n’omu akugula.
Και θέλει σε επαναφέρει ο Κύριος εις την Αίγυπτον με πλοία, από της οδού περί της οποίας σοι είπα, Δεν θέλεις πλέον ιδεί αυτήν άλλην φοράν· και θέλετε πωλείσθαι εκεί εις τους εχθρούς σας ως δούλοι και δούλαι και δεν θέλει είσθαι ο αγοράζων.