< איוב 8 >
Και απεκρίθη Βιλδάδ ο Σαυχίτης και είπεν·
עד-אן תמלל-אלה ורוח כביר אמרי-פיך | 2 |
Έως πότε θέλεις λαλεί ταύτα; και οι λόγοι του στόματός σου θέλουσιν είσθαι ως άνεμος σφοδρός;
האל יעות משפט ואם-שדי יעות-צדק | 3 |
Μήπως ο Θεός ανατρέπει την κρίσιν; ή ο Παντοδύναμος ανατρέπει το δίκαιον;
אם-בניך חטאו-לו וישלחם ביד-פשעם | 4 |
Εάν οι υιοί σου ημάρτησαν εις αυτόν, παρέδωκεν αυτούς εις την χείρα της ανομίας αυτών.
אם-אתה תשחר אל-אל ואל-שדי תתחנן | 5 |
Εάν συ ήθελες ζητήσει τον Θεόν πρωΐ, και ήθελες δεηθή του Παντοδυνάμου·
אם-זך וישר אתה כי-עתה יעיר עליך ושלם נות צדקך | 6 |
εάν ήσο καθαρός και ευθύς, βεβαίως τώρα ήθελεν εγερθή διά σε, και ήθελεν ευτυχεί η κατοικία της δικαιοσύνης σου.
והיה ראשיתך מצער ואחריתך ישגה מאד | 7 |
Και αν η αρχή σου ήτο μικρά, τα ύστερά σου όμως ήθελον μεγαλυνθή σφόδρα.
כי-שאל-נא לדר רישון וכונן לחקר אבותם | 8 |
Επειδή ερώτησον, παρακαλώ, περί των προτέρων γενεών, και ερεύνησον ακριβώς περί των πατέρων αυτών·
כי-תמול אנחנו ולא נדע כי צל ימינו עלי-ארץ | 9 |
διότι ημείς είμεθα χθεσινοί, και δεν εξεύρομεν ουδέν, επειδή αι ημέραι ημών επί της γης είναι σκιά·
הלא-הם יורוך יאמרו לך ומלבם יוצאו מלים | 10 |
δεν θέλουσι σε διδάξει αυτοί, και σοι ειπεί και προφέρει λόγους εκ της καρδίας αυτών;
היגאה-גמא בלא בצה ישגה-אחו בלי-מים | 11 |
Θάλλει ο πάπυρος άνευ πηλού; αυξάνει ο σχοίνος άνευ ύδατος;
עדנו באבו לא יקטף ולפני כל-חציר ייבש | 12 |
Ενώ είναι έτι πράσινος και αθέριστος, ξηραίνεται προ παντός χόρτου.
כן--ארחות כל-שכחי אל ותקות חנף תאבד | 13 |
Ούτως είναι αι οδοί πάντων των λησμονούντων τον Θεόν· και η ελπίς του υποκριτού θέλει χαθή·
אשר-יקוט כסלו ובית עכביש מבטחו | 14 |
η ελπίς αυτού θέλει κοπή, και το θάρρος αυτού θέλει είσθαι ιστός αράχνης.
ישען על-ביתו ולא יעמד יחזיק בו ולא יקום | 15 |
Θέλει επιστηριχθή επί την οικίαν αυτού, πλην αυτή δεν θέλει σταθή· θέλει κρατήσει αυτήν, πλην δεν θέλει ανορθωθή.
רטב הוא לפני-שמש ועל גנתו ינקתו תצא | 16 |
Είναι χλωρός έμπροσθεν του ηλίου, και ο κλάδος αυτού απλόνεται εις τον κήπον αυτού.
על-גל שרשיו יסבכו בית אבנים יחזה | 17 |
Αι ρίζαι αυτού περιπλέκονται εις τον σωρόν των λίθων, και εκλέγει τον πετρώδη τόπον.
אם-יבלענו ממקמו וכחש בו לא ראיתיך | 18 |
Εάν εξαλειφθή από του τόπου αυτού, τότε θέλει αρνηθή αυτόν, λέγων, Δεν σε είδον.
הן-הוא משוש דרכו ומעפר אחר יצמחו | 19 |
Ιδού, αύτη είναι η χαρά της οδού αυτού, και εκ του χώματος άλλοι θέλουσι αναβλαστήσει.
הן-אל לא ימאס-תם ולא-יחזיק ביד-מרעים | 20 |
Ιδού, ο Θεός δεν θέλει απορρίψει τον άμεμπτον, ουδέ θέλει πιάσει την χείρα των κακοποιών·
עד-ימלה שחוק פיך ושפתיך תרועה | 21 |
εωσού γεμίση το στόμα σου από γέλωτος, και τα χείλη σου αλαλαγμού.
שנאיך ילבשו-בשת ואהל רשעים איננו | 22 |
Οι μισούντές σε θέλουσιν ενδυθή αισχύνην· και η κατοικία των ασεβών δεν θέλει υπάρχει.