< Ψαλμοί 119 >
1 Άλεφ. Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ· οι περιπατούντες εν τω νόμω του Κυρίου·
Alleluia. Blessed are the blameless in the way, who walk in the law of the Lord.
2 Μακάριοι οι φυλάττοντες τα μαρτύρια αυτού, οι εκζητούντες αυτόν εξ όλης καρδίας·
Blessed are they that search out his testimonies: they will diligently seek him with the whole heart.
3 αυτοί βεβαίως δεν πράττουσιν ανομίαν· εν ταις οδοίς αυτού περιπατούσι.
For they that work iniquity have not walked in his ways.
4 συ προσέταξας να φυλάττωνται ακριβώς αι εντολαί σου.
Thou hast commanded [us] diligently to keep thy precepts.
5 Είθε να κατευθύνωνται αι οδοί μου, διά να φυλάττω τα διατάγματά σου
O that my ways were directed to keep thine ordinances.
6 Τότε δεν θέλω αισχυνθή, όταν επιβλέπω εις πάντα τα προστάγματά σου.
Then shall I not be ashamed, when I have respect to all thy commandments.
7 Θέλω σε δοξολογεί εν ευθύτητι καρδίας, όταν μάθω τας κρίσεις της δικαιοσύνης σου.
I will give thee thanks with uprightness of heart, when I have learnt the judgments of thy righteousness.
8 Τα διατάγματά σου θέλω φυλάττει· μη με εγκαταλίπης ολοκλήρως.
I will keep thine ordinances: O forsake me not greatly.
9 Βεθ. Τίνι τρόπω θέλει καθαρίζει ο νέος την οδόν αυτού; φυλάττων τους λόγους σου.
Wherewith shall a young man direct his way? by keeping thy words.
10 Εξ όλης της καρδίας μου σε εξεζήτησα· με μη αφήσης να αποπλανηθώ από των προσταγμάτων σου.
With my whole heart have I diligently sought thee: cast me not away from thy commandments.
11 Εν τη καρδία μου εφύλαξα τα λόγιά σου, διά να μη αμαρτάνω εις σε.
I have hidden thine oracles in my heart, that I might not sin against thee.
12 Ευλογητός είσαι, Κύριε· δίδαξόν με τα διατάγματά σου.
Blessed art thou, O Lord: teach me thine ordinances.
13 Διά των χειλέων μου διηγήθην πάσας τας κρίσεις του στόματός σου.
With my lips have I declared all the judgments of thy mouth.
14 Εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ευφράνθην, ως διά πάντα τα πλούτη.
I have delighted in the way of thy testimonies, [as much] as in all riches.
15 Εις τας εντολάς σου θέλω μελετά, και εις τας οδούς σου θέλω ενατενίζει.
I will meditate on thy commandments, and consider thy ways.
16 Εις τα διατάγματά σου θέλω εντρυφά· δεν θέλω λησμονήσει τους λόγους σου.
I will meditate on thine ordinances: I will not forget thy words.
17 Γίμελ. Αντάμειψον τον δούλον σου· ούτω θέλω ζήσει, και θέλω φυλάξει τον λόγον σου.
Render a recompense to thy servant: [so] shall I live, and keep thy words.
18 Άνοιξον τους οφθαλμούς μου, και θέλω βλέπει τα θαυμάσια τα εκ του νόμου σου.
Unveil thou mine eyes, and I shall perceive wondrous things of thy law.
19 Πάροικος είμαι εγώ εν τη γή· μη κρύψης απ' εμού τα προστάγματά σου.
I am a stranger in the earth: hide not thy commandments from me.
20 Η ψυχή μου λιποθυμεί εκ του πόθου τον οποίον έχω εις τας κρίσεις σου πάντοτε.
My soul has longed exceedingly for thy judgments at all times.
21 Συ επετίμησας τους επικαταράτους υπερηφάνους, τους εκκλίνοντας από των προσταγμάτων σου.
Thou has rebuked the proud: cursed are they that turn aside from thy commandments.
22 Σήκωσον απ' εμού το όνειδος και την καταφρόνησιν· διότι εφύλαξα τα μαρτύριά σου.
Remove from me reproach and contempt; for I have sought out thy testimonies.
23 Άρχοντες τωόντι εκάθισαν και ελάλουν εναντίον μου· αλλ' ο δούλός σου εμελέτα εις τα διατάγματά σου.
For princes sat and spoke against me: but thy servant was meditating on thine ordinances.
