< איוב 34 >
Επανελάβε δε ο Ελιού και είπεν·
שמעו חכמים מלי וידעים האזינו לי | 2 |
Ακούσατε τους λόγους μου, ω σοφοί· και δότε ακρόασιν εις εμέ, οι νοήμονες·
כי-אזן מלין תבחן וחך יטעם לאכל | 3 |
Διότι το ωτίον δοκιμάζει τους λόγους, ο δε ουρανίσκος γεύεται το φαγητόν.
משפט נבחרה-לנו נדעה בינינו מה-טוב | 4 |
Ας εκλέξωμεν εις εαυτούς κρίσιν· ας γνωρίσωμεν μεταξύ ημών τι το καλόν.
כי-אמר איוב צדקתי ואל הסיר משפטי | 5 |
Διότι ο Ιώβ είπεν, Είμαι δίκαιος· και ο Θεός αφήρεσε την κρίσιν μου·
על-משפטי אכזב אנוש חצי בלי-פשע | 6 |
εψεύσθην εις την κρίσιν μου· η πληγή μου είναι ανίατος, άνευ παραβάσεως.
מי-גבר כאיוב ישתה-לעג כמים | 7 |
Τις άνθρωπος ως ο Ιώβ, όστις καταπίνει τον χλευασμόν ως ύδωρ·
וארח לחברה עם-פעלי און וללכת עם-אנשי-רשע | 8 |
και υπάγει εν συνοδία μετά των εργατών της ανομίας, και περιπατεί μετά ανθρώπων ασεβών;
כי-אמר לא יסכן-גבר-- ברצתו עם-אלהים | 9 |
Διότι είπεν, ουδέν ωφελεί τον άνθρωπον το να ευαρεστή εις τον Θεόν.
לכן אנשי לבב-- שמעו-לי חללה לאל מרשע ושדי מעול | 10 |
Διά τούτο ακούσατέ μου, άνδρες συνετοί· μη γένοιτο να υπάρχη εις τον Θεόν αδικία, και εις τον Παντοδύναμον ανομία.
כי פעל אדם ישלם-לו וכארח איש ימצאנו | 11 |
Επειδή κατά το έργον του ανθρώπου θέλει αποδώσει εις αυτόν, και θέλει κάμει έκαστον να εύρη κατά την οδόν αυτού.
אף-אמנם אל לא-ירשיע ושדי לא-יעות משפט | 12 |
Ναι, βεβαίως ο Θεός δεν θέλει πράξει ασεβώς, ουδέ θέλει διαστρέψει ο Παντοδύναμος την κρίσιν.
מי-פקד עליו ארצה ומי שם תבל כלה | 13 |
Τις κατέστησεν αυτόν επιτηρητήν της γης; ή τις διέταξε πάσαν την οικουμένην;
אם-ישים אליו לבו רוחו ונשמתו אליו יאסף | 14 |
Εάν βάλη την καρδίαν αυτού επί τον άνθρωπον, θέλει σύρει εις εαυτόν το πνεύμα αυτού και την πνοήν αυτού·
יגוע כל-בשר יחד ואדם על-עפר ישוב | 15 |
πάσα σαρξ θέλει εκπνεύσει ομού, και ο άνθρωπος θέλει επιστρέψει εις το χώμα.
ואם-בינה שמעה-זאת האזינה לקול מלי | 16 |
Εάν τώρα έχης σύνεσιν· άκουσον τούτο· ακροάθητι της φωνής των λόγων μου.
האף שונא משפט יחבוש ואם-צדיק כביר תרשיע | 17 |
Μήπως κυβερνά ο μισών την ευθύτητα; και θέλεις καταδικάσει τον κατ' εξοχήν δίκαιον;
האמר למלך בליעל-- רשע אל-נדיבים | 18 |
όστις λέγει προς βασιλέα, Είσαι ασεβής, προς άρχοντας, Είσθε κακοί;
אשר לא-נשא פני שרים ולא נכר-שוע לפני-דל כי-מעשה ידיו כלם | 19 |
Όστις δεν προσωποληπτεί εις άρχοντας ουδέ αποβλέπει εις τον πλούσιον μάλλον παρά εις τον πτωχόν; επειδή πάντες ούτοι είναι έργον των χειρών αυτού.
