< תהילים 126 >
שִׁיר הַֽמַּעֲלוֹת בְּשׁוּב יְהוָה אֶת־שִׁיבַת צִיּוֹן הָיִינוּ כְּחֹלְמִֽים׃ | 1 |
«Ωιδή των Αναβαθμών.» Ότε ο Κύριος επανέφερε τους αιχμαλώτους της Σιών, ήμεθα ως οι ονειρευόμενοι.
אָז יִמָּלֵא שְׂחוֹק פִּינוּ וּלְשׁוֹנֵנוּ רִנָּה אָז יֹאמְרוּ בַגּוֹיִם הִגְדִּיל יְהוָה לַעֲשׂוֹת עִם־אֵֽלֶּה׃ | 2 |
Τότε ενεπλήσθη το στόμα ημών από γέλωτος και η γλώσσα ημών από αγαλλιάσεως· τότε έλεγον μεταξύ των εθνών, Μεγαλεία έκαμε δι' αυτούς ο Κύριος.
הִגְדִּיל יְהוָה לַעֲשׂוֹת עִמָּנוּ הָיִינוּ שְׂמֵחִֽים׃ | 3 |
Μεγαλεία έκαμεν ο Κύριος δι' ημάς· ενεπλήσθημεν χαράς.
שׁוּבָה יְהוָה אֶת־שבותנו שְׁבִיתֵנוּ כַּאֲפִיקִים בַּנֶּֽגֶב׃ | 4 |
Επίστρεψον, Κύριε, τους αιχμαλώτους ημών, ως τους χειμάρρους εν τω νότω.
הַזֹּרְעִים בְּדִמְעָה בְּרִנָּה יִקְצֹֽרוּ׃ | 5 |
Οι σπείροντες μετά δακρύων εν αγαλλιάσει θέλουσι θερίσει.
הָלוֹךְ יֵלֵךְ ׀ וּבָכֹה נֹשֵׂא מֶֽשֶׁךְ־הַזָּרַע בֹּֽא־יָבוֹא בְרִנָּה נֹשֵׂא אֲלֻמֹּתָֽיו׃ | 6 |
Όστις εξέρχεται και κλαίει, βαστάζων σπόρον πολύτιμον, ούτος βεβαίως θέλει επιστρέψει εν αγαλλιάσει, βαστάζων τα χειρόβολα αυτού.