< איוב 11 >
Και απεκρίθη ο Σωφάρ ο Νααμαθίτης και είπε·
הרב דברים לא יענה ואם-איש שפתים יצדק | 2 |
Δεν δίδεται απόκρισις εις το πλήθος των λόγων; και ο πολύλογος θέλει δικαιωθή;
בדיך מתים יחרישו ותלעג ואין מכלם | 3 |
Αι φλυαρίαι σου θέλουσιν αποστομώσει τους ανθρώπους; και όταν περιγελάς, δεν θέλει σε καταισχύνει τις;
ותאמר זך לקחי ובר הייתי בעיניך | 4 |
Διότι είπες, Η ομιλία μου είναι καθαρά, και είμαι καθαρός ενώπιόν σου.
ואולם--מי יתן אלוה דבר ויפתח שפתיו עמך | 5 |
Αλλ' είθε να ελάλει ο Θεός και να ήνοιγε τα χείλη αυτού εναντίον σου.
ויגד-לך תעלמות חכמה-- כי-כפלים לתושיה ודע-- כי-ישה לך אלוה מעונך | 6 |
Και να σοι εφανέρονε τα κρύφια της σοφίας, ότι είναι διπλάσια των όσα γνωρίζονται. Έξευρε λοιπόν, ότι ο Θεός απαιτεί από σου ολιγώτερον της ανομίας σου.
החקר אלוה תמצא אם עד-תכלית שדי תמצא | 7 |
Δύνασαι να εξιχνιάσης τα βάθη του Θεού; δύνασαι να εξιχνιάσης τον Παντοδύναμον με εντέλειαν;
גבהי שמים מה-תפעל עמקה משאול מה-תדע (Sheol ) | 8 |
Ταύτα είναι ως τα ύψη του ουρανού· τι δύνασαι να κάμης; είναι βαθύτερα του άδου· τι δύνασαι να γνωρίσης; (Sheol )
ארכה מארץ מדה ורחבה מני-ים | 9 |
Το μέτρον αυτών είναι μακρότερον της γης, και πλατύτερον της θαλάσσης.
אם-יחלף ויסגיר ויקהיל ומי ישיבנו | 10 |
Εάν θελήση να χαλάση και να κλείση, ή να συνάξη, τότε τις δύναται να εμποδίση αυτόν;
כי-הוא ידע מתי-שוא וירא-און ולא יתבונן | 11 |
Διότι αυτός γνωρίζει την ματαιότητα των ανθρώπων, και βλέπει την ασέβειαν· και δεν θέλει εξετάσει;
ואיש נבוב ילבב ועיר פרא אדם יולד | 12 |
Ο δε μάταιος άνθρωπος υπερηφανεύεται, και γεννάται ο άνθρωπος άγριον ονάριον.
אם-אתה הכינות לבך ופרשת אליו כפיך | 13 |
Εάν συ ετοιμάσης την καρδίαν σου και εκτείνης τας χείρας σου προς αυτόν·
אם-און בידך הרחיקהו ואל-תשכן באהליך עולה | 14 |
εάν την ανομίαν, την εν χερσί σου, απομακρύνης και δεν αφίνης να κατοικήση ασέβεια εν ταις σκηναίς σου·
כי-אז תשא פניך ממום והיית מצק ולא תירא | 15 |
τότε βεβαίως θέλεις υψώσει το πρόσωπόν σου ακηλίδωτον· μάλιστα θέλεις είσθαι σταθερός και δεν θέλεις φοβείσθαι.
כי-אתה עמל תשכח כמים עברו תזכר | 16 |
Διότι συ θέλεις λησμονήσει την θλίψιν· θέλεις ενθυμηθή αυτήν ως ύδατα διαρρεύσαντα·
ומצהרים יקום חלד תעפה כבקר תהיה | 17 |
και ο καιρός σου θέλει ανατείλει λαμπρότερος της μεσημβρίας· και εάν επέλθη σκότος επί σε, πάλιν θέλεις γείνει ως η αυγή·
ובטחת כי-יש תקוה וחפרת לבטח תשכב | 18 |
και θέλεις είσθαι ασφαλής, διότι υπάρχει ελπίς εις σέ· ναι, θέλεις σκάπτει διά την σκηνήν σου και θέλεις κοιμάσθαι εν ασφαλεία·
ורבצת ואין מחריד וחלו פניך רבים | 19 |
θέλεις πλαγιάζει, και ουδείς θέλει σε τρομάζει· και πολλοί θέλουσιν ικετεύει το πρόσωπόν σου.
ועיני רשעים תכלינה ומנוס אבד מנהם ותקותם מפח-נפש | 20 |
Των δε ασεβών οι οφθαλμοί θέλουσι μαρανθή, και καταφύγιον θέλει λείψει απ' αυτών, και η ελπίς αυτών θέλει είσθαι να εκπνεύσωσι.