< I Na Lii 1 >
1 U A elemakule ae la o Davida ke alii, a ua nui kona mau makahiki, a uhi ae la lakou ia ia me na kapa, aole nae ia i mahana'e.
Και ο βασιλεύς Δαβίδ ήτο γέρων, προβεβηκώς την ηλικίαν· και εσκέπαζον αυτόν με ιμάτια, πλην δεν εθερμαίνετο.
2 Nolaila, i olelo aku la kana mau kauwa ia ia, E imiia'ku kekahi wahine hou puupaa no kuu haku ke alii; a e ku oia ma ke alo o ke'lii, a e lilo ia i kahu nona, a e moe ia i kou poli, i mahana'e kuu haku ke alii.
Και είπον οι δούλοι αυτού προς αυτόν, Ας ζητήσωσι διά τον κύριόν μου τον βασιλέα νεάνιδα παρθένον, διά να ίσταται έμπροσθεν του βασιλέως και να περιθάλπη αυτόν, και να κοιμάται εις τον κόλπον σου, διά να θερμαίνηται ο κύριός μου ο βασιλεύς.
3 Alaila imi hele ae la lakou i wahine hou maikai ma na aina a pau o ka Iseraela, a loaa ia lakou o Abisaga no Sunama, a alakai ae la lakou ia ia i ke alii.
Και εζήτησαν εν πάσι τοις ορίοις του Ισραήλ νεάνιδα ώραίαν· και εύρηκαν την Αβισάγ την Σουναμίτιν, και έφεραν αυτήν προς τον βασιλέα.
4 He maikai loa hoi ua wahine la, a lilo ae la ia i kahu malama no ke alii, a lawelawe ae la oia nana, aole nae i ike ke alii ia ia.
Ήτο δε η νεάνις ώραία σφόδρα, και περιέθαλπε τον βασιλέα, και υπηρέτει αυτόν· πλην ο βασιλεύς δεν εγνώρισεν αυτήν.
5 Alaila o Adoniia ke keiki a Hagita i hookiekie ae ia ia iho, i iho la, E lilo au i alii: hoomakaukau ae la hoi ia i mau kaa me na kanaka hololio nona iho, a me na kanaka he kanalima e holo imua ona.
Τότε Αδωνίας ο υιός της Αγγείθ επήρθη εις εαυτόν, λέγων, Εγώ θέλω βασιλεύσει και ητοίμασεν εις εαυτόν αμάξας και ιππείς και πεντήκοντα άνδρας προτρέχοντας έμπροσθεν αυτού.
6 Aole hoi i hoonaukiuki ae kona makuakane ia ia i kekahi manawa, i ka ninau ana'e, No ke aha la oe i hana'i pela? a he maikai loa kona kino, a ua hanau ae la kona makuwahine ia ia mamuli iho o Abesaloma.
Ο δε πατήρ αυτού δεν επίκραινέ ποτέ αυτόν, λέγων, Διά τι συ πράττεις ούτω; ήτο δε και ώραίος την όψιν σφόδρα· και η μήτηρ αυτού εγέννησεν αυτόν μετά τον Αβεσσαλώμ.
7 Kamailio ae la oia me Ioaba ke keiki a Zeruia, a me Abiatara ke kahuna, a kokua ae la laua mamuli o Adoniia.
Και συνελάλησε μετά του Ιωάβ υιού της Σερουΐας, και μετά Αβιάθαρ του ιερέως· και ούτοι, ακολουθήσαντες τον Αδωνίαν, εβοήθουν αυτόν.
8 Aka, o Zadoka, a me Benaia ke keiki a Iehoiada, a me Natana ke kaula, a me Simei, a me Rei, a me ka poe kanaka koa o Davida, aole lakou me Adoniia.
Σαδώκ όμως ο ιερεύς και Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ και Νάθαν ο προφήτης και Σιμεΐ και Ρεΐ και οι δυνατοί του Δαβίδ δεν ήσαν μετά του Αδωνία.
9 Pepehi iho la o Adoniia i na hipa a me na bipi kauo, a me na bipi kupaluia, ma ka pohaku o Zoheleta, e pili ana i ka punawai Rogela, a kii aku la oia i kona mau hoahanau a pau, i na keiki a ke alii, a me na kanaka a pau o Iuda na kauwa a ke alii.
