< Ῥούθ 4 >
1 Και ανέβη ο Βοόζ εις την πύλην και εκάθισεν εκεί· και ιδού, διέβαινεν ο συγγενής, περί του οποίου ώμίλησεν ο Βοόζ. Και είπεν, Ω συ, στρέψον, κάθισον ενταύθα. Και εστράφη και εκάθισε.
Therfor Booz stiede to the yate, and sat there; and whanne he hadde seyn the kynesman passe forth, of whom the word was had, Booz seide to hym, Bowe thou a litil, and sitte here; and he clepide hym bi his name. And he turnede, and sat.
2 Και έλαβεν ο Βοόζ δέκα άνδρας εκ των πρεσβυτέρων της πόλεως, και είπε, Καθίσατε ενταύθα. Και εκάθισαν.
Forsothe Booz took ten `men of the eldere men of the citee, and seide to hem, Sitte ye here.
3 Και είπε προς τον συγγενή, Η Ναομί, η επιστρέψασα εκ γης Μωάβ, πωλεί το μερίδιον του αγρού, το οποίον ήτο του αδελφού ημών Ελιμέλεχ·
And while thei saten, Booz spak to the kynesman, Noemy, that turnede ayen fro the cuntrey of Moab, seelde the part of the feeld of oure brother Elymelech,
4 και εγώ είπα να σε ειδοποιήσω, λέγων, Αγόρασον αυτό έμπροσθεν των κατοίκων και έμπροσθεν των πρεσβυτέρων του λαού μου· εάν θέλης να εξαγοράσης αυτό ως συγγενής, εξαγόρασον· αλλ' εάν δεν θέλης να εξαγοράσης αυτό, ειπέ προς εμέ, διά να εξεύρω· διότι δεν είναι άλλος να εξαγοράση αυτό ως συγγενής παρά σύ· και εγώ είμαι μετά σε. Ο δε είπεν, Εγώ θέλω εξαγοράσει αυτό.
which thing Y wolde that thou here; and Y wolde seie to thee bifor alle `men syttynge and grettere in birthe of my puple. If thou wolt haue in possessioun the feeld bi riyt of nyy kyn, bye thou, and `haue thou in possessioun; sotheli if it displesith thee, schewe thou this same thing to me, that Y wyte what Y `owe to do; for noon is niy in kyn, outakun thee which art the formere, and outakun me which am the secunde. And he answeride, Y schal bie the feeld.
5 Και είπεν ο Βοόζ, Καθ' ην ημέραν αγοράσης τον αγρόν εκ της χειρός της Ναομί, πρέπει να λάβης και την Ρούθ την Μωαβίτιν, γυναίκα του αποθανόντος, διά να αναστήσης το όνομα του αποθανόντος επί της κληρονομίας αυτού.
To whom Booz seide, Whanne thou hast bouyte the feeld of the `hond of the womman, thou owist `to take also Ruth of Moab, that was the wijf of the deed man, that thou reise the name of thi kynesman in his eritage.
6 Και είπεν ο συγγενής, Δεν δύναμαι να εκπληρώσω το χρέος το συγγενικόν, μήποτε φθείρω την κληρονομίαν μου· εκπλήρωσον συ το χρέος μου το συγγενικόν, διότι δεν δύναμαι εγώ να εκπληρώσω αυτό.
Which answeride, Y forsake the ryyt of nyy kyn; for Y owe not to do awei the eritage of my meynee; vse thou my priuelegie, which priuelegie Y knowleche me to wante gladli.
7 Ούτος δε ήτο ο τρόπος το πάλαι εν τω Ισραήλ περί του δικαιώματος της συγγενείας και περί της απαλλοτριώσεως, διά να βεβαιούται πας λόγος· ο άνθρωπος λύων το υπόδημα αυτού, έδιδεν εις τον πλησίον αυτού· και τούτο ήτο μαρτυρία εν τω Ισραήλ.
Forsothe this was the custom bi eld tyme in Israel among kynesmen, that if a man yaf his riyt to anothir man, that the grauntyng were stidefast, the man vnlaase his scho, and yaf to his kynesman; this was the witnessyng of the yift in Israel.
8 Διά τούτο είπεν ο συγγενής προς τον Βοόζ, Αγόρασον αυτό εις σεαυτόν. Και έλυσε το υπόδημα αυτού.
Therfor Booz seide to his kynesman, Take the scho fro thee; `which scho he vnlaside anoon fro his foot.