24 Τα μαρτυριά σου βεβαίως είναι η τρυφή μου και οι σύμβουλοί μου.
For thy testimonies are my (meditation) and thine ordinances are my counsellors.
25 Δάλεθ. Η ψυχή μου εκολλήθη εις το χώμα· ζωοποίησόν με κατά τον λόγον σου.
My soul has cleaved to the ground; quicken thou me according to thy word.
26 Εφανέρωσα τας οδούς μου, και μου εισήκουσας· δίδαξόν με τα διατάγματά σου.
I declared my ways, and thou didst hear me: teach me thine ordinances.
27 Κάμε με να εννοώ την οδόν των εντολών σου, και θέλω μελετά εις τα θαυμάσιά σου.
Instruct me in the way of thine ordinances; and I will meditate on thy wondrous works.
28 Η ψυχή μου τήκεται υπό θλίψεως· στερέωσόν με κατά τον λόγον σου.
My soul has slumbered for sorrow; strengthen thou me with thy words.
29 Απομάκρυνον απ' εμού την οδόν του ψεύδους, και χάρισόν μοι τον νόμον σου.
Remove from me the way of iniquity; and be merciful to me by thy law.
30 Την οδόν της αληθείας εξέλεξα· προ οφθαλμών μου έθεσα τας κρίσεις σου.
I have chosen the way of truth; and have not forgotten thy judgments.
31 Προσεκολλήθην εις τα μαρτύριά σου· Κύριε, μη με καταισχύνης.
I have cleaved to thy testimonies, O Lord; put me not to shame.
32 Την οδόν των προσταγμάτων σου θέλω τρέχει, όταν πλατύνης την καρδίαν μου.
I ran the way of thy commandments, when thou didst enlarge my heart.
33 Ε. Δίδαξόν με, Κύριε, την οδόν των διαταγμάτων σου, και θέλω φυλάττει αυτήν μέχρι τέλους.
Teach me, O Lord, the way of thine ordinances, and I will seek it out continually.
34 Συνέτισόν με, και θέλω φυλάττει τον νόμον σου· ναι, θέλω φυλάττει αυτόν εν όλη καρδία.
Instruct me, and I will search out thy law, and will keep it with my whole heart.
35 Οδήγησόν με εις την οδόν των προσταγμάτων σου· διότι ευφραίνομαι εις αυτήν.
Guide me in the path of thy commandments; for I have delighted in it.
36 Κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύριά σου και μη εις πλεονεξίαν.
Incline mine heart to thy testimonies, and not to covetousness.
37 Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου από του να βλέπωσι ματαιότητα· ζωοποίησόν με εν τη οδώ σου.
Turn away mine eyes that I may not behold vanity: quicken thou me in thy way.
38 Εκτέλεσον τον λόγον σου προς τον δούλον σου, όστις είναι δεδομένος εις τον φόβον σου.
Confirm thine oracle to thy servant, that he may fear thee.
39 Αφαίρεσον το όνειδός μου, το οποίον φοβούμαι· διότι αι κρίσεις σου είναι αγαθαί.
Take away my reproach which I have feared: for thy judgments are good.
40 Ιδού, επεθύμησα τας εντολάς σου· ζωοποίησόν με διά της δικαιοσύνης σου.
Behold, I have desired thy commandments: quicken me in thy righteousness.
41 Βάου. Και ας έλθη επ εμέ το έλεός σου, Κύριε, και η σωτηρία σου κατά τον λόγον σου.
And let thy mercy come upon me, O Lord; [even] thy salvation, according to thy word.
42 Τότε θέλω αποκριθή προς τον ονειδίζοντά με· διότι ελπίζω επί τον λόγον σου.
And [so] I shall render an answer to them that reproach me: for I have trusted in thy words.
43 Και μη αφαιρέσης ολοτελώς από του στόματός μου τον λόγον της αληθείας· διότι ήλπισα επί τας κρίσεις σου.
And take not the word of truth utterly out of my mouth; for I have hoped in thy judgments. So shall I keep thy law continually, for ever and ever.
44 Και θέλω φυλάττει τον νόμον σου διαπαντός, εις τον αιώνα του αιώνος.
45 Και θέλω περιπατεί εν ευρυχωρία· διότι εξεζήτησα τας εντολάς σου.
I walked also at large: for I sought out thy commandments.
46 Και θέλω ομιλεί περί των μαρτυρίων σου έμπροσθεν βασιλέων, και δεν θέλω αισχυνθή.
