< תְהִלִּים 45 >
לַמְנַצֵּ֣חַ עַל־שֹׁ֭שַׁנִּים לִבְנֵי־קֹ֑רַח מַ֝שְׂכִּ֗יל שִׁ֣יר יְדִידֹֽת׃ רָ֘חַ֤שׁ לִבִּ֨י ׀ דָּ֘בָ֤ר ט֗וֹב אֹמֵ֣ר אָ֭נִי מַעֲשַׂ֣י לְמֶ֑לֶךְ לְ֝שׁוֹנִ֗י עֵ֤ט ׀ סוֹפֵ֬ר מָהִֽיר׃ | 1 |
«Εις τον πρώτον μουσικόν, επί Σοσανίμ, διά τους υιούς Κορέ· Μασχίλ· ωδή υπέρ του αγαπητού.» Η καρδία μου αναβρύει λόγον αγαθόν· εγώ λέγω τα έργα μου προς τον βασιλέα· η γλώσσα μου είναι κάλαμος γραμματέως ταχυγράφου.
יָפְיָפִ֡יתָ מִבְּנֵ֬י אָדָ֗ם ה֣וּצַק חֵ֭ן בְּשְׂפְתוֹתֶ֑יךָ עַל־כֵּ֤ן בֵּֽרַכְךָ֖ אֱלֹהִ֣ים לְעוֹלָֽם׃ | 2 |
Συ είσαι ώραιότερος των υιών των ανθρώπων· εξεχύθη χάρις εις τα χείλη σου· διά τούτο σε ευλόγησεν ο Θεός εις τον αιώνα.
חֲגֽוֹר־חַרְבְּךָ֣ עַל־יָרֵ֣ךְ גִּבּ֑וֹר ה֝וֹדְךָ֗ וַהֲדָרֶֽךָ׃ | 3 |
Περίζωσον την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου, δυνατέ, εν τη δόξη σου και εν τη μεγαλοπρεπεία σου.
וַהֲדָ֬רְךָ֨ ׀ צְלַ֬ח רְכַ֗ב עַֽל־דְּבַר־אֱ֭מֶת וְעַנְוָה־צֶ֑דֶק וְתוֹרְךָ֖ נוֹרָא֣וֹת יְמִינֶֽךָ׃ | 4 |
Και κατευοδού εν τη μεγαλειότητί σου και βασίλευε εν αληθεία και πραότητι και δικαιοσύνη· και η δεξιά σου θέλει σοι δείξει φοβερά πράγματα.
חִצֶּ֗יךָ שְׁנ֫וּנִ֥ים עַ֭מִּים תַּחְתֶּ֣יךָ יִפְּל֑וּ בְּ֝לֵ֗ב אוֹיְבֵ֥י הַמֶּֽלֶךְ׃ | 5 |
Τα βέλη σου είναι οξέα· λαοί υποκάτω σου θέλουσι πέσει· και αυτά θέλουσιν εμπηχθή εις την καρδίαν των εχθρών του βασιλέως.
כִּסְאֲךָ֣ אֱ֭לֹהִים עוֹלָ֣ם וָעֶ֑ד שֵׁ֥בֶט מִ֝ישֹׁ֗ר שֵׁ֣בֶט מַלְכוּתֶֽךָ׃ | 6 |
Ο θρόνος σου, Θεέ, είναι εις τον αιώνα του αιώνος· σκήπτρον ευθύτητος είναι το σκήπτρον της βασιλείας σου.
אָהַ֣בְתָּ צֶּדֶק֮ וַתִּשְׂנָ֫א רֶ֥שַׁע עַל־כֵּ֤ן ׀ מְשָׁחֲךָ֡ אֱלֹהִ֣ים אֱ֭לֹהֶיךָ שֶׁ֥מֶן שָׂשׂ֗וֹן מֵֽחֲבֵרֶֽיךָ׃ | 7 |
Ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας αδικίαν· διά τούτο έχρισέ σε ο Θεός, ο Θεός σου, έλαιον αγαλλιάσεως υπέρ τους μετόχους σου.