Και έσφαξεν ο Αδωνίας πρόβατα και βόας και σιτευτά πλησίον της πέτρας του Ζωελέθ, ήτις είναι πλησίον της Εν-ρωγήλ, και εκάλεσε πάντας τους αδελφούς αυτού τους υιούς του βασιλέως και πάντας τους άνδρας του Ιούδα τους δούλους του βασιλέως.
10 Aka, o Natana ke kaula, a me Benaia, a me na kanaka koa, a me Solomona kona kaikaina, kana i kii ole aku ai.
Τον Νάθαν όμως τον προφήτην και τον Βεναΐαν και τους δυνατούς και Σολομώντα τον αδελφόν αυτού δεν εκάλεσε.
11 Nolaila olelo ae la o Natana ia Bateseba i ka makuwahine o Solomona, i ae la, aole anei oe i lohe e alii ana o Adoniia, ke keiki a Hagita, aole hoi i ike ke kakou haku o Davida.
Και είπεν ο Νάθαν προς την Βηθ-σαβεέ την μητέρα του Σολομώντος, λέγων, Δεν ήκουσας ότι εβασίλευσεν Αδωνίας ο υιός της Αγγείθ, και ο κύριος ημών Δαβίδ δεν εξεύρει τούτο;
12 Ano hoi ea, e ao aku au ia oe, i hiki ia oe ke malama i kou ola nei, a me ke ola o kau keiki o Solomona.
τώρα λοιπόν ελθέ να σοι δώσω, παρακαλώ, συμβουλήν, διά να σώσης την ζωήν σου και την ζωήν του υιού σου Σολομώντος·
13 E hele oe a e komo aku i ke alii Davida, a e olelo aku ia ia, Aole anei oe i hoohiki up kau kauwawahine, e kuu haku ke alii, i ka i ana mai, Oiaio e alii ana o Solomona o kau keiki mahope iho o'u, a e noho oia maluna o ko'u nohoalii? No ke aha la hoi e alii nei o Adoniia?
ύπαγε και είσελθε προς τον βασιλέα Δαβίδ και ειπέ προς αυτόν, Κύριέ μου βασιλεύ, συ δεν ώμοσας εις την δούλην σου, λέγων, Βεβαίως Σολομών ο υιός σου θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου; διά τι λοιπόν εβασίλευσεν ο Αδωνίας;
14 Aia hoi, i kou kamailio ana malaila me ke alii, owau no kekahi e komo ae mamuli ou e hooiaio i kau mau olelo.
ιδού, ενώ έτι συ λαλείς εκεί μετά του βασιλέως, θέλω ελθεί και εγώ κατόπιν σου και θέλω αναπληρώσει τους λόγους σου.
15 Alaila komo ae la o Bateseba i ke alii i kona keena, he elemakule loa ke alii; a malama ae la o Abisaga no Sunama i ke alii.
Και εισήλθεν η Βηθ-σαβεέ προς τον βασιλέα εις τον κοιτώνα· ήτο δε ο βασιλεύς γέρων σφόδρα και Αβισάγ η Σουναμίτις υπηρέτει τον βασιλέα.
16 Kulou iho la o Bateseba, me ka hoomaikai aku i ke alii. I mai la hoi ke alii, He aha kau?
Και κύψασα η Βηθ-σαβεέ, προσεκύνησε τον βασιλέα. Και ο βασιλεύς είπε, Τι έχεις;
17 I aku la hoi oia ia ia, E kuu haku, ua hoohiki oe ma o Iehova la kou Akua no kau kauwawahine, Oiaio e alii no Solomona kau keiki mahope iho o'u, a e noho oia maluna o ko'u nohoalii.
Η δε είπε προς αυτόν, Κύριέ μου, συ ώμοσας εις Κύριον τον Θεόν σου προς την δούλην σου, λέγων, Βεβαίως ο Σολομών, ο υιός σου, θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου·
18 Aia hoi, ano, e alii ana o Adoniia, eia hoi, e kuu Haku ke alii, aole oe i ike.
αλλά τώρα, ιδού, ο Αδωνίας εβασίλευσε· και συ τώρα, κύριέ μου βασιλεύ, δεν εξεύρεις τούτο·
19 Ua pepehi ae la oia i na bipi kauo, a me na bipi kupaluia, a me na hipa he nui, a ua kii ae hoi oia i na keiki a pau a ke alii a me Abiatara ke kahuna, a me Ioaba ka luna o ka poe koa, aka, o Solomona kau kauwa, kana i kii ole aku ai.
