< איוב 16 >
Τότε ο Ιώβ απεκρίθη και είπε·
שמעתי כאלה רבות מנחמי עמל כלכם | 2 |
Πολλά τοιαύτα ήκουσα· άθλιοι παρηγορηταί είσθε πάντες.
הקץ לדברי-רוח או מה-ימריצך כי תענה | 3 |
Έχουσι τέλος αι ματαιολογίαι; ή τι σε ενθαρρύνει εις το να αποκρίνησαι;
גם אנכי-- ככם אדברה לו יש נפשכם תחת נפשי-- אחבירה עליכם במלים ואניעה עליכם במו ראשי | 4 |
Και εγώ εδυνάμην να λαλήσω καθώς σείς· εάν η ψυχή σας ήτο εις τον τόπον της ψυχής μου, ηδυνάμην να επισωρεύσω λόγους εναντίον σας, και να κινήσω εναντίον σας την κεφαλήν μου.
אאמצכם במו-פי וניד שפתי יחשך | 5 |
Ήθελον σας ενισχύσει με το στόμα μου, και η κίνησις των χειλέων μου ήθελε σας ανακουφίσει.
אם-אדברה לא-יחשך כאבי ואחדלה מה-מני יהלך | 6 |
Αν λαλώ, ο πόνος μου δεν ανακουφίζεται· και αν σιωπώ, ποία ελάττωσις γίνεται εις εμέ;
אך-עתה הלאני השמות כל-עדתי | 7 |
Αλλά τώρα με υπερεβάρυνεν· ηρήμωσας πάσαν την συνοδίαν μου.
ותקמטני לעד היה ויקם בי כחשי בפני יענה | 8 |
Και αι ρυτίδες με τας οποίας με εσημείωσας, είναι μαρτυρία· και η ισχνότης μου ανισταμένη εις εμέ, μαρτυρεί επί του προσώπου μου.
אפו טרף וישטמני--חרק עלי בשניו צרי ילטש עיניו לי | 9 |
Με διασπαράττει ο εχθρός μου εν τω θυμώ αυτού και με μισεί· τρίζει τους οδόντας αυτού εναντίον μου· οξύνει τους οφθαλμούς αυτού επ' εμέ.
פערו עלי בפיהם--בחרפה הכו לחיי יחד עלי יתמלאון | 10 |
Ανοίγουσι το στόμα αυτών κατ' εμού· με τύπτουσι κατά της σιαγόνος υβριστικώς· συνήχθησαν ομού επ' εμέ.
יסגירני אל אל עויל ועל-ידי רשעים ירטני | 11 |
Ο Θεός με παρέδωκεν εις τον άδικον, και με έρριψεν εις χείρας ασεβών.
שלו הייתי ויפרפרני-- ואחז בערפי ויפצפצני ויקימני לו למטרה | 12 |
Ήμην εν ησυχία, και με κατεσπάραξε· και πιάσας με από του τραχήλου, με κατεσύντριψε, και με έθεσε σκοπόν αυτού.
יסבו עלי רביו-- יפלח כליותי ולא יחמל ישפך לארץ מררתי | 13 |
Οι τοξόται αυτού με περιεκύκλωσαν· διαπερά τα νεφρά μου, και δεν φείδεται· εκχέει την χολήν μου επί την γην.
יפרצני פרץ על-פני-פרץ ירץ עלי כגבור | 14 |
Με συντρίβει με πληγήν επί πληγήν· έδραμεν επ' εμέ ως γίγας.
שק תפרתי עלי גלדי ועללתי בעפר קרני | 15 |
Σάκκον έρραψα επί το δέρμα μου, και εμόλυνα το κέρας μου με χώμα.
פני חמרמרה (חמרמרו) מני-בכי ועל עפעפי צלמות | 16 |
Το πρόσωπόν μου κατεκάη υπό του κλαυθμού, και σκιά θανάτου είναι επί των βλεφάρων μου·
על לא-חמס בכפי ותפלתי זכה | 17 |
ενώ αδικία δεν υπάρχει εν ταις χερσί μου, και η προσευχή μου είναι καθαρά.
ארץ אל-תכסי דמי ואל-יהי מקום לזעקתי | 18 |
Ω γη, μη σκεπάσης το αίμα μου, και ας μη υπάρχη τόπος διά την κραυγήν μου,
גם-עתה הנה-בשמים עדי ושהדי במרמים | 19 |
και τώρα, ιδού, ο μάρτυς μου είναι εν τω ουρανώ, και η μαρτυρία μου εν τοις υψίστοις.
מליצי רעי אל-אלוה דלפה עיני | 20 |
Οι φίλοι μου είναι οι εμπαίζοντές με· ο οφθαλμός μου σταλάζει δάκρυα προς τον Θεόν.
ויוכח לגבר עם-אלוה ובן-אדם לרעהו | 21 |
Να ήτο δυνατόν να διαδικάζηταί τις προς τον Θεόν, ως άνθρωπος προς τον πλησίον αυτού.
כי-שנות מספר יאתיו וארח לא-אשוב אהלך | 22 |
Διότι ήλθον τα ηριθμημένα έτη· και θέλω υπάγει την οδόν, οπόθεν δεν θέλω επιστρέψει.