< Ῥούθ 3 >
1 Και είπε προς αυτήν η Ναομί η πενθερά αυτής, Θυγάτηρ μου, να μη ζητήσω ανάπαυσιν εις σε διά να ευημερήσης;
UNawomi uninazala wasesithi kuye: Ndodakazi yami, ngingakudingeli ukuphumula yini ukuze kube kuhle kuwe?
2 και τώρα, μήπως δεν είναι Βοόζ εκ της συγγενείας ημών, μετά των κορασίων του οποίου ήσο; ιδού, αυτός λικμίζει ταύτην την νύκτα το αλώνιον των κριθών·
Ngakho-ke uBhowazi ayisuye wezihlobo zethu yini, obulamantombazana akhe? Khangela, wela ibhali ebaleni lokubhulela ngalobubusuku.
3 λούσθητι λοιπόν και αλείφθητι και ενδύθητι την στολήν σου και κατάβα εις το αλώνιον· μη γνωρισθής εις τον άνθρωπον, εωσού τελειώση από του να φάγη και να πίη·
Ngakho geza uzigcobe, ugqoke isembatho sakho, wehlele ebaleni lokubhulela; ungazivezi endodeni ize iqede ukudla lokunatha.
4 και ενώ πλαγιάζει, παρατήρησον τον τόπον όπου πλαγιάζει, και ελθούσα σήκωσον το σκέπασμα από των ποδών αυτού, και πλαγίασον· και εκείνος θέλει σοι ειπεί τι να κάμης.
Kuzakuthi-ke lapho eselala, uqaphelise indawo alala kiyo, ungene, ubususembula inyawo zakhe, ulale phansi; yena-ke uzakutshela ozakwenza.
5 Η δε είπε προς αυτήν, Πάντα όσα λέγεις εις εμέ, θέλω κάμει.
Wasesithi kuye: Konke okutshoyo kimi ngizakwenza.
6 Και κατέβη εις το αλώνιον και έκαμε πάντα όσα προσέταξεν εις αυτήν η πενθερά αυτής.
Wasesehlela ebaleni lokubhulela, wenza njengakho konke ayemlaye khona uninazala.
7 Και αφού ο Βοόζ έφαγε και έπιε, και ευφράνη η καρδία αυτού, υπήγε να πλαγιάση εις την άκραν του σωρού του σίτου· εκείνη δε ήλθε κρυφίως και εσήκωσε ο σκέπασμα από των ποδών αυτού και επλαγίασε.
Kwathi uBhowazi esedlile wanatha, lenhliziyo yakhe yathokoza, wayalala phansi ekucineni kwenqumbi yamabele. URuthe wasenyenya, wembula inyawo zakhe, walala phansi.
8 Και προς το μεσονύκτιον εξέστη ο άνθρωπος και συνεταράχθη· και ιδού, γυνή εκοιμάτο παρά τους πόδας αυτού.
Kwasekusithi phakathi kobusuku indoda yethuka, yaphenduka, khangela-ke owesifazana elele enyaweni zayo.
9 Και είπε, Ποία είσαι συ; Εκείνη δε απεκρίθη, Εγώ η Ρούθ η δούλη σου· άπλωσον λοιπόν την πτέρυγά σου επί την δούλην σου· διότι είσαι ο πλησιέστερος συγγενής μου.
Yathi: Ungubani? Wasesithi: NginguRuthe incekukazi yakho; ngakho yendlala umphetho wesembatho sakho phezu kwencekukazi yakho, ngoba ungumhlengi.
10 Ο δε είπεν, Ευλογημένη να ήσαι παρά Κυρίου, θύγατερ· διότι έδειξας περισσοτέραν αγαθωσύνην εσχάτως παρά πρότερον, μη υπάγουσα κατόπιν νέων, είτε πτωχών είτε πλουσίων·
Yasisithi: Kawubusiswe yiNkosi, ndodakazi yami, usuwenze umusa wakho ube mkhulu ekucineni kulowokuqala, njengoba ungalandelanga amajaha loba angabayanga loba anothileyo.