And I spoke of thy testimonies before kings, and was not ashamed.
47 Και θέλω εντρυφά εις τα προστάγματά σου, τα οποία ηγάπησα.
And I meditated on thy commandments, which I loved exceedingly.
48 Και θέλω υψόνει τας χείρας μου προς τα προστάγματά σου, τα οποία ηγάπησα· και θέλω μελετά εις τα διατάγματά σου.
And I lifted up my hands to thy commandments which I loved; and I meditated in thine ordinances.
49 Ζάϊν. Ενθυμήθητι τον λόγον τον προς τον δούλον σου, εις τον οποίον με επήλπισας.
Remember thy words to thy servant, wherein thou hast made me hope.
50 Αύτη είναι η παρηγορία μου εν τη θλίψει μου, ότι ο λόγος σου με εζωοποίησεν.
This has comforted me in mine affliction: for thine oracle has quickened me.
51 Οι υπερήφανοι με εχλεύαζον σφόδρα· αλλ' εγώ από του νόμου σου δεν εξέκλινα.
The proud have transgressed exceedingly; but I swerved not from thy law.
52 Ενεθυμήθην τας απ' αιώνος κρίσεις σου, Κύριε, και παρηγορήθην.
I remembered thy judgments of old, O Lord; and was comforted.
53 Φρίκη με κατέλαβεν εξ αιτίας των ασεβών, των εγκαταλειπόντων τον νόμον σου.
Despair took hold upon me, because of the sinners who forsake thy law.
54 Τα διατάγματά σου υπήρξαν εις εμέ ψαλμωδίαι εν τω οίκω της παροικίας μου.
Thine ordinances were my songs in the place of my sojourning.
55 Ενεθυμήθην εν νυκτί το όνομά σου, Κύριε· και εφύλαξα τον νόμον σου.
I remembered thy name, O Lord, in the night, and kept thy law.
56 Τούτο έγεινεν εις εμέ, διότι εφύλαξα τας εντολάς σου.
This I had, because I diligently sought thine ordinances.
57 Χεθ. Συ, Κύριε, μερίς μου είσαι· είπα να φυλάξω τους λόγους σου.
Thou art my portion, O Lord: I said that I would keep thy law.
58 Παρεκάλεσα το πρόσωπόν σου εν όλη καρδία· ελέησόν με κατά τον λόγον σου.
I besought thy favour with my whole heart: have mercy upon me according to thy word.
59 Διελογίσθην τας οδούς μου και έστρεψα τους πόδας μου εις τα μαρτύριά σου.
I thought on thy ways, and turned my feet to thy testimonies.
60 Έσπευσα και δεν εβράδυνα να φυλάξω τα προστάγματά σου.
I prepared myself, (and was not terrified, ) to keep thy commandments.
61 Στίφη ασεβών με περιεκύκλωσαν· αλλ' εγώ δεν ελησμόνησα τον νόμον σου.
The snares of sinners entangled me: but I forgot not thy law.
62 Το μεσονύκτιον εγείρομαι διά να σε δοξολογώ διά τας κρίσεις της δικαιοσύνης σου.
At midnight I arose, to give thanks to thee for the judgments of thy righteousness.
63 Εγώ είμαι μέτοχος πάντων των φοβουμένων σε και φυλαττόντων τας εντολάς σου.
I am a companion of all them that fear thee, and of them that keep thy commandments.
64 Η γη, Κύριε, είναι πλήρης του ελέους σου· δίδαξόν με τα διατάγματά σου.
O Lord, the earth is full of thy mercy: teach me thine ordinances.
65 Τεθ. Συ, Κύριε, ευηργέτησας τον δούλον σου κατά τον λόγον σου.
Thou hast wrought kindly with thy servant, o Lord, according to thy word.
66 Δίδαξόν με φρόνησιν και γνώσιν· διότι επίστευσα εις τα προστάγματά σου.
Teach me kindness, and instruction, and knowledge: for I have believed thy commandments.
67 Πριν ταλαιπωρηθώ, εγώ επλανώμην· αλλά τώρα εφύλαξα τον λόγον σου.
Before I was afflicted, I transgressed; therefore have I kept thy word.
68 Συ είσαι αγαθός και αγαθοποιός· δίδαξόν με τα διατάγματά σου.
Good art thou, O Lord; therefore in thy goodness teach me thine ordinances.
