< Ἔσδρας Βʹ 5 >
1 Ήτο δε μεγάλη κραυγή του λαού και των γυναικών αυτών κατά των αδελφών αυτών των Ιουδαίων.
És nagy volt a népnek s nejeiknek kiáltása zsidó testvéreik ellen.
2 Διότι ήσαν τινές λέγοντες, Ημείς, οι υιοί ημών και αι θυγατέρες ημών, είμεθα πολλοί· όθεν ας λάβωμεν σίτον, διά να φάγωμεν και να ζήσωμεν.
Voltak ugyanis, kik mondták: A mi fiaink és leányaink sokan vannak és vennünk kell gabonát, hogy együnk és éljünk.
3 Και ήσαν τινές λέγοντες, Ημείς βάλλομεν ενέχυρον τους αγρούς ημών, τους αμπελώνας ημών και τας οικίας ημών, διά να λάβωμεν σίτον εξ αιτίας της πείνης.
És voltak, a kik mondták: mezőinket, szőlőinket és házainkat el kell zálogosítanunk, hogy vegyünk gabonát az éhségben.
4 Ήσαν έτι τινές λέγοντες, Ημείς εδανείσθημεν αργύρια διά τους φόρους του βασιλέως επί τους αγρούς και επί τους αμπελώνας ημών·
És voltak, a kik mondták: Pénzt vettünk kölcsön a király adójához mezőinkre és szőlőinkre.
5 τώρα δε η σαρξ ημών είναι ως η σαρξ των αδελφών ημών, τα τέκνα ημών ως τα τέκνα αυτών· και ιδού, ημείς καθυποβάλλομεν εις δουλείαν τους υιούς ημών και τας θυγατέρας ημών διά να ήναι δούλοι, και τινές εκ των θυγατέρων ημών εφέρθησαν ήδη εις δουλείαν· και δεν είναι ουδέν εις την εξουσίαν ημών, διότι άλλοι έχουσι τους αγρούς και τους αμπελώνας ημών.
És most, a milyen testvéreink húsa, olyan a mi húsunk, a milyenek az ő fiaik, olyanok a mi fiaink, s íme kényszerítenünk kell fiainkat a leányainkat szolgákká, és vannak leányaink közül, kik már kényszerítve vannak, nincsen mód a kezünkben, hisz mezőink és szőlőink másokéi.
6 Και ηγανάκτησα σφόδρα, ακούσας την κραυγήν αυτών και τους λόγους τούτους.
Ez nagyon bosszantott engem, midőn hallottam kiáltásukat és eme beszédeket.
7 Και εσκέφθην κατ' εμαυτόν, και επέπληξα τους προκρίτους και τους προεστώτας και είπα προς αυτούς, Σεις φορολογείτε έκαστος τον αδελφόν αυτού. Και συνεκάλεσα κατ' αυτών σύναξιν μεγάλην.
És tanácskozott szívem én bennem, és pöröltem a nemesekkel és a vezérekkel és mondtam nekik: Mint hitelezők bántok ti kiki testvérével! És rendeztem ellenük nagy gyülekezetet.
8 Και είπα προς αυτούς, Ημείς κατά την δύναμιν ημών εξηγοράσαμεν τους αδελφούς ημών Ιουδαίους, τους πωληθέντας εις τα έθνη· και σεις αυτοί θέλετε πωλήσει τους αδελφούς σας; ή θέλουσι πωληθή εις ημάς; Εκείνοι δε εσιώπων και δεν εύρηκαν απόκρισιν.
És mondtam nekik: Mi megvettük zsidó testvéreinket, a kik eladva voltak a nemzeteknek, a mennyire tőlünk tellett; és ti még el is adnátok testvéreiteket, hogy minekünk eladassanak. Erre hallgattak s nem találtak választ.
9 Και είπα, Δεν είναι καλόν το πράγμα το οποίον σεις κάμνετε· δεν πρέπει να περιπατήτε εν τω φόβω του Θεού ημών, διά να μη ονειδίζωσιν ημάς τα έθνη, οι εχθροί ημών;
És mondtam: Nem jó a dolog, a mit ti cselekszetek. Nemde a mi Istenünk félelmében kellene járnotok, a nemzeteknek, ellenségeinknek gyalázása miatt!
10 και εγώ έτι και οι αδελφοί μου και οι δούλοί μου εδανείσαμεν εις αυτούς χρήματα και σίτον· ας αφήσωμεν, παρακαλώ, την απαίτησιν ταύτην·
Én is, meg testvéreim és legényeim az ő hitelezőik vagyunk pénzzel és gabonával, hadd engedjük csak el ezt az adósságot.
11 επιστρέψατε λοιπόν εις αυτούς, ταύτην την ημέραν, τους αγρούς αυτών, τους αμπελώνας αυτών, τους ελαιώνας αυτών και τους οίκους αυτών και το εκατοστόν του αργυρίου και του σίτου, του οίνου και του ελαίου, το οποίον απαιτείτε παρ' αυτών.
