< איוב 6 >
Ο δε Ιώβ απεκρίθη και είπεν·
לו--שקול ישקל כעשי והיתי (והותי) במאזנים ישאו-יחד | 2 |
Είθε να εζυγίζετο τωόντι η λύπη μου, και η συμφορά μου να ετίθετο όλη ομού εν τη πλάστιγγι.
כי-עתה--מחול ימים יכבד על-כן דברי לעו | 3 |
Επειδή τώρα ήθελεν είσθαι βαρυτέρα υπέρ την άμμον της θαλάσσης· διά τούτο οι λόγοι μου καταπίνονται.
כי חצי שדי עמדי--אשר חמתם שתה רוחי בעותי אלוה יערכוני | 4 |
Διότι τα βέλη του Παντοδυνάμου είναι εντός μου, των οποίων το φαρμάκιον εκπίνει το πνεύμά μου· οι τρόμοι του Θεού παρατάττονται εναντίον μου.
הינהק-פרא עלי-דשא אם יגעה-שור על-בלילו | 5 |
Ογκάται ο άγριος όνος παρά τη χλόη; ή μυκάται ο βους παρά τη φάτνη αυτού;
היאכל תפל מבלי-מלח אם-יש-טעם בריר חלמות | 6 |
Τρώγεται το άνοστον χωρίς άλατος; ή υπάρχει γεύσις εν τω λευκώματι του ωού;
מאנה לנגוע נפשי המה כדוי לחמי | 7 |
Τα πράγματα, τα οποία η ψυχή μου απεστρέφετο να εγγίση, έγειναν ως το αηδές φαγητόν μου.
מי-יתן תבוא שאלתי ותקותי יתן אלוה | 8 |
Είθε να απελάμβανον την αίτησίν μου, και να μοι έδιδεν ο Θεός την επιθυμίαν μου.
ויאל אלוה וידכאני יתר ידו ויבצעני | 9 |
Και να ήθελεν ευδοκήσει ο Θεός να με αφανίση· να απολύση την χείρα αυτού και να με κόψη.
ותהי-עוד נחמתי-- ואסלדה בחילה לא יחמול כי-לא כחדתי אמרי קדוש | 10 |
Και θέλει είσθαι έτι η παρηγορία μου, ότι, και αν καταναλωθώ εν τη θλίψει και αυτός δεν με λυπηθή, εγώ δεν έκρυψα τους λόγους του Αγίου.
מה-כחי כי-איחל ומה-קצי כי-אאריך נפשי | 11 |
Ποία η δύναμίς μου, ώστε να εγκαρτερώ; και ποίον το τέλος μου, ώστε να υποφέρη η ψυχή μου;
אם-כח אבנים כחי אם-בשרי נחוש | 12 |
Μήπως η δύναμίς μου είναι δύναμις λίθων; ή η σαρξ μου χαλκός;
האם אין עזרתי בי ותשיה נדחה ממני | 13 |
Μήπως δεν εξέλιπεν εν εμοί η βοήθειά μου και απεμακρύνθη απ' εμού η σωτηρία;
למס מרעהו חסד ויראת שדי יעזוב | 14 |
Εις τον τεθλιμμένον έλεος πρέπει παρά του φίλου αυτού· αλλ' αυτός εγκατέλιπε τον φόβον του Παντοδυνάμου.
אחי בגדו כמו-נחל כאפיק נחלים יעברו | 15 |
Οι αδελφοί μου εφέρθησαν απατηλώς ως χείμαρρος, ως ρεύμα χειμάρρων παρήλθον·
הקדרים מני-קרח עלימו יתעלם-שלג | 16 |
οίτινες θολόνονται εκ του πάγου, εις τους οποίους διαλύεται η χιών·
בעת יזרבו נצמתו בחמו נדעכו ממקומם | 17 |
όταν θερμανθώσιν, εκλείπουσιν· όταν γείνη θερμότης, εξαλείφονται από του τόπου αυτών.
ילפתו ארחות דרכם יעלו בתהו ויאבדו | 18 |
Τα ίχνη της πορείας αυτών συστρέφονται· καταντώσιν εις το μηδέν και χάνονται·
הביטו ארחות תמא הליכת שבא קוו-למו | 19 |
τα πλήθη της Θαιμά εθεώρουν, οι συνοδοιπόροι της Σεβά περιέμενον αυτούς·
בשו כי-בטח באו עדיה ויחפרו | 20 |
Εψεύσθησαν της ελπίδος αυτών· ήλθον εκεί και ενετράπησαν.
כי-עתה הייתם לא תראו חתת ותיראו | 21 |
Τώρα και σεις είσθε ως αυτοί· είδετε την πληγήν μου και ετρομάξατε.
הכי-אמרתי הבו לי ומכחכם שחדו בעדי | 22 |
Μήπως εγώ είπα, Φέρετε προς εμέ; ή, Δότε δώρον εις εμέ από της περιουσίας υμών;
ומלטוני מיד-צר ומיד עריצים תפדוני | 23 |
ή, Ελευθερώσατέ με εκ της χειρός του εχθρού; ή, Λυτρώσατέ με εκ της χειρός των ισχυρών;
הורוני ואני אחריש ומה-שגיתי הבינו לי | 24 |
Διδάξατέ με, και εγώ θέλω σιωπήσει· και δείξατέ μοι κατά τι έσφαλα.
מה-נמרצו אמרי-ישר ומה-יוכיח הוכח מכם | 25 |
Πόσον ισχυροί είναι οι ορθοί λόγοι· αλλ' ο έλεγχός σας, τι αποδεικνύει;
הלהוכח מלים תחשבו ולרוח אמרי נואש | 26 |
Φαντάζεσθε να ελέγξητε λόγους, ενώ αι ομιλίαι του απηλπισμένου είναι ως άνεμος;
אף-על-יתום תפילו ותכרו על-ריעכם | 27 |
Τωόντι, σεις επιπίπτετε επί τον ορφανόν, και σκάπτετε λάκκον εις τον φίλον σας.
ועתה הואילו פנו-בי ועל-פניכם אם-אכזב | 28 |
Τώρα λοιπόν ευαρεστήθητε να εμβλέψητε εις εμέ, διότι έμπροσθεν υμών κείται αν εγώ ψεύδωμαι.
שובו-נא אל-תהי עולה ושבי (ושבו) עוד צדקי-בה | 29 |
Επιστρέψατε, παρακαλώ· ας μη γείνη αδικία· ναι, επιστρέψατε πάλιν· η δικαιοσύνη μου είναι εν τούτω.
היש-בלשוני עולה אם-חכי לא-יבין הוות | 30 |
Υπάρχει αδικία εν τη γλώσση μου; δεν δύναται ο ουρανίσκος μου να διακρίνη τα διεφθαρμένα;