< Αποκαλυψις Ιωαννου 19 >
1 Και μετά ταύτα ήκουσα ως φωνήν μεγάλην όχλου πολλού εν τω ουρανώ, λέγοντος· Αλληλούϊα· η σωτηρία και η δόξα και η τιμή και η δύναμις ανήκουσιν εις Κύριον τον Θεόν ημών,
After these things, I heard as it were, a loud voice of a great multitude in heaven, saying—Hallelujah! The salvation and the glory and the power of our God!
2 διότι αληθιναί και δίκαιαι είναι αι κρίσεις αυτού· διότι έκρινε την πόρνην την μεγάλην, ήτις έφθειρε την γην με την πορνείαν αυτής, και εξεδίκησεν εκ της χειρός αυτής το αίμα των δούλων αυτού.
Because, true and righteous, are his judgments; because he hath judged the great harlot, who, indeed, corrupted the earth with her lewdness, —and hath avenged the blood of his servants, at her hand.
3 Και εκ δευτέρου είπον· Αλληλούϊα· και ο καπνός αυτής αναβαίνει εις τους αιώνας των αιώνων. (aiōn )
And, a second time, have they said—Hallelujah! And, her smoke, ascendeth unto ages of ages. (aiōn )
4 Και έπεσον οι εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα και προσεκύνησαν τον Θεόν τον καθήμενον επί του θρόνου λέγοντες· Αμήν, αλληλούϊα.
And the twenty-four elders and the four living creatures, fell down, and did homage unto God, who sitteth upon the throne, saying—Amen! Hallelujah!
5 Και εξήλθεν εκ του θρόνου φωνή, λέγουσα· Αινείτε τον Θεόν ημών, πάντες οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν και οι μικροί και οι μεγάλοι.
And, a voice, from the throne, came forth, saying—Be giving praise unto our God, all ye his servants, ye that revere him, the small and the great.
6 Και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού, και ως φωνήν υδάτων πολλών, και ως φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων· Αλληλούϊα· διότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ.
And I heard as a voice of a great multitude, and as a voice of many waters, and as a voice of mighty thunderings, saying—Hallelujah! Because the Lord, [our] God, the Almighty, hath become king.
7 Ας χαίρωμεν και ας αγαλλιώμεθα και ας δώσωμεν την δόξαν εις αυτόν, διότι ήλθεν ο γάμος του Αρνίου, και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν.
Let us rejoice and exult, and give glory unto him, because the marriage of the Lamb, is come, and, his wife, hath made herself ready;
8 Και εδόθη εις αυτήν να ενδυθή βύσσινον καθαρόν και λαμπρόν· διότι το βύσσινον είναι τα δικαιώματα των αγίων.
and it hath been given unto her, that she should be arrayed in fine linen, bright, pure, for, the fine linen, is, the righteous acts of the saints.
9 Και λέγει προς εμέ· Γράψον, Μακάριοι οι κεκλημένοι εις το δείπνον του γάμου του Αρνίου. Και λέγει προς εμέ· Ούτοι είναι οι αληθινοί λόγοι του Θεού.
And he saith unto me—Write! Happy, they who, unto the marriage supper of the Lamb, have been bidden! And he saith unto me—These words, are, true [words] of God.
10 Και έπεσον έμπροσθεν των ποδών αυτού, διά να προσκυνήσω αυτόν. Και λέγει μοι· Πρόσεχε μη κάμης τούτο· εγώ είμαι σύνδουλός σου και των αδελφών σου, οίτινες έχουσι την μαρτυρίαν του Ιησού· τον Θεόν προσκύνησον· διότι η μαρτυρία του Ιησού είναι το πνεύμα της προφητείας.
And I fell down at his feet, to do him homage; and he saith unto me—See! [thou do it] not! A fellow-servant, am I, of thee and of thy brethren who have the witness of Jesus: unto God, do homage! For, the witness of Jesus, is the spirit of the prophecy.
11 Και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ' αυτόν εκαλείτο Πιστός και Αληθινός, και κρίνει και πολεμεί εν δικαιοσύνη.
