< Ψαλμοί 73 >

1 «Ψαλμός του Ασάφ.» Αγαθός τωόντι είναι ο Θεός εις τον Ισραήλ, εις τους καθαρούς την καρδίαν.
Psalmus Asaph. Defecerunt hymni David filii Iesse. Quam bonus Israel Deus his qui recto sunt corde!
2 Εμού δε, οι πόδες μου σχεδόν εκλονίσθησαν· παρ' ολίγον ωλίσθησαν τα βήματά μου.
Mei autem pene moti sunt pedes: pene effusi sunt gressus mei.
3 Διότι εζήλευσα τους μωρούς, βλέπων την ευτυχίαν των ασεβών.
Quia zelavi super iniquos, pacem peccatorum videns.
4 Επειδή δεν είναι λύπαι εις τον θάνατον αυτών, αλλ' η δύναμις αυτών είναι στερεά.
Quia non est respectus morti eorum: et firmamentum in plaga eorum.
5 Δεν είναι εν κόποις, ως οι άλλοι άνθρωποι· ουδέ μαστιγόνονται μετά των λοιπών ανθρώπων.
In labore hominum non sunt, et cum hominibus non flagellabuntur:
6 διά τούτο περικυκλόνει αυτούς η υπερηφανία ως περιδέραιον· η αδικία σκεπάζει αυτούς ως ιμάτιον.
Ideo tenuit eos superbia, operti sunt iniquitate et impietate sua.
7 Οι οφθαλμοί αυτών εξέχουσιν εκ του πάχους· εξεπέρασαν τας επιθυμίας της καρδίας αυτών.
Prodiit quasi ex adipe iniquitas eorum: transierunt in affectum cordis.
8 Εμπαίζουσι και λαλούσιν εν πονηρία καταδυναστείαν· λαλούσιν υπερηφάνως.
Cogitaverunt, et locuti sunt nequitiam: iniquitatem in excelso locuti sunt.
9 Θέτουσιν εις τον ουρανόν το στόμα αυτών, και η γλώσσα αυτών διατρέχει την γην.
Posuerunt in caelum os suum: et lingua eorum transivit in terra.
10 Διά τούτο θέλει στραφή ενταύθα ο λαός αυτού· και ύδατα ποτηρίου πλήρους εκθλίβονται δι' αυτούς.
Ideo convertetur populus meus hic: et dies pleni invenientur in eis.
11 Και λέγουσι, Πως γνωρίζει ταύτα ο Θεός; και υπάρχει γνώσις εν τω Υψίστω;
Et dixerunt: Quomodo scit Deus, et si est scientia in excelso?
12 Ιδού, ούτοι είναι ασεβείς και ευτυχούσι διαπαντός· αυξάνουσι τα πλούτη αυτών.
Ecce ipsi peccatores, et abundantes in saeculo, obtinuerunt divitias.
13 Άρα, ματαίως εκαθάρισα την καρδίαν μου και ένιψα εν αθωότητι τας χείρας μου.
Et dixi: Ergo sine causa iustificavi cor meum, et lavi inter innocentes manus meas:
14 Διότι εμαστιγώθην όλην την ημέραν και ετιμωρήθην πάσαν αυγήν.
Et fui flagellatus tota die, et castigatio mea in matutinis.
15 Αν είπω, Θέλω ομιλεί ούτως· ιδού, εξυβρίζω εις την γενεάν των υιών σου.
Si dicebam: Narrabo sic: ecce nationem filiorum tuorum reprobavi.
16 Και εστοχάσθην να εννοήσω τούτο, πλην μ' εφάνη δύσκολον·
Existimabam ut cognoscerem hoc, labor est ante me:
17 εωσού εισελθών εις το αγιαστήριον του Θεού, ενόησα τα τέλη αυτών.
Donec intrem in Sanctuarium Dei: et intelligam in novissimis eorum.
18 Συ βεβαίως έθεσας αυτούς εις τόπους ολισθηρούς· έρριψας αυτούς εις κρημνόν.
Verumtamen propter dolos posuisti eis: deiecisti eos dum allevarentur.
19 Πως διά μιας κατήντησαν εις ερήμωσιν Ηφανίσθησαν, απωλέσθησαν υπό αιφνιδίου ολέθρου.
Quomodo facti sunt in desolationem, subito defecerunt: perierunt propter iniquitatem suam.
20 Ως όνειρον εξεγειρομένου Κύριε, όταν εγερθής, θέλεις αφανίσει την εικόνα αυτών.
Velut somnium surgentium Domine, in civitate tua imaginem ipsorum ad nihilum rediges.
21 Ούτως εκαίετο η καρδία μου, και τα νεφρά μου εβασανίζοντο·
Quia inflammatum est cor meum, et renes mei commutati sunt:
22 και εγώ ήμην ανόητος και δεν εγνώριζον· κτήνος ήμην ενώπιόν σου.
et ego ad nihilum redactus sum, et nescivi.
23 Εγώ όμως είμαι πάντοτε μετά σού· συ με επίασας από της δεξιάς μου χειρός.
Ut iumentum factus sum apud te: et ego semper tecum.
24 Διά της συμβουλής σου θέλεις με οδηγήσει και μετά ταύτα θέλεις με προσλάβει εν δόξη.
Tenuisti manum dexteram meam: et in voluntate tua deduxisti me, et cum gloria suscepisti me.
25 Τίνα άλλον έχω εν τω ουρανώ; και επί της γης δεν θέλω άλλον παρά σε.
Quid enim mihi est in caelo? et a te quid volui super terram?
26 Ητόνησεν η σαρξ μου και η καρδία μου· αλλ' ο Θεός είναι η δύναμις της καρδίας μου και η μερίς μου εις τον αιώνα.
Defecit caro mea et cor meum: Deus cordis mei, et pars mea Deus in aeternum.
27 Διότι, ιδού, όσοι απομακρύνονται από σου, θέλουσιν απολεσθή· συ εξωλόθρευσας πάντας τους εκκλίνοντας από σου.
Quia ecce, qui elongant se a te, peribunt: perdidisti omnes, qui fornicantur abs te.
28 Αλλά δι' εμέ, το να προσκολλώμαι εις τον Θεόν είναι το αγαθόν μου· έθεσα την ελπίδα μου επί Κύριον τον Θεόν, διά να κηρύττω πάντα τα έργα σου.
Mihi autem adhaerere Deo bonum est: ponere in Domino Deo spem meam: ut annunciem omnes praedicationes tuas, in portis filiae Sion.

< Ψαλμοί 73 >