και έσφαξε βόας και σιτευτά και πρόβατα εν αφθονία, και εκάλεσε πάντας τους υιούς του βασιλέως και Αβιάθαρ τον ιερέα και Ιωάβ τον αρχιστράτηγον· τον δούλον σου όμως Σολομώντα δεν εκάλεσεν·
20 A o oe, e kuu haku ke alii, ke kau nei na maka o ka Iseraela a pau maluna ou, e hai aku oe ia lakou i ka mea e noho maluna o ka nohoalii o kuu haku ke alii, mahope iho ona.
αλλ' εις σε, κύριέ μου βασιλεύ, εις σε αποβλέπουσιν οι οφθαλμοί παντός του Ισραήλ, διά να απαγγείλης προς αυτούς τις θέλει καθίσει επί του θρόνου του κυρίου μου του βασιλέως μετ' αυτόν·
21 A i ole ia, eia paha, aia hiamoe kuu haku ke alii me kona mau makua, alaila e kapaia auanei maua me ka'u keiki Solomona he mau mea hewa.
ειδεμή, αφού ο κύριός μου ο βασιλεύς κοιμηθή μετά των πατέρων αυτού, εγώ και ο υιός μου ο Σολομών θέλομεν θεωρείσθαι πταίσται.
22 Aia hoi, i kona kamailio ana me ke alii, komo ae la o Natana ke kaula.
Και ιδού, ενώ αυτή ελάλει έτι μετά του βασιλέως, ήλθε και Νάθαν ο προφήτης.
23 Hai aku la lakou i ke alii, i aku la, Eia'e, o Natana ke kaula. A komo ia imua i ke alo o ke alii, kulou iho la ia imua o ke alii ilalo kona alo i ka honua.
Και ανήγγειλαν προς τον βασιλέα, λέγοντες, Ιδού, Νάθαν ο προφήτης. Και εισελθών ενώπιον του βασιλέως, προσεκύνησε τον βασιλέα κατά πρόσωπον αυτού έως εδάφους.
24 I aku la hoi o Natana, E kuu haku ke alii, ua olelo anei oe, E alii ana o Adoniia mahope iho o'u. a e noho oia maluna o ko'u nohoalii?
Και είπεν ο Νάθαν, Κύριέ μου βασιλεύ, συ είπας, Ο Αδωνίας θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ και αυτός θέλει καθίσει επί του θρόνου μου;
25 No ka mea, ua iho aku oia i keia la a ua pepehi i na bipi kauo a me na bipi kupaluia, a me na hipa, he nui loa, a ua hea aku oia i na keiki a pau a ke alii, a me na luna o ka poe koa, a me Abiatara, ke kahuna, aia hoi, ke ai nei lakou ke inu nei hoi imua ona, me ka olelo aku, E ola ke alii, o Adoniia.
διότι κατέβη σήμερον και έσφαξε βόας και σιτευτά και πρόβατα εν αφθονία, και εκάλεσε πάντας τους υιούς του βασιλέως και τους στρατηγούς και Αβιάθαρ τον ιερέα· και ιδού, τρώγουσι και πίνουσιν ενώπιον αυτού και λέγουσι, Ζήτω ο βασιλεύς Αδωνίας·
26 Aka, owau nei, owau o kau kauwa nei, a me Zadoka ke kahuna, a me Benaia ke keiki a Iehoiada, a me Solomona kau kauwa kana i kahea ole mai ai.
εμέ δε, εμέ τον δούλον σου, και Σαδώκ τον ιερέα και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ και Σολομώντα τον δούλον σου δεν εκάλεσε·
27 Ua hanaia anei keia mea e kuu haku ke alii, aole hoi oe i hoike mai i kau kauwa nei, i ka mea e noho maluna o ka nohoalii o kuu haku ke alii mahope iho ona?
παρά του κυρίου μου του βασιλέως έγεινε το πράγμα τούτο, και δεν εφανέρωσας εις τον δούλον σου τις θέλει καθίσει επί του θρόνου του κυρίου μου του βασιλέως μετ' αυτόν;
28 Alaila olelo mai la ke alii Davida, i mai la, E kahea aku ia Bateseba io'u nei. A hele mai ia imua i ke alo o ke alii, a ku iho la ia imua o ke alii.
