< Ἔσδρας Βʹ 8 >

1 Συνήχθη δε πας ο λαός, ως εις άνθρωπος, εις την πλατείαν την έμπροσθεν της πύλης των υδάτων· και είπον προς Έσδραν τον γραμματέα, να φέρη το βιβλίον του νόμου του Μωϋσέως, τον οποίον ο Κύριος προσέταξεν εις τον Ισραήλ.
Zo verzamelde zich al het volk als een enig man op de straat voor de Waterpoort; en zij zeiden tot Ezra, den schriftgeleerde, dat hij het boek der wet van Mozes zou halen, die de HEERE Israel geboden had.
2 Και την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός έφερεν Έσδρας ο ιερεύς τον νόμον έμπροσθεν της συνάξεως ανδρών τε και γυναικών και πάντων των δυναμένων να εννοώσιν ακούοντες.
En Ezra, de priester, bracht de wet voor de gemeente, beiden mannen en vrouwen, en allen, die verstandig waren om te horen, op den eersten dag der zevende maand.
3 Και ανέγνωσεν εν αυτώ, εν τη πλατεία τη έμπροσθεν της πύλης των υδάτων, από της αυγής μέχρι της μεσημβρίας, ενώπιον των ανδρών και των γυναικών και των δυναμένων να εννοώσι· και τα ώτα παντός του λαού προσείχον εις το βιβλίον του νόμου.
En hij las daarin voor de straat, die voor de Waterpoort is, van het morgen licht aan tot op den middag, voor de mannen en vrouwen, en de verstandigen; en de oren des gansen volks waren naar het wetboek.
4 Ίστατο δε Έσδρας ο γραμματεύς επί βήματος ξυλίνου, το οποίον έκαμον επίτηδες· και πλησίον αυτού ίστατο Ματταθίας και Σεμά και Αναΐας και Ουρίας και Χελκίας και Μαασίας, εκ δεξιών αυτού· εξ αριστερών δε αυτού Φεδαΐας και Μισαήλ και Μαλχίας και Ασούμ και Ασβαδανά, Ζαχαρίας και Μεσουλλάμ.
En Ezra, de schriftgeleerde, stond op een hogen houten stoel, dien zij tot die zaak gemaakt hadden, en nevens hem stond Mattithja, en Sema, en Anaja, en Uria, en Hilkia, en Maaseja, aan zijn rechterhand; en aan zijn linkerhand Pedaja, en Misael, en Malchia, en Hasum, en Hasbaddana, Zacharja en Mesullam.
5 Και ήνοιξεν ο Έσδρας το βιβλίον ενώπιον παντός του λαού· διότι ήτο υπεράνω παντός του λαού· και ότε ήνοιξεν αυτό, πας ο λαός ηγέρθη.
En Ezra opende het boek voor de ogen des gansen volks, want hij was boven al het volk; en als hij het opende, stond al het volk.
6 Και ηυλόγησεν ο Έσδρας τον Κύριον, τον Θεόν τον μέγαν. Και πας ο λαός απεκρίθη, Αμήν, Αμήν, υψόνοντες τας χείρας αυτών· και κύψαντες, προσεκύνησαν τον Κύριον με τα πρόσωπα επί την γην.
En Ezra loofde den HEERE, den groten God; en al het volk antwoordde: Amen, amen! met opheffing hunner handen, en neigden zich, en aanbaden den HEERE, met de aangezichten ter aarde.
7 Ιησούς δε και Βανί και Σερεβίας, Ιαμείν, Ακκούβ, Σαββεθαΐ, Ωδίας, Μαασίας, Κελιτά, Αζαρίας, Ιωζαβάδ, Ανάν, Φελαΐας και οι Λευΐται εξήγουν τον νόμον εις τον λαόν· και ο λαός ίστατο εν τω τόπω αυτού.
Jesua nu, en Bani, en Serebja, Jamin, Akkub, Sabbethai, Hodia, Maaseja, Kelita, Azaria, Jozabad, Hanan, Pelaja, en de Levieten onderwezen het volk in de wet. En het volk stond op zijn standplaats.
8 Και ανέγνωσαν εν τω βιβλίω του νόμου του Θεού ευκρινώς, και έδωκαν την έννοιαν και εξήγησαν τα αναγινωσκόμενα.
En zij lazen in het boek, in de wet Gods, duidelijk; en den zin verklarende, zo maakten zij, dat men het verstond in het lezen.
9 Και ο Νεεμίας, ούτος είναι ο Θιρσαθά, και Έσδρας ο ιερεύς ο γραμματεύς, και οι Λευΐται οι εξηγούντες εις τον λαόν, είπον προς πάντα τον λαόν, Η ημέρα αύτη είναι αγία εις Κύριον τον Θεόν σας· μη πενθείτε μηδέ κλαίετε. Διότι πας ο λαός έκλαιεν, ως ήκουσαν τους λόγους του νόμου.
En Nehemia (dezelve is Hattirsatha) en Ezra, de priester, de schriftgeleerde, en de Levieten, die het volk onderwezen, zeiden tot al het volk: Deze dag is den HEERE, uw God, heilig; bedrijft dan geen rouw, en weent niet; want al het volk weende, als zij de woorden der wet hoorden.