69 Οι υπερήφανοι έπλεξαν κατ' εμού ψεύδος· αλλ' εγώ εν όλη καρδία θέλω φυλάττει τας εντολάς σου.
The injustice of the proud has been multiplied against me: but I will search out thy commandments with all my heart.
70 Η καρδία αυτών έπηξεν ως πάχος· αλλ' εγώ εντρυφώ εις τον νόμον σου.
Their heart has been curdled like milk; but I have meditated on thy law.
71 Καλόν έγεινεν εις εμέ ότι εταλαιπωρήθην, διά να μάθω τα διατάγματά σου.
[It is] good for me that thou hast afflicted me; that I might learn thine ordinances.
72 Ο νόμος του στόματός σου είναι καλήτερος εις εμέ, υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου.
The law of thy mouth is better to me than thousands of gold and silver.
73 Ιώδ. Αι χείρές σου με έκαμαν και με έπλασαν· συνέτισόν με, και θέλω μάθει τα προστάγματά σου.
Thy hands have made me, and fashioned me: instruct me, that I may learn thy commandments.
74 Οι φοβούμενοί σε θέλουσι με ιδεί και ευφρανθή, διότι ήλπισα επί τον λόγον σου.
They that fear thee will see me and rejoice: for I have hoped in thy words.
75 Γνωρίζω, Κύριε, ότι αι κρίσεις σου είναι δικαιοσύνη, και ότι πιστώς με εταλαιπώρησας.
I know, O Lord, that thy judgments are righteousness, and [that] thou in truthfulness hast afflicted me.
76 Ας με παρηγορήση, δέομαι, το έλεός σου, κατά τον λόγον σου τον προς τον δούλον σου.
Let, I pray thee, thy mercy be to comfort me, according to thy word to thy servant.
77 Ας έλθωσιν επ' εμέ οι οικτιρμοί σου, διά να ζώ· διότι ο νόμος σου είναι η τρυφή μου.
Let thy compassions come to me, that I may live: for thy law is my (meditation)
78 Ας αισχυνθώσιν οι υπερήφανοι, διότι ζητούσιν αδίκως να με ανατρέψωσιν· αλλ' εγώ θέλω μελετά εις τας εντολάς σου.
Let the proud be ashamed; for they transgressed against me unjustly: but I will meditate in thy commandments.
79 Ας επιστρέψωσιν εις εμέ οι φοβούμενοί σε, και οι γνωρίζοντες τα μαρτύριά σου·
Let those that fear thee, and those that know thy testimonies, turn to me.
80 Ας ήναι η καρδία μου άμωμος εις τα διατάγματά σου, διά να μη αισχυνθώ.
Let mine heart be blameless in thine ordinances, that I may not be ashamed.
81 Καφ. Λιποθυμεί η ψυχή μου διά την σωτηρίαν σου· επί τον λόγον σου ελπίζω.
My soul faints for thy salvation: I have hoped in thy words.
82 Οι οφθαλμοί μου απέκαμον διά τον λόγον σου, λέγοντες, Πότε θέλεις με παρηγορήσει;
Mine eyes failed [in waiting] for thy word, saying, When wilt thou comfort me?
83 Διότι έγεινα ως ασκός εν τω καπνώ· αλλά τα διατάγματά σου δεν ελησμόνησα.
For I am become as a bottle in the frost: [yet] I have not forgotten thine ordinances.
84 Πόσαι είναι αι ημέραι του δούλου σου; πότε θέλεις κάμει κρίσιν εναντίον των καταδιωκόντων με;
How many are the days of thy servant? when wilt thou execute judgment for me on them that persecute me?
85 Οι υπερήφανοι, οι εναντίοι του νόμου σου, έσκαψαν εις εμέ λάκκους.
Transgressors told me [idle tales]; but not according to thy law, O Lord.
86 Πάντα τα προστάγματά σου είναι αλήθεια· αδίκως με κατατρέχουσι· βοήθησόν μοι.
All thy commandments are truth; they persecuted me unjustly; help thou me.
87 Παρ' ολίγον με κατέστρεψαν εις την γήν· αλλ' εγώ δεν εγκατέλιπον τας εντολάς σου.
They nearly made an end of me in the earth; but I forsook not thy commandments.
88 Ζωοποίησόν με κατά το έλεός σου· και θέλω φυλάξει τα μαρτύρια του στόματός σου.
Quicken me according to thy mercy; so shall I keep the testimonies of thy mouth.