9 Τότε είπεν ο Βοόζ προς τους πρεσβυτέρους και πάντα τον λαόν, Μάρτυρες είσθε σήμερον, ότι ηγόρασα πάντα τα του Ελιμέλεχ και πάντα τα του Χελαιών και Μααλών, εκ της χειρός της Ναομί·
And Booz seide to the grettere men in birthe and to al the puple, Ye ben witnessis to dai, that Y haue take in possessioun alle thingis that weren of Elymelech, and of Chelion, and of Maalon, bi the yifte of Noemy;
10 και προσέτι, την Ρούθ την Μωαβίτιν την γυναίκα του Μααλών, έλαβον εις εμαυτόν διά γυναίκα, διά να αναστήσω το όνομα του αποθανόντος επί της κληρονομίας αυτού, διά να μη εξαλειφθή το όνομα του αποθανόντος εκ των αδελφών αυτού και εκ της πόλεως της κατοικίας αυτού· μάρτυρες είσθε σήμερον.
and that Y haue take in to wedlok Ruth of Moab, the wijf of Maalon, that Y reise the name of the deed man in his erytage; lest his name be doon awey fro his meynee and britheren and puple. Ye, he seide, ben witnessis of this thing.
11 Και πας ο λαός ο εν τη πύλη και οι πρεσβύτεροι είπαν, Μάρτυρες· ο Κύριος να κάμη την γυναίκα, ήτις εισέρχεται εις τον οίκόν σου, ως την Ραχήλ και ως την Λείαν, αίτινες ωκοδόμησαν αμφότεραι τον οίκον Ισραήλ· και ίσχυε εν Εφραθά και έσο περίφημος εν Βηθλεέμ·
Al the puple, that was in the yate, answeride, and the grettere men in birthe answeriden, We ben witnessis; the Lord make this womman, that entrith in to thin hows, as Rachel and Lia, that bildiden the hows of Israel, that sche be ensaumple of vertu in Effrata, and haue a solempne name in Bethleem;
12 και ας γείνη ο οίκός σου ως ο οίκος του Φαρές, τον οποίον εγέννησεν η Θάμαρ εις τον Ιούδαν, εκ του σπέρματος το οποίον ο Κύριος θέλει δώσει εις σε εκ της νέας ταύτης.
and thin hows be maad as the hows of Fares, whom Thamar childide to Judas, of the seed which the Lord schal yyue to thee of this damesel.
13 Και έλαβεν ο Βοόζ την Ρούθ, και έγεινε γυνή αυτού· και ότε εισήλθε προς αυτήν, ο Κύριος έδωκεν εις αυτήν σύλληψιν, και εγέννησεν υιόν.
Therfor Booz took Ruth, and took hir to wijf; and he entride to hir, and the Lord yaf to hir, that sche conseyuede, `and childide a sone.
14 Και είπαν αι γυναίκες προς την Ναομί, Ευλογητός ο Κύριος, όστις σήμερον δεν σε απεστέρησε συγγενούς, ώστε το όνομα αυτού να καλήται εν τω Ισραήλ·
And wymmen seiden to Noemy, Blessid be the Lord, which `suffride not, that an eir failide to thi meynee, and his name were clepid in Israel;
15 και ούτος θέλει είσθαι εις σε αναψυχωτής της ζωής και θέλει θρέψει την πολιάν σου· διότι εγέννησεν αυτόν η νύμφη σου, ήτις σε αγαπά, ήτις είναι εις σε καλητέρα παρά επτά υιούς.
and that thou haue `a man, that schal coumforte thi soule, and nursche elde age. For a child is borun of thi douytir in lawe, `which child schal loue thee, and he is myche betere to thee, than if thou haddist seuene sones.
16 Τότε έλαβεν η Ναομί το παιδίον και έθεσεν αυτό εις τον κόλπον αυτής και έγεινεν εις αυτό τροφός.
And Noemy puttide the child resseyued in hir bosum; and sche dide the office of a nurische, and of a berere.
17 Και αι γείτονες έδωκαν εις αυτό όνομα, λέγουσαι, Υιός εγεννήθη εις την Ναομί· και εκάλεσαν το όνομα αυτού Ωβήδ· ούτος είναι ο πατήρ του Ιεσσαί πατρός του Δαβίδ.
Forsothe wymmen neiyboris thankiden hir, and seiden, A sone is borun to Noemy, and clepide his name Obeth. This is the fadir of Ysay, fadir of Dauid.
18 Και αύτη είναι η γενεαλογία του Φαρές· ο Φαρές εγέννησε τον Εσρών,
These ben the generaciouns of Fares; Fares gendride Esrom;
19 Εσρών δε εγέννησε τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ,
Esrom gendride Aram; Aram gendride Amynadab;
20 Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών,
Amynadab gendride Naason; Naason gendride Salmon; Salmon gendride Booz;
21 Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ,
Booz gendride Obeth;
22 Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, και ο Ιεσσαί εγέννησε τον Δαβίδ.
Obeth gendride Isay; Isay gendride Dauid the kyng.