< Ἔσδρας Βʹ 1 >

1 Λόγοι Νεεμία υιού του Αχαλία. Και εν τω μηνί Χισλεύ, εν τω εικοστώ έτει, ότε ήμην εν Σούσοις τη βασιλευούση,
Paroles de Néhémie, fils de Hacalia. Au mois de Kisleu, la vingtième année, comme j’étais à Suse, dans la capitale,
2 ο Ανανί, εις εκ των αδελφών μου, ήλθεν, αυτός και τινές εκ του Ιούδα, και ηρώτησα αυτούς περί των διασωθέντων Ιουδαίων, οίτινες εναπελείφθησαν εκ της αιχμαλωσίας, και περί Ιερουσαλήμ.
Hanani, l’un de mes frères, et quelques hommes arrivèrent de Juda. Je les questionnai au sujet des Juifs réchappés qui étaient restés de la captivité, et au sujet de Jérusalem.
3 Και είπον προς εμέ, Οι υπόλοιποι, οι εναπολειφθέντες εκ της αιχμαλωσίας εκεί εν τη επαρχία, είναι εν θλίψει μεγάλη, και ονειδισμώ· και το τείχος της Ιερουσαλήμ καθηρέθη, και αι πύλαι αυτής κατεκαύθησαν εν πυρί.
Ils me répondirent: Ceux qui sont restés de la captivité sont là dans la province, au comble du malheur et de l’opprobre; les murailles de Jérusalem sont en ruines, et ses portes sont consumées par le feu.
4 Και ότε ήκουσα τους λόγους τούτους, εκάθησα και έκλαυσα και επένθησα ημέρας και ενήστευον, και προσηυχόμην ενώπιον του Θεού του ουρανού,
Lorsque j’entendis ces choses, je m’assis, je pleurai, et je fus plusieurs jours dans la désolation. Je jeûnai et je priai devant le Dieu des cieux,
5 και είπα, Δέομαι, Κύριε, Θεέ του ουρανού, ο μέγας και φοβερός Θεός, ο φυλάττων την διαθήκην και το έλεος προς τους αγαπώντας αυτόν και τηρούντας τας εντολάς αυτού,
et je dis: O Éternel, Dieu des cieux, Dieu grand et redoutable, toi qui gardes ton alliance et qui fais miséricorde à ceux qui t’aiment et qui observent tes commandements!
6 ας ήναι τώρα το ους σου προσεκτικόν και οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι, διά να ακούσης την προσευχήν του δούλου σου, την οποίαν ήδη προσεύχομαι ενώπιόν σου ημέραν και νύκτα υπέρ των υιών Ισραήλ των δούλων σου, και εξομολογούμαι τα αμαρτήματα των υιών Ισραήλ, τα οποία ημαρτήσαμεν εις σέ· και εγώ και ο οίκος του πατρός μου ημαρτήσαμεν.
Que ton oreille soit attentive et que tes yeux soient ouverts: écoute la prière que ton serviteur t’adresse en ce moment, jour et nuit, pour tes serviteurs les enfants d’Israël, en confessant les péchés des enfants d’Israël, nos péchés contre toi; car moi et la maison de mon père, nous avons péché.
7 Όλως διεφθάρημεν ενώπιόν σου, και δεν εφυλάξαμεν τας εντολάς και τα διατάγματα και τας κρίσεις, τας οποίας προσέταξας εις τον δούλον σου τον Μωϋσήν.
Nous t’avons offensé, et nous n’avons point observé les commandements, les lois et les ordonnances que tu prescrivis à Moïse, ton serviteur.
8 Ενθυμήθητι, δέομαι, τον λόγον, τον οποίον προσέταξας εις τον δούλον σου τον Μωϋσήν, λέγων, Εάν γείνητε παραβάται, εγώ θέλω σας διασκορπίσει μεταξύ των εθνών·
Souviens-toi de cette parole que tu donnas ordre à Moïse, ton serviteur, de prononcer. Lorsque vous pécherez, je vous disperserai parmi les peuples;
9 αλλ' εάν επιστρέψητε προς εμέ και φυλάξητε τας εντολάς μου και εκτελήτε αυτάς, και αν ήναι από σας απερριμμένοι έως των εσχάτων του ουρανού, και εκείθεν θέλω συνάξει αυτούς και θέλω φέρει αυτούς εις τον τόπον, τον οποίον εξέλεξα διά να κατοικίσω το όνομά μου εκεί.
mais si vous revenez à moi, et si vous observez mes commandements et les mettez en pratique, alors, quand vous seriez exilés à l’extrémité du ciel, de là je vous rassemblerai et je vous ramènerai dans le lieu que j’ai choisi pour y faire résider mon nom.
10 Ούτοι δε είναι δούλοί σου και λαός σου, τους οποίους ελύτρωσας διά της δυνάμεώς σου της μεγάλης και διά της χειρός σου της κραταιάς.
Ils sont tes serviteurs et ton peuple, que tu as rachetés par ta grande puissance et par ta main forte.
11 Δέομαι, Κύριε, ας ήναι ήδη το ους σου προσεκτικόν εις την προσευχήν του δούλου σου και εις την προσευχήν των δούλων σου, των θελόντων να φοβώνται το όνομά σου· και ευόδωσον, δέομαι, τον δούλον σου την ημέραν ταύτην, και χάρισον εις αυτόν έλεος ενώπιον του ανδρός τούτου. Διότι εγώ ήμην οινοχόος του βασιλέως.
Ah! Seigneur, que ton oreille soit attentive à la prière de ton serviteur, et à la prière de tes serviteurs qui veulent craindre ton nom! Donne aujourd’hui du succès à ton serviteur, et fais-lui trouver grâce devant cet homme! J’étais alors échanson du roi.

< Ἔσδρας Βʹ 1 >