89 Λάμεδ. Εις τον αιώνα, Κύριε, διαμένει ο λόγος σου εν τω ουρανώ·
Thy word, O Lord, abides in heaven for ever.
90 η αλήθειά σου εις γενεάν και γενεάν· εθεμελίωσας την γην, και διαμένει.
Thy truth [endures] to all generations; thou hast founded the earth, and it abides.
91 Κατά τας διατάξεις σου διαμένουσιν έως της σήμερον, διότι τα σύμπαντα είναι δούλοι σου.
The day continues by thy arrangement; for all things are thy servants.
92 Εάν ο νόμος σου δεν ήτο η τρυφή μου, τότε ήθελον χαθή εν τη θλίψει μου.
Were it not that thy law is my (meditation) then I should have perished in mine affliction.
93 Εις τον αιώνα δεν θέλω λησμονήσει τας εντολάς σου, διότι εν αυταίς με εζωοποίησας.
I will never forget thine ordinances; for with them thou hast quickened me.
94 Σος είμαι εγώ· σώσον με· διότι τας εντολάς σου εξεζήτησα.
I am thine, save me; for I have sought out thine ordinances.
95 Οι ασεβείς με περιέμενον διά να με αφανίσωσιν· αλλ' εγώ θέλω προσέχει εις τα μαρτύριά σου.
Sinners laid wait for me to destroy me; [but] I understood thy testimonies.
96 Εις πάσαν τελειότητα είδον όριον· αλλ' ο νόμος σου είναι πλατύς σφόδρα.
have seen an end of all perfection; [but] thy commandment is very broad.
97 Μεμ. Πόσον αγαπώ τον νόμον σου· όλην την ημέραν είναι μελέτη μου.
How I have loved thy law, O Lord! it is my meditation all the day.
98 Διά των προσταγμάτων σου με έκαμες σοφώτερον των εχθρών μου, διότι είναι πάντοτε μετ' εμού.
Thou hast made me wiser than mine enemies [in] thy commandment; for it is mine for ever.
99 Είμαι συνετώτερος πάντων των διδασκόντων με· διότι τα μαρτύριά σου είναι μελέτη μου.
I have more understanding than all my teachers; for thy testimonies are my medication.
100 Είμαι συνετώτερος των γερόντων· διότι εφύλαξα τας εντολάς σου.
I understand more that the aged; because I have sought out thy commandments.
101 Από πάσης οδού πονηράς εκώλυσα τους πόδας μου, διά να φυλάξω τον λόγον σου.
I have kept back my feet from every evil way, that I might keep thy words.
102 Από των κρίσεών σου δεν εξέκλινα· διότι συ με εδίδαξας.
I have not declined from thy judgments; for thou hast instructed me.
103 Πόσον γλυκείς είναι οι λόγοι σου εις τον ουρανίσκον μου· είναι υπέρ μέλι εις το στόμα μου.
How sweet are thine oracles to my throat! more so than honey to my mouth!
104 Εκ των εντολών σου έγεινα συνετός· διά τούτο εμίσησα πάσαν οδόν ψεύδους.
I gain understanding by thy commandments: therefore I have hated every way of unrighteousness.
105 Νούν. Λύχνος εις τους πόδας μου είναι ο λόγος σου και φως εις τας τρίβους μου.
Thy law is a lamp to my feet, and a light to my paths.
106 Ώμοσα και θέλω εμμένει να φυλάττω τας κρίσεις της δικαιοσύνης σου.
I have sworn and determined to keep the judgments of thy righteousness.
107 Εταλαιπωρήθην σφόδρα· Κύριε, ζωοποίησόν με κατά τον λόγον σου.
I have been very greatly afflicted, O Lord: quicken me, according to thy word.
108 Πρόσδεξαι, δέομαι, τας προαιρετικάς προσφοράς του στόματός μου, Κύριε· και δίδαξόν με τας κρίσεις σου.
Accept, I pray thee, O Lord, the freewill-offerings of my mouth, and teach me thy judgments.
109 Η ψυχή μου είναι πάντοτε εν κινδύνω· τον νόμον σου όμως δεν ελησμόνησα.
My soul is continually in thine hands; and I have not forgotten thy law.
110 Οι ασεβείς έστησαν εις εμέ παγίδα· αλλ' εγώ από των εντολών σου δεν εξέκλινα.
Sinners spread a snare for me; but I erred not from thy commandments.
