< Προς Θεσσαλονικεις Α΄ 5:17 >

17 αδιαλειπτως προσευχεσθε
Pray without ceasing.
Unceasingly
Strongs:
Greek:
ἀδιαλείπτως
Transliteration:
adialeiptōs
Context:
Next word

do pray;
Strongs:
Lexicon:
προσεύχομαι
Greek:
προσεύχεσθε·
Transliteration:
proseuchesthe
Context:
Next word

< Προς Θεσσαλονικεις Α΄ 5:17 >