< Ἔσδρας Βʹ 1 >
1 Λόγοι Νεεμία υιού του Αχαλία. Και εν τω μηνί Χισλεύ, εν τω εικοστώ έτει, ότε ήμην εν Σούσοις τη βασιλευούση,
As palavras de Neemias, o filho de Hacaliah. Agora no mês de Chislev, no vigésimo ano, quando eu estava em Susa, o palácio,
2 ο Ανανί, εις εκ των αδελφών μου, ήλθεν, αυτός και τινές εκ του Ιούδα, και ηρώτησα αυτούς περί των διασωθέντων Ιουδαίων, οίτινες εναπελείφθησαν εκ της αιχμαλωσίας, και περί Ιερουσαλήμ.
Hanani, um dos meus irmãos, veio, ele e alguns homens de Judá; e eu lhes perguntei sobre os judeus que haviam escapado, que ficaram do cativeiro, e sobre Jerusalém.
3 Και είπον προς εμέ, Οι υπόλοιποι, οι εναπολειφθέντες εκ της αιχμαλωσίας εκεί εν τη επαρχία, είναι εν θλίψει μεγάλη, και ονειδισμώ· και το τείχος της Ιερουσαλήμ καθηρέθη, και αι πύλαι αυτής κατεκαύθησαν εν πυρί.
Eles me disseram: “Os remanescentes que ficaram do cativeiro lá na província estão em grande aflição e reprovação. O muro de Jerusalém também está derrubado, e suas portas estão queimadas com fogo”.
4 Και ότε ήκουσα τους λόγους τούτους, εκάθησα και έκλαυσα και επένθησα ημέρας και ενήστευον, και προσηυχόμην ενώπιον του Θεού του ουρανού,
Quando ouvi estas palavras, sentei-me e chorei, e chorei vários dias; e jejuei e orei diante do Deus do céu,
5 και είπα, Δέομαι, Κύριε, Θεέ του ουρανού, ο μέγας και φοβερός Θεός, ο φυλάττων την διαθήκην και το έλεος προς τους αγαπώντας αυτόν και τηρούντας τας εντολάς αυτού,
e disse: “Peço-te, Javé, o Deus do céu, o grande e espantoso Deus que mantém aliança e bondade amorosa com aqueles que o amam e guardam seus mandamentos,
6 ας ήναι τώρα το ους σου προσεκτικόν και οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι, διά να ακούσης την προσευχήν του δούλου σου, την οποίαν ήδη προσεύχομαι ενώπιόν σου ημέραν και νύκτα υπέρ των υιών Ισραήλ των δούλων σου, και εξομολογούμαι τα αμαρτήματα των υιών Ισραήλ, τα οποία ημαρτήσαμεν εις σέ· και εγώ και ο οίκος του πατρός μου ημαρτήσαμεν.
deixa agora que teus ouvidos estejam atentos e teus olhos abertos, para que ouças a oração de teu servo que eu rezo diante de ti a esta hora, dia e noite, pelos filhos de Israel teus servos, enquanto confesso os pecados dos filhos de Israel que pecamos contra ti. Sim, eu e a casa de meu pai pecamos.
7 Όλως διεφθάρημεν ενώπιόν σου, και δεν εφυλάξαμεν τας εντολάς και τα διατάγματα και τας κρίσεις, τας οποίας προσέταξας εις τον δούλον σου τον Μωϋσήν.
Temos tratado de forma muito corrupta contra vocês, e não guardamos os mandamentos, nem os estatutos, nem as ordenanças, que vocês ordenaram a seu servo Moisés.
8 Ενθυμήθητι, δέομαι, τον λόγον, τον οποίον προσέταξας εις τον δούλον σου τον Μωϋσήν, λέγων, Εάν γείνητε παραβάται, εγώ θέλω σας διασκορπίσει μεταξύ των εθνών·
“Lembra-te, peço-te, da palavra que ordenaste a teu servo Moisés, dizendo: 'Se transgredires, eu te espalharei entre os povos;
9 αλλ' εάν επιστρέψητε προς εμέ και φυλάξητε τας εντολάς μου και εκτελήτε αυτάς, και αν ήναι από σας απερριμμένοι έως των εσχάτων του ουρανού, και εκείθεν θέλω συνάξει αυτούς και θέλω φέρει αυτούς εις τον τόπον, τον οποίον εξέλεξα διά να κατοικίσω το όνομά μου εκεί.
mas se voltares para mim, e guardares meus mandamentos e os cumprires, embora teus párias estivessem na parte mais extrema dos céus, ainda assim os recolherei de lá, e os levarei ao lugar que escolhi, para fazer habitar ali meu nome'.
10 Ούτοι δε είναι δούλοί σου και λαός σου, τους οποίους ελύτρωσας διά της δυνάμεώς σου της μεγάλης και διά της χειρός σου της κραταιάς.
“Agora estes são seus servos e seu povo, a quem você resgatou por seu grande poder e por sua mão forte.
11 Δέομαι, Κύριε, ας ήναι ήδη το ους σου προσεκτικόν εις την προσευχήν του δούλου σου και εις την προσευχήν των δούλων σου, των θελόντων να φοβώνται το όνομά σου· και ευόδωσον, δέομαι, τον δούλον σου την ημέραν ταύτην, και χάρισον εις αυτόν έλεος ενώπιον του ανδρός τούτου. Διότι εγώ ήμην οινοχόος του βασιλέως.
Senhor, suplico-vos, que estejais atento agora à oração de vosso servo, e à oração de vossos servos que se deleitam em temer vosso nome; e por favor, fazei prosperar vosso servo hoje, e concedei-lhe misericórdia aos olhos deste homem”. Agora eu era portador de copos para o rei.