Και απεκρίθη ο βασιλεύς Δαβίδ και είπε, Καλέσατέ μοι την Βηθ-σαβεέ. Και εισήλθεν ενώπιον του βασιλέως και εστάθη έμπροσθεν του βασιλέως.
29 Hoohiki iho la ke alii, i mai la, Ma ke ola o Iehova, ka mea nana kuu uhane i hoopakele ae mailoko ae o ka popilikia a pau,
Και ώμοσεν ο βασιλεύς και είπε, Ζη Κύριος, όστις ελύτρωσε την ψυχήν μου εκ πάσης στενοχωρίας,
30 E like me ko'u hoohiki ana nou, ma o Iehova la ke Akua o Iseraela, peneia, Oiaio, e alii ana no o Solomona kau keiki, mahope iho o'u, a e noho oia maluna o ko'u nohoalii, ma ko'u hakahaka; pela io no wau e hana aku ai i keia la.
βεβαίως, καθώς ώμοσα προς σε εις Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, λέγων, ότι Σολομών ο υιός σου θέλει βασιλεύσει μετ' εμέ, και αυτός θέλει καθίσει αντ' εμού επί του θρόνου μου, ούτω θέλω κάμει την ημέραν ταύτην.
31 Alaila kulou iho la o Bateseba ilalo ke alo i ka honua, a hoomaikai aku la i ke alii, me ka olelo aku, E ola mau loa kuu haku ke alii Davida.
Τότε η Βηθ-σαβεέ, κύψασα κατά πρόσωπον έως εδάφους, προσεκύνησε τον βασιλέα και είπε, Ζήτω ο κύριός μου ο βασιλεύς Δαβίδ εις τον αιώνα.
32 I mai la hoi ke alii Davida, E kahea aku ia Zadoka io'u nei ke kahuna, a me Natana ke kaula, a me Benaia ke keiki a Iehoiada. A hele mai la lakou imua i ke alo o ke alii.
Και είπεν ο βασιλεύς Δαβίδ, Καλέσατέ μοι Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτην και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ. Και ήλθον ενώπιον του βασιλέως.
33 I mai la hoi ke alii ia lakou, E lawe pu me oukou i na kauwa a ko oukou haku, a e hooholo ia Solomona ka'u keiki maluna iho o kuu hoki, a e lawe ia ia i Gihona.
Και είπε προς αυτούς ο βασιλεύς, Λάβετε μεθ' εαυτών τους δούλους του κυρίου σας και καθίσατε Σολομώντα τον υιόν μου επί την ημίονόν μου και καταβιβάσατε αυτόν εις Γιών·
34 A na Zadoka ke kahuna, a me Natana ke kaula ia e poni i alii maluna o ka Iseraela: e hookani oukou i ka pu, a e olelo aku, E ola ke alii Solomona.
και ας χρίσωσιν αυτόν εκεί Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης βασιλέα επί τον Ισραήλ· και σαλπίσατε διά της σάλπιγγος και είπατε, Ζήτω ο βασιλεύς Σολομών·
35 Alaila e hele mai oukou mamuli ona, i hele mai oia e noho maluna o ko'u nohoalii; no ka mea, e lilo oia i alii ma ko'u hakahaka, a ua hoomaopopo ae nei au ia ia i alii maluna o Iseraela a maluna hoi o Iuda.
τότε θέλετε αναβή κατόπιν αυτού, διά να έλθη και να καθίση επί τον θρόνον μου· και αυτός θέλει βασιλεύσει αντ' εμού· και αυτόν προσέταξα να ήναι ηγεμών επί τον Ισραήλ και επί τον Ιούδαν.
36 Alaila olelo aku la o Benaia ke keiki a Iehoiada i ke alii, i aku la, Amene; a e olelo hoi pela Iehova ke Akua o kuu haku ke alii.
Και απεκρίθη Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ προς τον βασιλέα, και είπεν, Αμήν· ούτως ας επικυρώση Κύριος ο Θεός του κυρίου μου του βασιλέως·
37 Me Iehova i noho pu ai me kuu haku ke alii, pela e noho pu ai oia me Solomona, a e hoonui ae i kona nohoalii i ka nohoalii o kuu haku ke alii Davida.