10 Και είπε προς αυτούς, Υπάγετε, φάγετε παχέα και πίετε γλυκάσματα, και αποστείλατε μερίδας προς τους μη έχοντας μηδέν ητοιμασμένον· διότι η ημέρα είναι αγία εις τον Κύριον ημών· και μη λυπείσθε· διότι η χαρά του Κυρίου είναι η ισχύς σας.
Voorts zeide hij tot hen: Gaat, eet het vette, en drinkt het zoete, en zendt delen dengenen, voor welken niets bereid is, want deze dag is onzen HEERE heilig; zo bedroeft u niet, want de blijdschap des HEEREN, die is uw sterkte.
11 Και κατεσίγασαν οι Λευΐται πάντα τον λαόν, λέγοντες, Ησυχάζετε· διότι η ημέρα είναι αγία· και μη λυπείσθε.
En de Levieten stilden al het volk, zeggende: Zwijgt, want deze dag is heilig, daarom bedroeft u niet.
12 Και απήλθε πας ο λαός, διά να φάγωσι και να πίωσι και να αποστείλωσι μερίδας και να κάμωσιν ευφροσύνην μεγάλην, διότι ενόησαν τους λόγους τους οποίους εφανέρωσαν εις αυτούς.
Toen ging al het volk henen om te eten, en om te drinken, en om delen te zenden, en om grote blijdschap te maken; want zij hadden de woorden verstaan, die men hun had bekend gemaakt.
13 Και την δευτέραν ημέραν συνήχθησαν οι άρχοντες των πατριών παντός του λαού, οι ιερείς και οι Λευΐται, προς Έσδραν τον γραμματέα, διά να διδαχθώσι τους λόγους του νόμου.
En des anderen daags verzamelden zich de hoofden der vaderen van het ganse volk, de priesters en de Levieten, tot Ezra, den schriftgeleerde, en dat, om verstand te bekomen in de woorden der wet.
14 Και εύρηκαν γεγραμμένον εν τω νόμω, τον οποίον προσέταξεν ο Κύριος διά του Μωϋσέως, να κατοικήσωσιν οι υιοί Ισραήλ εν σκηναίς εν τη εορτή του εβδόμου μηνός·
En zij vonden in de wet geschreven, dat de HEERE door de hand van Mozes geboden had, dat de kinderen Israels in loofhutten zouden wonen, op het feest in de zevende maand;
15 και να δημοσιεύσωσι και να διακηρύξωσιν εις πάσας τας πόλεις αυτών και εις την Ιερουσαλήμ, λέγοντες, Εξέλθετε εις το όρος και φέρετε κλάδους ελαίας και κλάδους αγριελαίας και κλάδους μυρσίνης και κλάδους φοινίκων και κλάδους δασυφύλλων δένδρων, διά να κάμητε σκηνάς, κατά το γεγραμμένον.
En dat zij het zouden luidbaar maken, en een stem laten doorgaan door al hun steden, en te Jeruzalem, zeggende: Gaat uit op het gebergte, en haalt takken van olijfbomen, en takken van andere olieachtige bomen, en takken van mirtebomen, en takken van palmbomen, en takken van andere dichte bomen, om loofhutten te maken, als er geschreven is.
16 Και εξελθών ο λαός έφερε, και έκαμον εις εαυτούς σκηνάς, έκαστος επί του δώματος αυτού, και εν ταις αυλαίς αυτών και εν ταις αυλαίς του οίκου του Θεού και εν τη πλατεία της πύλης των υδάτων και εν τη πλατεία της πύλης του Εφραΐμ.
Alzo ging het volk uit en haalden ze, en maakten zich loofhutten, een iegelijk op zijn dak, en in hun voorhoven, en in de voorhoven van Gods huis, en op de straat der Waterpoort, en op de straat van Efraimspoort.
17 Και πάσα η σύναξις των επιστρεψάντων από της αιχμαλωσίας έκαμον σκηνάς, και εκάθησαν εν ταις σκηναίς· διότι από των ημερών Ιησού υιού του Ναυή μέχρι εκείνης της ημέρας, οι υιοί Ισραήλ δεν είχον κάμει ούτω. Και έγεινεν ευφροσύνη μεγάλη σφόδρα.
En de ganse gemeente dergenen, die uit de gevangenis waren wedergekomen, maakten loofhutten, en woonden in die loofhutten; want de kinderen Israels hadden alzo niet gedaan sinds de dagen van Jesua, den zoon van Nun, tot op dezen dag toe; en er was zeer grote blijdschap.
18 Και καθ' εκάστην ημέραν, από της πρώτης ημέρας μέχρι της τελευταίας ημέρας, ανεγίνωσκεν εν τω βιβλίω του νόμου του Θεού. Και έκαμον εορτήν επτά ημέρας· την δε ογδόην ημέραν πάνδημον σύναξιν, κατά το διατεταγμένον.
En men las in het wetboek Gods dag bij dag, van den eersten dag tot den laatsten dag. En zij hielden het feest zeven dagen, en op den achtsten dag den verbodsdag, naar het recht.

< Ἔσδρας Βʹ 8 >