< איוב 19 >
Και απεκρίθη ο Ιώβ και είπεν·
עד-אנה תוגיון נפשי ותדכאונני במלים | 2 |
Έως πότε θέλετε θλίβει την ψυχήν μου, και θέλετε με κατασυντρίβει με λόγους;
זה עשר פעמים תכלימוני לא-תבשו תהכרו-לי | 3 |
Δεκάκις ήδη με ωνειδίσατε· δεν αισχύνεσθε να σκληρύνησθε εναντίον μου;
ואף-אמנם שגיתי אתי תלין משוגתי | 4 |
Και εάν τωόντι έσφαλα, το σφάλμα μου μένει εν εμοί.
אם-אמנם עלי תגדילו ותוכיחו עלי חרפתי | 5 |
Αλλ' εάν θέλητε εξάπαντος να μεγαλυνθήτε εναντίον μου, και να ρίπτητε κατ' εμού το όνειδός μου,
דעו-אפו כי-אלוה עותני ומצודו עלי הקיף | 6 |
μάθετε τώρα ότι ο Θεός με κατέστρεψε, και με περιεκύκλωσε με το δίκτυον αυτού.
הן אצעק חמס ולא אענה אשוע ואין משפט | 7 |
Ιδού, φωνάζω, Αδικία· αλλά δεν εισακούομαι· επικαλούμαι, αλλ' ουδεμία κρίσις.
ארחי גדר ולא אעבור ועל נתיבותי חשך ישים | 8 |
Έφραξε την οδόν μου, και δεν δύναμαι να περάσω, και έθεσε σκότος εις τας τρίβους μου.
כבודי מעלי הפשיט ויסר עטרת ראשי | 9 |
Με εξέδυσε την δόξαν μου, και αφήρεσε τον στέφανον της κεφαλής μου.
יתצני סביב ואלך ויסע כעץ תקותי | 10 |
Με ηφάνισε πανταχόθεν, και χάνομαι· και εξερρίζωσε την ελπίδα μου ως δένδρον.
ויחר עלי אפו ויחשבני לו כצריו | 11 |
Και εξήψε κατ' εμού τον θυμόν αυτού, και με στοχάζεται ως εχθρόν αυτού.
יחד יבאו גדודיו--ויסלו עלי דרכם ויחנו סביב לאהלי | 12 |
Τα τάγματα αυτού ήλθον ομού και ητοίμασαν την οδόν αυτών εναντίον μου, και εστρατοπέδευσαν πέριξ της σκηνής μου.
אחי מעלי הרחיק וידעי אך-זרו ממני | 13 |
Απεμάκρυνεν απ' εμού τους αδελφούς μου, και ηλλοτριώθησαν όλως απ' εμού οι γνώριμοί μου.
חדלו קרובי ומידעי שכחוני | 14 |
Οι πλησίον μου με αφήκαν, και οι γνωστοί μου με ελησμόνησαν.
גרי ביתי ואמהתי לזר תחשבני נכרי הייתי בעיניהם | 15 |
Οι κατοικούντες εν τω οίκω μου και αι θεράπαιναί μου με στοχάζονται ως ξένον· ξένος κατεστάθην εις τους οφθαλμούς αυτών.
לעבדי קראתי ולא יענה במו-פי אתחנן-לו | 16 |
Καλώ τον υπηρέτην μου, και δεν αποκρίνεται· με το στόμα μου ικέτευσα αυτόν.
רוחי זרה לאשתי וחנתי לבני בטני | 17 |
Η πνοή μου έγεινε ξένη εις την γυναίκα μου, και αι παρακλήσεις μου εις τα τέκνα της κοιλίας μου.
גם-עוילים מאסו בי אקומה וידברו-בי | 18 |
Και αυτά τα παιδάρια με κατεφρόνησαν· εσηκώθην, και ελάλησαν εναντίον μου.
תעבוני כל-מתי סודי וזה-אהבתי נהפכו-בי | 19 |
Πάντες οι μυστικοί φίλοι μου με εβδελύχθησαν· και εκείνοι, τους οποίους ηγάπησα, εστράφησαν εναντίον μου.
בעורי ובבשרי דבקה עצמי ואתמלטה בעור שני | 20 |
Τα οστά μου εκολλήθησαν εις το δέρμα μου και εις την σάρκα μου και διεσώθην με το δέρμα των οδόντων μου.
חנני חנני אתם רעי כי יד-אלוה נגעה בי | 21 |
Ελεήσατέ με, ελεήσατέ με, σεις φίλοι μου· διότι χειρ Θεού με επλήγωσε.
למה תרדפני כמו-אל ומבשרי לא תשבעו | 22 |
Διά τι με κατατρέχετε ως ο Θεός, και δεν εχορτάσθητε από των σαρκών μου;
מי-יתן אפו ויכתבון מלי מי-יתן בספר ויחקו | 23 |
Ω και να εγράφοντο οι λόγοι μου· να ενετυπούντο εν βιβλίω·
בעט-ברזל ועפרת-- לעד בצור יחצבון | 24 |
να ενεχαράττοντο επί βράχον διά σιδηράς γραφίδος και μολύβδου διαπαντός
ואני ידעתי גאלי חי ואחרון על-עפר יקום | 25 |
Διότι εξεύρω ότι ζη ο Λυτρωτής μου, και θέλει εγερθή εν τοις εσχάτοις καιροίς επί της γής·
ואחר עורי נקפו-זאת ומבשרי אחזה אלוה | 26 |
και αφού μετά το δέρμα μου το σώμα τούτο φθαρή, πάλιν με την σάρκα μου θέλω ιδή τον Θεόν·
אשר אני אחזה-לי--ועיני ראו ולא-זר כלו כליתי בחקי | 27 |
τον οποίον αυτός εγώ θέλω ιδεί, και θέλουσι θεωρήσει οι οφθαλμοί μου, και ουχί άλλος· οι νεφροί μου κατατήκονται εν τω κόλπω μου.
כי תאמרו מה-נרדף-לו ושרש דבר נמצא-בי | 28 |
Αλλά σεις έπρεπε να είπητε, Διά τι κατατρέχομεν αυτόν; επειδή η ρίζα του πράγματος ευρίσκεται εν εμοί.
גורו לכם מפני-חרב--כי-חמה עונות חרב למען תדעון שדין (שדון) | 29 |
Φοβήθητε την ρομφαίαν· διότι η ρομφαία είναι ο εκδικητής των ανομιών, διά να γνωρίσητε ότι υπάρχει κρίσις.