רגע ימתו-- וחצות לילה יגעשו עם ויעברו ויסירו אביר לא ביד | 20 |
Εν μιά στιγμή θέλουσιν αποθάνει, και το μεσονύκτιον ο λαός θέλει ταραχθή και θέλει παρέλθει· και ο ισχυρός θέλει αναρπαχθή, ουχί υπό χειρός.
כי-עיניו על-דרכי-איש וכל-צעדיו יראה | 21 |
Διότι οι οφθαλμοί αυτού είναι επί τας οδούς του ανθρώπου, Και βλέπει πάντα τα βήματα αυτού.
אין-חשך ואין צלמות-- להסתר שם פעלי און | 22 |
Δεν είναι σκότος ουδέ σκιά θανάτου, όπου οι εργάται της ανομίας να κρυφθώσιν.
כי לא על-איש ישים עוד-- להלך אל-אל במשפט | 23 |
Επειδή δεν θέλει αφήσει πλέον τον άνθρωπον να έλθη εις κρίσιν μετά του Θεού.
ירע כבירים לא-חקר ויעמד אחרים תחתם | 24 |
Θέλει συντρίψει αναριθμήτους ισχυρούς και βάλει άλλους αντ' αυτών
לכן--יכיר מעבדיהם והפך לילה וידכאו | 25 |
διότι γνωρίζει τα έργα αυτών, και ανατρέπει αυτούς την νύκτα, και συντρίβονται.
תחת-רשעים ספקם-- במקום ראים | 26 |
Κτυπά αυτούς ως ασεβείς εν τω τόπω των θεατών·
אשר על-כן סרו מאחריו וכל-דרכיו לא השכילו | 27 |
επειδή εξέκλιναν απ' αυτού και δεν εθεώρησαν ουδεμίαν των οδών αυτού·
להביא עליו צעקת-דל וצעקת עניים ישמע | 28 |
και έκαμον να έλθη προς αυτόν η κραυγή των πτωχών, και ήκουσε την φωνήν των τεθλιμμένων.
והוא ישקט ומי ירשע-- ויסתר פנים ומי ישורנו ועל-גוי ועל-אדם יחד | 29 |
Και όταν αυτός δίδη ησυχίαν, τις θέλει διαταράξει αυτήν; και όταν κρύπτη το πρόσωπον αυτού, τις δύναται να ίδη αυτόν; είτε επί έθνος είτε επί άνθρωπον ομού·
ממלך אדם חנף-- ממקשי עם | 30 |
ώστε να μη βασιλεύη υποκριτής, διά να μη παγιδεύηται ο λαός.
כי-אל-אל האמר נשאתי-- לא אחבל | 31 |
Βεβαίως πρέπει να λέγη τις προς τον Θεόν, Έπαθον, δεν θέλω πλέον πράξει κακώς·
בלעדי אחזה אתה הרני אם-עול פעלתי לא אסיף | 32 |
ό, τι δεν βλέπω, συ δίδαξόν με· εάν έπραξα ανομίαν, δεν θέλω πράξει πλέον.
המעמך ישלמנה כי-מאסת--כי-אתה תבחר ולא-אני ומה-ידעת דבר | 33 |
Αλλά μήπως θέλει γείνει κατά τον στοχασμόν σου; είτε συ αποβάλης είτε εκλέξης, αυτός θέλει ανταποδώσει, και ουχί εγώ· λέγε λοιπόν ό, τι εξεύρεις.
אנשי לבב יאמרו לי וגבר חכם שמע לי | 34 |
Άνδρες συνετοί θέλουσιν ειπεί προς εμέ, και ο σοφός άνθρωπος όστις με ακούει,
איוב לא-בדעת ידבר ודבריו לא בהשכיל | 35 |
Ο Ιώβ δεν ελάλησεν εν γνώσει, και οι λόγοι αυτού δεν ήσαν μετά συνέσεως.
אבי--יבחן איוב עד-נצח על-תשבת באנשי-און | 36 |
Η επιθυμία μου είναι, ο Ιώβ να εξετασθή έως τέλους· επειδή απεκρίθη ως οι άνθρωποι οι ασεβείς.
כי יסיף על-חטאתו פשע בינינו יספוק וירב אמריו לאל | 37 |
Διότι εις την αμαρτίαν αυτού προσθέτει ασέβειαν· καυχάται μεταξύ ημών, και πολλαπλασιάζει τους λόγους αυτού εναντίον του Θεού.