111 Τα μαρτύριά σου εκληρονόμησα εις τον αιώνα· διότι ταύτα είναι η αγαλλίασις της καρδίας μου.
I have inherited thy testimonies for ever; for they are the joy of my heart.
112 Έκλινα την καρδίαν μου εις το να κάμνω τα διατάγματά σου πάντοτε μέχρι τέλους.
I have inclined my heart to perform thine ordinances for ever, in return [for thy mercies].
113 Σάμεχ. Εμίσησα τους διεστραμμένους στοχασμούς· τον δε νόμον σου ηγάπησα.
I have hated transgressors; but I have loved thy law.
114 Συ είσαι η σκέπη μου και η ασπίς μου· επί τον λόγον σου ελπίζω.
Thou art my helper and my supporter; I have hoped in thy words.
115 Απομακρύνθητε απ' εμού οι πονηρευόμενοι· διότι θέλω φυλάττει τα προστάγματα του Θεού μου.
Depart from me, ye evil-doers; for I will search out the commandments of my God.
116 Υποστήριζέ με κατά τον λόγον σου και θέλω ζή· και μη με καταισχύνης εις την ελπίδα μου.
Uphold me according to thy word, and quicken me; and make me not ashamed of my expectation.
117 Υποστήριζέ με και θέλω σωθή· και θέλω προσέχει διαπαντός εις τα διατάγματά σου.
Help me, and I shall be saved; and I will meditate in thine ordinances continually.
118 Συ κατεπάτησας πάντας τους εκκλίνοντας από των διαταγμάτων σου· διότι ματαία είναι η δολιότης αυτών.
Thou hast brought to nought all that depart from thine ordinances; for their inward thought is unrighteous.
119 Αποσκυβαλίζεις πάντας τους πονηρούς της γής· διά τούτο ηγάπησα τα μαρτύριά σου.
I have reckoned all the sinners of the earth as transgressors; therefore have I loved thy testimonies.
120 Έφριξεν η σαρξ μου από του φόβου σου, και από των κρίσεών σου εφοβήθην.
Penetrate my flesh with thy fear; for I am afraid of thy judgments.
121 Νγάϊν. Έκαμα κρίσιν και δικαιοσύνην· μη με παραδώσης εις τους αδικούντάς με.
I have done judgment and justice; deliver me not up to them that injure me.
122 Γενού εγγυητής του δούλου σου εις καλόν· ας μη με καταθλίψωσιν οι υπερήφανοι.
Receive thy servant for good: let not the proud accuse me falsely.
123 Οι οφθαλμοί μου απέκαμον διά την σωτηρίαν σου και διά τον λόγον της δικαιοσύνης σου.
Mine eyes have failed for thy salvation, and for the word of thy righteousness.
124 Κάμε μετά του δούλου σου κατά το έλεός σου και δίδαξόν με τα διατάγματά σου.
Deal with thy servant according to thy mercy, and teach me thine ordinances.
125 Δούλος σου είμαι εγώ· συνέτισόν με, και θέλω γνωρίσει τα μαρτύριά σου.
I am thy servant; instruct me, and I shall know thy testimonies.
126 Καιρός είναι διά να ενεργήση ο Κύριος· ηκύρωσαν τον νόμον σου.
[It is] time for the Lord to work: they have utterly broken thy law.
127 Διά τούτο ηγάπησα τα προστάγματά σου υπέρ χρυσίον, και υπέρ χρυσίον καθαρόν.
Therefore have I loved thy commandments more than gold, or the topaz.
128 Διά τούτο εγνώρισα ορθάς πάσας τας εντολάς σου περί παντός πράγματος· και εμίσησα πάσαν οδόν ψεύδους.
Therefore I directed myself [according] to all thy commandments: I have hated every unjust way.
129 Πε. Θαυμαστά είναι τα μαρτύριά σου· διά τούτο εφύλαξεν αυτά η ψυχή μου.
Thy testimonies are wonderful: therefore my soul has sought them out.
130 Η φανέρωσις των λόγων σου φωτίζει· συνετίζει τους απλούς.
The manifestation of thy words will enlighten, and instruct the simple.
131 Ήνοιξε το στόμα μου και ανεστέναξα· διότι επεθύμησα τα προστάγματά σου.
I opened my mouth, and drew breath: for I earnestly longed after thy commandments.
132 Επίβλεψον επ' εμέ και ελέησόν με, καθώς συνειθίζεις προς τους αγαπώντας το όνομά σου.
Look upon me and have mercy upon me, after the manner of them that love thy name.