Adjátok csak vissza nekik e napon mezőiket, szőlőiket, olajfáikat, házaikat és századát a pénznek és a gabonának, mustnak s olajnak, a mivel hitelezőik vagytok.
12 Τότε είπον, Θέλομεν αποδώσει ταύτα και δεν θέλομεν ζητήσει ουδέν παρ' αυτών· ούτω θέλομεν κάμει, καθώς συ λέγεις. Τότε εκάλεσα τους ιερείς και ώρκισα αυτούς, ότι θέλουσι κάμει κατά τον λόγον τούτον.
Erre mondták: Visszaadjuk s tőlük mit sem követelünk; úgy cselekszünk, a mint te mondod. És elhívtam a papokat s megeskettem őket, hogy ekképp fognak cselekedni.
13 Εξετίναξα έτι τον κόλπον μου, λέγων, Ούτω να εκτινάξη ο Θεός πάντα άνθρωπον από του οίκου αυτού και από του κόπου αυτού, όστις δεν εκτελέση τον λόγον τούτον, και ούτω να ήναι εκτετιναγμένος και κενός. Και είπον πάσα η σύναξις, Αμήν, και εδόξασαν τον Κύριον. Και έκαμεν ο λαός κατά τον λόγον τούτον.
Ki is ráztam ölemet és mondtam: Így rázzon ki Isten minden embert, a ki ezt a dolgot nem teljesíti, házából és szerzeményéből s így legyen kirázott és üres. Erre mondta az egész gyülekezet: Ámen! És dicsérték az Örökkévalót, és cselekedett a nép ezenképpen.
14 Αφ' ης δε ημέρας προσετάχθην να ήμαι κυβερνήτης αυτών εν τη γη Ιούδα, από του εικοστού έτους έως του τριακοστού δευτέρου έτους Αρταξέρξου του βασιλέως, δώδεκα έτη, εγώ και οι αδελφοί μου δεν εφάγομεν τον άρτον του κυβερνήτου.
Attól a naptól fogva is, a melyen kirendeltek engem, hogy helytartójuk legyek Jehúda országában, huszadik évétől harminckettedik évéig Artachsaszt királynak, tizenkét éven át, én a testvéreimmel a helytartó kenyerét nem ettem.
15 Οι πρότεροι όμως κυβερνήται, οι προ εμού, κατεβάρυνον τον λαόν, και ελάμβανον παρ' αυτών άρτον και οίνον, εκτός τεσσαράκοντα σίκλων αργυρίου· έτι και οι δούλοι αυτών εξουσίαζον τον λαόν· αλλ' εγώ δεν έκαμνον ούτω, φοβούμενος τον Θεόν.
Az előbbi helytartók pedig, a kik előttem voltak, megterhelték a népet és vettek tőlük kenyér és bor fejében több mint negyven sékel ezüstöt, a legényeik is hatalmaskodtak a nép fölött; de én nem cselekedtem így, istenfélelemből.
16 Και μάλιστα ενισχύθην εις το έργον τούτου του τείχους, και αγρόν δεν ηγοράσαμεν· και πάντες οι δούλοί μου ήσαν συνηγμένοι εκεί εις το έργον.
És e fal munkájában is erősködtem s mezőt nem vettünk, mind a legényeim pedig egybegyűlve voltak ott a munkánál.
17 Ήσαν έτι εις την τράπεζάν μου εκατόν πεντήκοντα άνδρες εκ των Ιουδαίων και των προεστώτων, και οι ερχόμενοι προς ημάς εκ των εθνών των πέριξ ημών.
A zsidók pedig, mind a vezérek, százötven ember, s azok, a kik hozzánk jöttek a körülöttünk levő nemzetek közül, asztalomnál voltak.
18 Το δε καθ' ημέραν ετοιμαζόμενον δι' εμέ ήτο εις βους και εξ εκλεκτά πρόβατα· και πτηνά ητοιμάζοντο δι' εμέ, και άπαξ εις δέκα ημέρας αφθονία από παντός είδους οίνου· και όμως δεν εζήτησα τον άρτον του κυβερνήτου· διότι η δουλεία ήτο βαρεία επί τούτον τον λαόν.
A mi pedig elkészíttetett egy napra: egy ökör, hat válogatott juh, és szárnyasok készíttettek el nekem és tíz napon belül jó sok mindenféle borból; mindamellett a helytartó kenyerét nem követeltem, mert terhes volt a szolgálat ezen a népen.
19 Μνήσθητί μου, Θεέ μου, επ' αγαθώ, κατά πάντα όσα εγώ έκαμον υπέρ του λαού τούτου.
Emlékezzél meg, Istenem, javamra mindarról, a mit ezért a népért cselekedtem.