11 και τώρα, θύγατερ, μη φοβού· θέλω κάμει εις σε παν ό, τι είπης· διότι πάσα η πόλις του λαού μου εξεύρει ότι είσαι γυνή ενάρετος·
Ngakho-ke, ndodakazi yami, ungesabi, ngizakwenzela konke okutshoyo, ngoba umuzi wonke wabantu bakithi uyazi ukuthi ungowesifazana oqotho.
12 και τώρα είναι αληθές ότι εγώ είμαι στενός συγγενής· είναι όμως άλλος συγγενής πλησιέστερος εμού·
Yebo-ke, sibili, kuliqiniso ukuthi ngiyisihlobo esingumhlengi, kanti-ke kukhona isihlobo esingumhlengi esiseduze kulami.
13 μείνον ταύτην την νύκτα· και το πρωΐ εάν αυτός θέλη να εκπληρώση προς σε το χρέος το συγγενικόν, καλόν· ας το εκπληρώση· αλλ' εάν δεν θέλη να εκπληρώση προς σε το χρέος το συγγενικόν, τότε εγώ θέλω εκπληρώσει τούτο προς σε, ζη Κύριος· κοιμήθητι έως πρωΐ.
Hlala lobubusuku; kuzakuthi-ke ekuseni uba ezakwenza imfanelo yesihlobo esingumhlengi, kulungile, kakuhlenge; kodwa uba engathandi ukukuhlenga, mina-ke ngizakuhlenga, kuphila kukaJehova. Lala kuze kuse.
14 Και εκοιμήθη παρά τους πόδας αυτού έως πρωΐ· και εσηκώθη πριν διακρίνη άνθρωπος άνθρωπον. Και εκείνος είπεν, Ας μη γνωρισθή ότι ήλθεν η γυνή εις το αλώνιον.
Waselala enyaweni zayo kwaze kwasa; wavuka omunye engakananzeleli omunye. Yasisithi: Kakungaziwa ukuthi owesifazana ufikile ebaleni lokubhulela.
15 Είπε προσέτι, Φέρε το περικάλυμμα το επάνω σου και κράτει αυτό. Και εκείνη εκράτει αυτό, και αυτός εμέτρησεν εξ μέτρα κριθής και έβαλεν επ' αυτήν· και υπήγεν εις την πόλιν.
Yasisithi: Letha isembatho osigqokileyo, usibambe; wasesibamba, yasilinganisa izilinganiso eziyisithupha zebhali, yamethesa; wasengena emzini.
16 Και ότε ήλθε προς την πενθεράν αυτής, εκείνη είπε, Τι έγεινεν εις σε, θυγάτηρ μου; Και αυτή ανήγγειλε προς αυτήν πάντα όσα έκαμεν εις αυτήν ο άνθρωπος·
Kwathi esefike kuninazala, wathi: Ungubani, ndodakazi yami? Wasemtshela konke indoda eyayimenzele khona.
17 και είπεν, Έδωκεν εις εμέ ταύτα τα εξ μέτρα της κριθής· διότι, Δεν θέλεις υπάγει, μοι είπε, κενή προς την πενθεράν σου.
Wathi: Ingiphe lezizilinganiso eziyisithupha zebhali, ngoba ithe kimi: Ungayi kunyokozala ungelalutho.
18 Η δε είπε, Κάθου, θυγάτηρ μου, εωσού ίδης πως θέλει τελειώσει το πράγμα· διότι ο άνθρωπος δεν θέλει ησυχάσει, εωσού τελειώση το πράγμα σήμερον.
Wasesithi: Hlala, ndodakazi yami, uze wazi ukuthi udaba luzaphetha njani, ngoba indoda kayiyikuphumula ize iluqede udaba lamuhla.