καθώς εστάθη ο Κύριος μετά του κυρίου μου του βασιλέως, ούτω να ήναι και μετά του Σολομώντος, και να μεγαλύνη τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον του κυρίου μου του βασιλέως Δαβίδ.
38 Alaila hele aku la Zadoka ke kahuna, a me Natana ke kaula, a me Benaia ke keiki a Iehoiada, a me na Kereta a me na Pelita a hooholo lakou ia Solomona maluna o ka hoki o ke alii o Davida, a lawe ae la lakou ia ia i Gihona.
Τότε κατέβη Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης και Βεναΐας ο υιός του Ιωδαέ και οι Χερεθαίοι και οι Φελεθαίοι, και εκάθισαν τον Σολομώντα επί την ημίονον του βασιλέως Δαβίδ και έφεραν αυτόν εις Γιών.
39 Lawe ae la o Zadoka ke kahuna i ka pepeiaohao aila mailoko ae o ka halelewa, a poni ae la ia Solomona. A hookani ae la lakou i ka pu; i ae la hoi na kanaka a pau, E ola ke alii Solomona.
Και έλαβε Σαδώκ ο ιερεύς το κέρας του ελαίου εκ της σκηνής και έχρισε τον Σολομώντα. Και εσάλπισαν διά της σάλπιγγος· και είπε πας ο λαός, Ζήτω ο βασιλεύς Σολομών.
40 A hoi mai la na kanaka a pau mamuli ona, hookiokio ae la na kanaka me na ohe, a hauoli ae la lakou me ka olioli nui, a haalulu ae la ka honua i ko lakou leo.
Και ανέβη πας ο λαός κατόπιν αυτού· και έπαιζεν ο λαός αυλούς και ευφραίνετο ευφροσύνην μεγάλην, και η γη εσχίζετο εκ των φωνών αυτών.
41 Lohe ae la hoi o Adoniia a me na hoaai a pau me ia, i ka pau ana o ka lakou ahaaina. A lohe o Ioaba i ke kani ana o ka pu, i ae la ia, No ke aha la keia walaau ana o ke kulanakauhale haunaele?
Και ήκουσεν Αδωνίας και πάντες οι κεκλημένοι αυτού, καθώς ετελείωσαν να τρώγωσι. Και ότε ήκουσεν ο Ιωάβ την φωνήν της σάλπιγγος, είπε, Τις η φωνή αύτη της πόλεως θορυβούσης;
42 A i kana olelo ana, aia hoi, hiki ae la o Ionatana ke keiki a Abiatara, ke kahuna: i mai la o Adoniia ia ia, E komo mai oe, no ka mea, he kanaka ikaika no oe, a ke lawe mai nei oe i ka olelo maikai.
Ενώ έτι ελάλει, ιδού, Ιωνάθαν, ο υιός Αβιάθαρ του ιερέως, ήλθε· και είπεν ο Αδωνίας προς αυτόν, Είσελθε· διότι συ είσαι ανήρ γενναίος και φέρεις αγαθάς αγγελίας.
43 Alaila olelo ae la o Ionatana, i ae la ia Adoniia, Oiaio, ua hoolilo ae nei ko kakou haku ke alii o Davida ia Solomona i alii.
Και αποκριθείς ο Ιωνάθαν είπε προς τον Αδωνίαν, Βεβαίως κύριος ημών ο βασιλεύς Δαβίδ έκαμε βασιλέα τον Σολομώντα·
44 A ua hoouna ke alii me ia ia Zadoka ke kahuna, a me Natana ke kaula, a me Benaia ke keiki a Iehoiada, a me na Kereta, a me na Pelita, a ua hooholo lakou ia ia maluna o ka hoki a ke alii.
και απέστειλε μετ' αυτού ο βασιλεύς Σαδώκ τον ιερέα και Νάθαν τον προφήτη και Βεναΐαν τον υιόν του Ιωδαέ και τους Χερεθαίους και τους Φελεθαίους, και εκάθισαν αυτόν επί την ημίονον του βασιλέως·
45 A ua poni ae la o Zadoka ke kahuna, a me Natana ke kaula ia ia i alii ma Gihona, a ua hoi mai lakou mailaila mai e hauoli ana, i halulu ai ke kulanakauhale. Oia ka walaau a oukou i lohe ai.