133 Στερέωσον τα βήματά μου εις τον λόγον σου· και ας μη με κατακυριεύση μηδεμία ανομία.
Order my steps according to thy word: and let not any iniquity have dominion over me.
134 Λύτρωσόν με από καταδυναστείας ανθρώπων, και θέλω φυλάττει τας εντολάς σου.
Deliver me from the false accusation of men: so will I keep thy commandments.
135 Επίφανον το πρόσωπόν σου επί τον δούλον σου, και δίδαξόν με τα διατάγματά σου.
Cause thy face to shine upon thy servant: and teach me thine ordinances.
136 Ρύακας υδάτων κατεβίβασαν οι οφθαλμοί μου, επειδή δεν φυλάττουσι τον νόμον σου.
Mine eyes have been bathed in streams of water, because I kept not thy law.
137 Τσάδε. Δίκαιος είσαι, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.
Righteous art thou, O Lord, and upright are thy judgments.
138 Τα μαρτύριά σου, τα οποία διέταξας, είναι δικαιοσύνη και υπερτάτη αλήθεια.
Thou has commanded righteousness and perfect truth, [as] thy testimonies.
139 Ο ζήλος μου με κατέφαγε, διότι ελησμόνησαν τους λόγους σου οι εχθροί μου.
Thy zeal has quite wasted me: because mine enemies have forgotten thy words.
140 Ο λόγος σου είναι κεκαθαρισμένος σφόδρα· διά τούτο ο δούλός σου αγαπά αυτόν.
Thy word [has been] very fully tried; and thy servant loves it.
141 Μικρός είμαι και εξουδενωμένος· δεν ελησμόνησα όμως τας εντολάς σου.
I am young and despised: [yet] I have not forgotten thine ordinances.
142 Η δικαιοσύνη σου είναι δικαιοσύνη εις τον αιώνα, και ο νόμος σου αλήθεια.
Thy righteousness is an everlasting righteousness, and thy law is truth.
143 Θλίψεις και στενοχωρίαι με εύρηκαν· τα προστάγματά σου όμως είναι η χαρά μου.
Afflictions and distresses found me: [but] thy commandments [were] my (meditation)
144 Τα μαρτύριά σου είναι δικαιοσύνη εις τον αιώνα· Συνέτισόν με και θέλω ζήσει.
Thy testimonies [are] an everlasting righteousness: instruct me, and I shall live.
145 Κοφ. Έκραξα εν όλη καρδία· άκουσόν μου, Κύριε, και θέλω φυλάξει τα διατάγματά σου.
I cried with my whole heart; hear me, O Lord: I will search out thine ordinances.
146 Έκραξα προς σέ· σώσον με, και θέλω φυλάξει τα μαρτύριά σου.
I cried to thee; save me, and I will keep thy testimonies.
147 Προέλαβον την αυγήν και έκραξα· ήλπισα επί τον λόγον σου.
I arose before the dawn, and cried: I hoped in thy words.
148 Οι οφθαλμοί μου προλαμβάνουσι τας νυκτοφυλακάς, διά να μελετώ εις τον λόγον σου.
Mine eyes prevented the dawn, that I might meditate on thine oracles.
149 Άκουσον της φωνής μου κατά το έλεός σου· ζωοποίησόν με, Κύριε, κατά την κρίσιν σου.
Hear my voice, O Lord, according to thy mercy; quicken me according to thy judgment.
150 Επλησίασαν οι ακολουθούντες την πονηρίαν· εξέκλιναν από του νόμου σου.
They have drawn nigh who persecuted me unlawfully; and they are far removed from thy law.
151 Συ, Κύριε, είσαι πλησίον, και πάντα τα προστάγματά σου είναι αλήθεια.
Thou art near, O Lord; and all thy ways are truth.
152 Προ πολλού εγνώρισα εκ των μαρτυρίων σου, ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά.
I have known of old concerning thy testimonies, that thou hast founded them for ever.
153 Ρες. Ιδέ την θλίψιν μου και ελευθέρωσόν με· διότι δεν ελησμόνησα τον νόμον σου.
Look upon mine affliction, and rescue me; for I have not forgotten thy law.
154 Δίκασον την δίκην μου και λύτρωσόν με· ζωοποίησόν με κατά τον λόγον σου.
Plead my cause, and ransom me: quicken me because of thy word.
155 Μακράν από ασεβών η σωτηρία· διότι δεν εκζητούσι τα διατάγματά σου.