מֹר־וַאֲהָל֣וֹת קְ֭צִיעוֹת כָּל־בִּגְדֹתֶ֑יךָ מִֽן־הֵ֥יכְלֵי שֵׁ֝֗ן מִנִּ֥י שִׂמְּחֽוּךָ׃ | 8 |
Σμύρναν και αλόην και κασίαν ευοδιάζουσι πάντα τα ιμάτιά σου, όταν εξέρχησαι εκ των ελεφαντίνων παλατίων, διά των οποίων σε εύφραναν.
בְּנ֣וֹת מְ֭לָכִים בְּיִקְּרוֹתֶ֑יךָ נִצְּבָ֥ה שֵׁגַ֥ל לִֽ֝ימִינְךָ֗ בְּכֶ֣תֶם אוֹפִֽיר׃ | 9 |
Θυγατέρες βασιλέων παρίστανται εν ταις τιμαίς σου· η βασίλισσα εστάθη εκ δεξιών σου εστολισμένη με χρυσίον Οφείρ.
שִׁמְעִי־בַ֣ת וּ֭רְאִי וְהַטִּ֣י אָזְנֵ֑ךְ וְשִׁכְחִ֥י עַ֝מֵּ֗ךְ וּבֵ֥ית אָבִֽיךְ׃ | 10 |
Άκουσον, θύγατερ, και ιδέ, και κλίνον το ωτίον σου· και λησμόνησον τον λαόν σου και τον οίκον του πατρός σου·
וְיִתְאָ֣ו הַמֶּ֣לֶךְ יָפְיֵ֑ךְ כִּי־ה֥וּא אֲ֝דֹנַ֗יִךְ וְהִשְׁתַּֽחֲוִי־לֽוֹ׃ | 11 |
και θέλει επιθυμήσει ο βασιλεύς το κάλλος σου· διότι αυτός είναι ο κύριός σου· και προσκύνησον αυτόν.
וּבַֽת־צֹ֨ר ׀ בְּ֭מִנְחָה פָּנַ֥יִךְ יְחַלּ֗וּ עֲשִׁ֣ירֵי עָֽם׃ | 12 |
Και η θυγάτηρ της Τύρου θέλει παρασταθή με δώρα· το πρόσωπόν σου θέλουσιν ικετεύσει οι πλούσιοι του λαού.
כָּל־כְּבוּדָּ֣ה בַת־מֶ֣לֶךְ פְּנִ֑ימָה מִֽמִּשְׁבְּצ֖וֹת זָהָ֣ב לְבוּשָֽׁהּ׃ | 13 |
Όλη η δόξα της θυγατρός του βασιλέως είναι έσωθεν· το ένδυμα αυτής είναι χρυσοΰφαντον.
לִרְקָמוֹת֮ תּוּבַ֪ל לַ֫מֶּ֥לֶךְ בְּתוּל֣וֹת אַ֭חֲרֶיהָ רֵעוֹתֶ֑יהָ מ֖וּבָא֣וֹת לָֽךְ׃ | 14 |
Θέλει φερθή προς τον βασιλέα με ιμάτιον κεντητόν· παρθένοι σύντροφοι αυτής, κατόπιν αυτής, θέλουσι φερθή εις σε.
תּ֭וּבַלְנָה בִּשְׂמָחֹ֣ת וָגִ֑יל תְּ֝בֹאֶ֗ינָה בְּהֵ֣יכַל מֶֽלֶךְ׃ | 15 |
Θέλουσι φερθή εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει· θέλουσιν εισέλθει εις το παλάτιον του βασιλέως.
תַּ֣חַת אֲ֭בֹתֶיךָ יִהְי֣וּ בָנֶ֑יךָ תְּשִׁיתֵ֥מוֹ לְ֝שָׂרִ֗ים בְּכָל־הָאָֽרֶץ׃ | 16 |
Αντί των πατέρων σου θέλουσιν είσθαι οι υιοί σου· αυτούς θέλεις καταστήσει άρχοντας επί πάσαν την γην.
אַזְכִּ֣ירָה שִׁ֭מְךָ בְּכָל־דֹּ֣ר וָדֹ֑ר עַל־כֵּ֥ן עַמִּ֥ים יְ֝הוֹדֻ֗ךָ לְעֹלָ֥ם וָעֶֽד׃ | 17 |
Θέλω μνημονεύει το όνομά σου εις πάσας τας γενεάς· διά τούτο οι λαοί θέλουσι σε υμνεί εις αιώνα αιώνος.