και έχρισαν αυτόν Σαδώκ ο ιερεύς και Νάθαν ο προφήτης βασιλέα εν Γιών· και ανέβησαν εκείθεν ευφραινόμενοι, και η πόλις αντήχησεν· αύτη είναι η φωνή, την οποίαν ηκούσατε·
46 Ke noho nei no hoi o Solomona maluna o ka nohoalii o ke aupuni.
και μάλιστα εκάθησεν ο Σολομών επί του θρόνου της βασιλείας·
47 A ua hele mai hoi na kauwa a ke alii e hoomaikai i ko kakou haku ke alii Davida, e i ana, E hoonui ke Akua i ka maikai o ka inoa o Solomona i kou inoa, a e hoopakela i kona nohoalii mamua o kou nohoalii. A kulou iho ke alii maluna iho o kona wahi moe.
και εισήλθον έτι οι δούλοι του βασιλέως να ευχηθώσι τον κύριον ημών τον βασιλέα Δαβίδ, λέγοντες, Ο Θεός να λαμπρύνη το όνομα του Σολομώντος υπέρ το όνομά σου, και να μεγαλύνη τον θρόνον σου και να μεγαλύνη τον θρόνον αυτού υπέρ τον θρόνον σου. και προσεκύνησεν ο βασιλεύς επί της κλίνης·
48 Peneia hoi i olelo mai ai ke alii, E hoomaikaiia o Iehova ke Akua o Iseraela ka mea nana i haawi mai i keia la e noho kekahi maluna o ko'u nohoalii, a e ike ana hoi kuu mau maka.
και είπε προσέτι ο βασιλεύς ούτως· Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, όστις έδωκεν εις εμέ σήμερον διάδοχον καθήμενον επί του θρόνου μου, και οι οφθαλμοί μου βλέπουσι τούτο.
49 Makau iho la na hoaai a pau na mea me Adoniia, ku ae la lakou a hele kela kanaka keia kanaka i kona wahi e hele ai.
Τότε πάντες οι κεκλημένοι, οι μετά του Αδωνία, εξεπλάγησαν και σηκωθέντες, υπήγαν έκαστος την οδόν αυτού.
50 Makau iho la hoi o Adoniia imua o Solomona, ku ae la ia, a hele aku, a lalau ae la i na pepeiaohao o ke kuahu.
Ο δε Αδωνίας εφοβήθη από προσώπου του Σολομώντος και σηκωθείς υπήγε και επιάσθη από των κεράτων του θυσιαστηρίου.
51 Ua haiia mai ia Solomona peneia, Aia hoi, ke makau mai nei o Adoniia i ke alii ia Solomona, no ka mea, ea, ua lalau oia i na pepeiaohao o ke kuahu, e olelo ana, E hoohiki ke alii Solomona no'u i keia la, aole ia e pepehi mai i kana kauwa me ka pahikaua.
Και ανήγγειλαν προς τον Σολομώντα, λέγοντες, Ιδού, ο Αδωνίας φοβείται τον βασιλέα Σολομώντα· και ιδού, επιάσθη από των κεράτων του θυσιαστηρίου, λέγων, Ας ομόση προς εμέ σήμερον ο βασιλεύς Σολομών, ότι δεν θέλει θανατώσει τον δούλον αυτού διά ρομφαίας.
52 Olelo mai la hoi o Solomona, Ina e hoike oia ia ia iho he kanaka hoopono, aole e haule i ka honua kekahi oho ona, aka, ina i loaa ka hewa iloko ona, e make no ia.
Και είπεν ο Σολομών, Εάν σταθή ανήρ αγαθός, ουδέ μία εκ των τριχών αυτού θέλει πέσει επί την γήν· εάν όμως ευρεθή κακία εν αυτώ θέλει θανατωθή.
53 Alaila hoouna ae la ke alii Solomona, a lawe mai lakou ia ia mailuna mai o ke kuahu. Hele mai la ia a kulou iho la i ke alii ia Solomona, a olelo mai la Solomona ia ia, E hele oe i kou hale.
Και απέστειλεν ο βασιλεύς Σολομών, και κατεβίβασαν αυτόν από του θυσιαστηρίου· και ήλθε και προσεκύνησε τον βασιλέα Σολομώντα· και είπε προς αυτόν ο Σολομών, Ύπαγε εις τον οίκόν σου.