Salvation is far from sinners: for they have not searched out thine ordinances.
156 Μεγάλοι οι οικτιρμοί σου, Κύριε· ζωοποίησόν με κατά τας κρίσεις σου.
Thy mercies, O Lord, are many: quicken me according to thy judgment.
157 Πολλοί είναι οι καταδιώκοντές με και οι θλίβοντές με· αλλ' από των μαρτυρίων σου δεν εξέκλινα.
Many are they that persecute me and oppress me: [but] I have not declined from thy testimonies.
158 Είδον τους παραβάτας και εταράχθην· διότι δεν εφύλαξαν τον λόγον σου.
I beheld men acting foolishly, and I pined away; for they kept not thine oracles.
159 Ιδέ πόσον αγαπώ τας εντολάς σου· Κύριε, ζωοποίησόν με κατά το έλεός σου.
Behold, I have loved thy commandments, O Lord: quicken me in thy mercy.
160 Το κεφάλαιον του λόγου σου είναι η αλήθεια· και εις τον αιώνα μένουσι πάσαι αι κρίσεις της δικαιοσύνης σου.
The beginning of thy words is truth; and all the judgments of thy righteousness [endure] for ever.
161 Σχίν. Άρχοντες με κατεδίωξαν αναιτίως· αλλ' η καρδία μου τρέμει από του λόγου σου.
Princes persecuted me without a cause, but my heart feared because of thy words.
162 Αγάλλομαι εις τον λόγον σου, ως ο ευρίσκων λάφυρα πολλά.
I will exult because of thine oracles, as one that finds much spoil.
163 Μισώ και βδελύττομαι το ψεύδος· τον νόμον σου αγαπώ.
I hate and abhor unrighteousness; but I love thy law.
164 Επτάκις της ημέρας σε αινώ, διά τας κρίσεις της δικαιοσύνης σου.
Seven times in a day have I praised thee because of the judgments of thy righteousness.
165 Ειρήνην πολλήν έχουσιν οι αγαπώντες τον νόμον σου· και εις αυτούς δεν υπάρχει πρόσκομμα.
Great peace have they that love thy law: and there is no stumbling-block to them.
166 Ήλπισα επί την σωτηρίαν σου, Κύριε· και έπραξα τα προστάγματά σου.
I waited for thy salvation, O Lord, and have loved thy commandments.
167 Εφύλαξεν η ψυχή μου τα μαρτύριά σου· και ηγάπησα αυτά σφόδρα.
My soul has kept thy testimonies, and loved them exceedingly.
168 Εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύριά σου· διότι πάσαι αι οδοί μου είναι ενώπιόν σου.
I have kept thy commandments and thy testimonies; for all my ways are before thee, O Lord.
169 Ταυ. Ας πλησιάση η κραυγή μου ενώπιόν σου, Κύριε· συνέτισόν με κατά τον λόγον σου.
Let my supplication come near before thee, o Lord; instruct me according to thine oracle.
170 Ας έλθη η δέησίς μου ενώπιόν σου· λύτρωσόν με κατά τον λόγον σου.
Let my petition come in before thee, O Lord; deliver me according to thine oracle.
171 Τα χείλη μου θέλουσι προφέρει ύμνον, όταν με διδάξης τα διατάγματά σου.
Let my lips utter a hymn, when thou shalt have taught me thine ordinances.
172 Η γλώσσα μου θέλει λαλεί τον λόγον σου· διότι πάντα τα προστάγματά σου είναι δικαιοσύνη.
Let my tongue utter thine oracles; for all thy commandments are righteous.
173 Ας ήναι η χειρ σου εις βοήθειάν μου· διότι εξέλεξα τας εντολάς σου.
Let thine hand be [prompt] to save me; for I have chosen thy commandments.
174 Επεθύμησα την σωτηρίαν σου, Κύριε· και ο νόμος σου είναι τρυφή μου.
I have longed after thy salvation, O Lord; and thy law is my (meditation)
175 Ας ζήση η ψυχή μου και θέλει σε αινεί· και αι κρίσεις σου ας με βοηθώσι.
My soul shall live, and shall praise thee; and thy judgments shall help me.
176 Περιεπλανήθην ως πρόβατον απολωλός· ζήτησον τον δούλον σου· διότι δεν ελησμόνησα τα προστάγματά σου.
I have gone astray like a lost sheep; seek thy servant; for I have not forgotten thy commandments.