< Ἔσδρας Βʹ 6 >
1 Καθώς δε ήκουσαν ο Σαναβαλλάτ και ο Τωβίας και ο Γησέμ ο Άραψ και οι λοιποί εκ των εχθρών ημών, ότι εγώ ωκοδόμησα το τείχος και δεν έμεινε πλέον χάλασμα εις αυτό, αν και μέχρις εκείνου του καιρού θύρας δεν έστησα επί των πυλών,
Or il arriva que lorsque Sanaballat, Tobie, Gossem l’Arabe, et tous nos autres ennemis, eurent appris que j’avais bâti le mur, et qu’il n’y restait plus de brèche (jusqu’à ce temps-là, cependant, je n’avais pas mis les battants aux portes),
2 ο Σαναβαλλάτ και ο Γησέμ απέστειλαν προς εμέ, λέγοντες, Έλθετε, και ας συναχθώμεν ομού εις τινά εκ των κωμών εν τη πεδιάδι Ωνώ. Εβουλεύοντο δε να κάμωσιν εις εμέ κακόν.
Sanaballat et Gossem envoyèrent vers moi, disant: Viens, et faisons alliance ensemble dans les petits bourgs, dans la campagne d’Ono. Mais ils songeaient à me faire du mal.
3 Και απέστειλα μηνυτάς προς αυτούς, λέγων, Έργον μέγα κάμνω και δεν δύναμαι να καταβώ· διά τι να παύση το έργον, όταν εγώ αφήσας αυτό καταβώ προς εσάς;
Je leur envoyai donc des messagers, disant: Je fais un grand travail; ainsi je ne puis descendre, de peur qu’il ne soit négligé lorsque j’irai et descendrai vers vous.
4 Και απέστειλαν προς εμέ τετράκις κατά τον τρόπον τούτον· και εγώ απεκρίθην προς αυτούς κατά τον αυτόν τρόπον.
Or ils renvoyèrent vers moi, d’après cette parole, par quatre fois, et je leur répondis selon la première parole.
5 Τότε ο Σαναβαλλάτ απέστειλε προς εμέ τον δούλον αυτού κατά τον αυτόν τρόπον, πέμπτην φοράν, με ανοικτήν επιστολήν εις την χείρα αυτού·
Alors Sanaballat m’envoya, pour la cinquième fois, son serviteur, qui avait en sa main une lettre écrite en ces termes:
6 εν ή ήτο γεγραμμένον, Ηκούσθη μεταξύ των εθνών, και ο Γασμού λέγει, ότι συ και οι Ιουδαίοι βουλεύεσθε να επαναστατήσητε· διά τούτο συ οικοδομείς το τείχος, διά να γείνης βασιλεύς αυτών, κατά τους λόγους τούτους·
Parmi les nations, on a appris, et Gossem a dit, que toi et les Juifs vous songez à vous révolter, que pour cela tu bâtis le mur, que tu veux t’élever jusqu’à être roi sur eux, et que pour ce motif,
7 έτι διώρισας προφήτας, να κηρύττωσι περί σου εν Ιερουσαλήμ, λέγοντες, Είναι βασιλεύς εν Ιούδα· και τώρα θέλει απαγγελθή προς τον βασιλέα κατά τους λόγους τούτους· ελθέ λοιπόν τώρα, και ας συμβουλευθώμεν ομού.
Tu as même aposté des prophètes pour t’annoncer dans Jérusalem, disant: Il y a un roi en Judée. Le roi va apprendre ces choses; c’est pourquoi viens maintenant, afin que nous tenions conseil ensemble.
8 Τότε απέστειλα προς αυτόν, λέγων, Δεν είναι τοιαύτα πράγματα καθώς συ λέγεις, αλλά συ πλάττεις αυτά εκ της καρδίας σου.
Et j’envoyai vers eux disant: Il n’a pas été fait selon ces paroles que tu dis; mais c’est dans ton cœur que tu inventes toi-même ces choses.
9 Διότι πάντες ούτοι εφοβέριζον ημάς, λέγοντες, Θέλουσιν εξασθενήσει αι χείρες αυτών από του έργου, και δεν θέλει εκτελεσθή. Τώρα λοιπόν, Θεέ, κραταίωσον τας χείρας μου.
Car tous ces gens nous épouvantaient, pensant que nos mains cesseraient le travail et que nous nous reposerions. Pour ce motif, je fortifiai davantage mes mains.