And I saw heaven, set open, and lo! a white horse, and, he that was sitting thereon, [called] Faithful, and True; and, in righteousness, doth he judge and make war;
12 Οι δε οφθαλμοί αυτού ήσαν ως φλόξ πυρός, και επί της κεφαλής αυτού διαδήματα πολλά, και είχεν όνομα γεγραμμένον, το οποίον ουδείς γνωρίζει ειμή αυτός,
and, his eyes, are a flame of fire, and, upon his head, are many diadems, having, a name, written, which, no one, knoweth, but himself,
13 και ήτο ενδεδυμένος ιμάτιον βεβαμμένον με αίμα, και καλείται το όνομα αυτού· ο Λόγος του Θεού.
and arrayed with a mantle sprinkled with blood, and his name hath been called—The Word of God.
14 Και τα στρατεύματα τα εν τω ουρανώ ηκολούθουν αυτόν εφ' ίππων λευκών, ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν και καθαρόν.
And, the armies which were in heaven, were following him, upon white horses, clothed with fine linen, white, pure;
15 Και εκ του στόματος αυτού εξέρχεται ρομφαία κοπτερά, διά να κτυπά με αυτήν τα έθνη· και αυτός θέλει ποιμάνει αυτούς εν ράβδω σιδηρά· και αυτός πατεί τον ληνόν του οίνου του θυμού και της οργής του Θεού του παντοκράτορος·
and, out of his mouth, is going forth a sharp sword, that, therewith, he may smite the nations, —and, he, shall shepherd them with a sceptre of iron, and, he, treadeth the wine-press of the wrath of the anger of God the Almighty.
16 και επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού έχει γεγραμμένον το όνομα, Βασιλεύς βασιλέων και Κύριος κυρίων.
And he hath, upon his mantle and upon his thigh, a name, written—King of kings, and Lord of lords.
17 Και είδον ένα άγγελον ιστάμενον εν τω ηλίω, και έκραξε μετά φωνής μεγάλης, λέγων προς πάντα τα όρνεα τα πετώμενα εις το μεσουράνημα· Έλθετε και συνάγεσθε εις το δείπνον του μεγάλου Θεού,
And I saw one messenger, standing in the sun, and he cried out with a loud voice, saying, unto all the birds that fly in mid-heaven, —Hither! be gathered together unto the great supper of God, —
18 διά να φάγητε σάρκας βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών και σάρκας ίππων και των καθημένων επ' αυτών και σάρκας πάντων ελευθέρων και δούλων και μικρών και μεγάλων.
that ye may eat the flesh of kings, and the flesh of captains, and the flesh of mighty men, and the flesh of horses, and of them who sit upon them, and the flesh of all, both free and bond, and small and great.
19 Και είδον το θηρίον και τους βασιλείς της γης και τα στρατεύματα αυτών συνηγμένα, διά να κάμωσι πόλεμον με τον καθήμενον επί του ίππου και με το στράτευμα αυτού.
And I saw the wild-beast, and the kings of the earth, and their armies, gathered together—to make war with him who was sitting upon the horse, and with his army.
20 Και επιάσθη το θηρίον και μετά τούτου ο ψευδοπροφήτης, όστις έκαμε τα σημεία ενώπιον αυτού, με τα οποία επλάνησε τους λαβόντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας την εικόνα αυτού· ζώντες ερρίφθησαν οι δύο εις την λίμνην του πυρός, την καιομένην με το θείον. (Limnē Pyr )
And the wild-beast, was taken, and, with him, the false prophet who wrought the signs before him, whereby he deceived them who received the mark of the wild-beast and them who were doing homage unto his image, —alive, were they two cast into the lake of fire that burneth with brimstone. (Limnē Pyr )
21 Και οι λοιποί εφονεύθησαν με την ρομφαίαν του καθημένου επί του ίππου, την εξερχομένην εκ του στόματος αυτού· και πάντα τα όρνεα εχορτάσθησαν εκ των σαρκών αυτών.
And, the rest, were slain with the sword of him that was sitting upon the horse, which went forth out of his mouth, and, all the birds, were filled with their flesh.