10 Και εγώ υπήγα εις την οικίαν του Σεμαΐα, υιού του Δαλαΐα, υιού του Μεεταβεήλ, όστις ήτο κεκλεισμένος· και είπεν, Ας συνέλθωμεν ομού εις τον οίκον του Θεού, εντός του ναού, και ας κλείσωμεν τας θύρας του ναού· διότι αυτοί έρχονται να σε φονεύσωσι· ναι, την νύκτα έρχονται να σε φονεύσωσιν.
J’entrai ensuite secrètement dans la maison de Sémaia, fils de Dalaïa, fils de Métabéel, et il me dit: Consultons entre nous dans la maison de Dieu, au milieu du temple, et fermons les portes de la maison, parce qu’ils doivent venir pour te tuer, et c’est dans la nuit qu’ils doivent venir pour te détruire.
11 Αλλ' εγώ απεκρίθην, Άνθρωπος οποίος εγώ ήθελον φύγει; και τις, οποίος εγώ, ήθελεν εισέλθει εις τον ναόν διά να σώση την ζωήν αυτού; δεν θέλω εισέλθει.
Et je répondis: Est-ce que quelqu’un semblable à moi fuit? Et quel homme comme moi entrera dans le temple et vivra? Je n’y entrerai pas.
12 Και ιδού, εγνώρισα ότι ο Θεός δεν απέστειλεν αυτόν να προφέρη την προφητείαν ταύτην εναντίον μου· αλλ' ότι ο Τωβίας και ο Σαναβαλλάτ εμίσθωσαν αυτόν.
Et je compris que Dieu ne l’avait pas envoyé, mais qu’il m’avait parlé en feignant d’être prophète, et que Tobie et Sanaballat l’avaient gagné;
13 Διά τούτο ήτο μεμισθωμένος, διά να φοβηθώ και να κάμω ούτω και να αμαρτήσω, και να έχωσιν αφορμήν να κακολογήσωσι, διά να με ονειδίσωσι.
Car il avait reçu un salaire, afin que j’agisse et, épouvanté, je péchasse, et qu’ils eussent un mal à me reprocher.
14 Μνήσθητι, Θεέ μου, του Τωβία και του Σαναβαλλάτ κατά τα έργα αυτών ταύτα, και έτι της προφητίσσης Νωαδίας και των λοιπών προφητών, οίτινες με εφοβέριζον.
Souvenez-vous de moi, Seigneur, en considérant ces œuvres de Tobie et de Sanaballat; mais souvenez-vous aussi de Noadie, le prophète, et de tous les autres prophètes qui m’épouvantaient.
15 Ούτω συνετελέσθη το τείχος κατά την εικοστήν πέμπτην του μηνός Ελούλ, εν πεντήκοντα δύο ημέραις.
Or le mur fut achevé le vingt-cinquième jour du mois d’Elul, en cinquante-deux jours.
16 Και ότε ήκουσαν πάντες οι εχθροί ημών, τότε εφοβήθησαν πάντα τα έθνη τα πέριξ ημών, και εταπεινώθησαν σφόδρα εις τους οφθαλμούς εαυτών· διότι εγνώρισαν ότι παρά του Θεού ημών έγεινε το έργον τούτο.
Il arriva donc, lorsque tous nos ennemis l’eurent appris, que toutes les nations qui étaient autour de nous craignirent et furent consternées en elles-mêmes, et qu’elles reconnurent que c’était par Dieu qu’avait été fait cet ouvrage.
17 Προσέτι εν ταις ημέραις εκείναις οι πρόκριτοι του Ιούδα έπεμπον συνεχώς τας επιστολάς αυτών προς τον Τωβίαν, και αι του Τωβία ήρχοντο προς αυτούς.
Mais, de plus, en ces jours-là, beaucoup de lettres des principaux des Juifs étaient envoyées à Tobie, et Tobie leur en adressait,
18 Διότι ήσαν εν τω Ιούδα πολλοί ώρκισμένοι εις αυτόν, επειδή ήτο γαμβρός του Σεχανία, υιού του Αράχ· και Ιωανάν ο υιός αυτού είχε λάβει την θυγατέρα του Μεσουλλάμ, υιού του Βαραχίου.
Car il y en avait beaucoup en Judée qui lui avaient prêté serment, parce qu’il était gendre de Séchénias, fils d’Aréa, et que Johanan, son fils, avait épousé la fille de Mosollam, fils de Barachias,
19 Μάλιστα διηγούντο ενώπιόν μου τας αγαθοεργίας αυτού, και ανέφερον προς αυτόν τους λόγους μου. Και ο Τωβίας έστελλεν επιστολάς διά να με φοβερίζη.
Et ils le louaient même devant moi, et lui rapportaient mes paroles; et Tobie envoyait des lettres pour m’épouvanter.