< Ἔσδρας Βʹ 5 >

1 Ήτο δε μεγάλη κραυγή του λαού και των γυναικών αυτών κατά των αδελφών αυτών των Ιουδαίων.
Og der rejste sig et stort Skrig af Folket og deres Hustruer imod deres Brødre, Jøderne.
2 Διότι ήσαν τινές λέγοντες, Ημείς, οι υιοί ημών και αι θυγατέρες ημών, είμεθα πολλοί· όθεν ας λάβωμεν σίτον, διά να φάγωμεν και να ζήσωμεν.
Thi der var nogle, som sagde: Vi med vore Sønner og vore Døtre ere mange; saa lader os da faa Korn, at vi maa æde og leve.
3 Και ήσαν τινές λέγοντες, Ημείς βάλλομεν ενέχυρον τους αγρούς ημών, τους αμπελώνας ημών και τας οικίας ημών, διά να λάβωμεν σίτον εξ αιτίας της πείνης.
Der var og dem, som sagde: Vi have pantsat vore Agre og vore Vingaarde og vore Huse; lader os da faa Korn i denne Hungersnød!
4 Ήσαν έτι τινές λέγοντες, Ημείς εδανείσθημεν αργύρια διά τους φόρους του βασιλέως επί τους αγρούς και επί τους αμπελώνας ημών·
Og der var dem, som sagde: Vi have laant Penge paa vore Agre og vore Vingaarde for at betale Kongen Skat.
5 τώρα δε η σαρξ ημών είναι ως η σαρξ των αδελφών ημών, τα τέκνα ημών ως τα τέκνα αυτών· και ιδού, ημείς καθυποβάλλομεν εις δουλείαν τους υιούς ημών και τας θυγατέρας ημών διά να ήναι δούλοι, και τινές εκ των θυγατέρων ημών εφέρθησαν ήδη εις δουλείαν· και δεν είναι ουδέν εις την εξουσίαν ημών, διότι άλλοι έχουσι τους αγρούς και τους αμπελώνας ημών.
Nu er dog vort Legeme saa godt som vore Brødres Legeme og vore Børn som deres Børn; men se, vi maa give vore Sønner og vore Døtre hen som Trælle, ja, der er nogle af vore Døtre alt givne hen og ere ikke i vore Hænders Magt, medens vore Agre og vore Vingaarde tilhøre andre.
6 Και ηγανάκτησα σφόδρα, ακούσας την κραυγήν αυτών και τους λόγους τούτους.
Og min Vrede optændtes saare, der jeg hørte deres Skrig og disse Ord.
7 Και εσκέφθην κατ' εμαυτόν, και επέπληξα τους προκρίτους και τους προεστώτας και είπα προς αυτούς, Σεις φορολογείτε έκαστος τον αδελφόν αυτού. Και συνεκάλεσα κατ' αυτών σύναξιν μεγάλην.
Og jeg overvejede Sagen i mit Hjerte, og jeg trættede med de ypperste og Forstanderne og sagde til dem: I trykke den ene den anden med Gæld! og jeg stillede en stor Forsamling imod dem,
8 Και είπα προς αυτούς, Ημείς κατά την δύναμιν ημών εξηγοράσαμεν τους αδελφούς ημών Ιουδαίους, τους πωληθέντας εις τα έθνη· και σεις αυτοί θέλετε πωλήσει τους αδελφούς σας; ή θέλουσι πωληθή εις ημάς; Εκείνοι δε εσιώπων και δεν εύρηκαν απόκρισιν.
Og jeg sagde til dem: Vi have løskøbt vore Brødre, Jøderne, som vare solgte til Hedningerne, efter vor Formue, og I, I ville derimod sælge eders Brødre, og skulle de sælge sig til os? Da tav de og fandt intet at svare.
9 Και είπα, Δεν είναι καλόν το πράγμα το οποίον σεις κάμνετε· δεν πρέπει να περιπατήτε εν τω φόβω του Θεού ημών, διά να μη ονειδίζωσιν ημάς τα έθνη, οι εχθροί ημών;
Fremdeles sagde jeg: Det er ikke en god Ting, som I gøre; skulde I ikke vandre i vor Guds Frygt for Hedningernes, vore Fjenders, Forsmædelses Skyld?
10 και εγώ έτι και οι αδελφοί μου και οι δούλοί μου εδανείσαμεν εις αυτούς χρήματα και σίτον· ας αφήσωμεν, παρακαλώ, την απαίτησιν ταύτην·
Og jeg, mine Brødre og mine Tjenere, vi have betroet dem Penge og Korn; lader os dog eftergive denne Gæld!
11 επιστρέψατε λοιπόν εις αυτούς, ταύτην την ημέραν, τους αγρούς αυτών, τους αμπελώνας αυτών, τους ελαιώνας αυτών και τους οίκους αυτών και το εκατοστόν του αργυρίου και του σίτου, του οίνου και του ελαίου, το οποίον απαιτείτε παρ' αυτών.
Kære, tilbagegiver dem paa denne Dag deres Agre, deres Vingaarde, deres Oliegaarde og deres Huse, og den hundrede Part af Pengene og Kornet, Mosten og Olien, som I have betroet dem.
12 Τότε είπον, Θέλομεν αποδώσει ταύτα και δεν θέλομεν ζητήσει ουδέν παρ' αυτών· ούτω θέλομεν κάμει, καθώς συ λέγεις. Τότε εκάλεσα τους ιερείς και ώρκισα αυτούς, ότι θέλουσι κάμει κατά τον λόγον τούτον.
Da sagde de: Vi ville give det tilbage og intet kræve af dem, saaledes ville vi gøre, ligesom du har sagt; og jeg kaldte ad Præsterne og tog en Ed af dem, at de skulde gøre efter dette Ord.
13 Εξετίναξα έτι τον κόλπον μου, λέγων, Ούτω να εκτινάξη ο Θεός πάντα άνθρωπον από του οίκου αυτού και από του κόπου αυτού, όστις δεν εκτελέση τον λόγον τούτον, και ούτω να ήναι εκτετιναγμένος και κενός. Και είπον πάσα η σύναξις, Αμήν, και εδόξασαν τον Κύριον. Και έκαμεν ο λαός κατά τον λόγον τούτον.
Jeg udrystede ogsaa min Kjortelflig og sagde: Saaledes udryste Gud hver Mand fra sit Hus og fra sit Arbejde, naar han ikke holder dette Ord, og han blive saa udrystet og tom! Og den ganske Forsamling sagde: Amen! og de lovede Herren, og Folket gjorde efter dette Ord.
14 Αφ' ης δε ημέρας προσετάχθην να ήμαι κυβερνήτης αυτών εν τη γη Ιούδα, από του εικοστού έτους έως του τριακοστού δευτέρου έτους Αρταξέρξου του βασιλέως, δώδεκα έτη, εγώ και οι αδελφοί μου δεν εφάγομεν τον άρτον του κυβερνήτου.
Ogsaa fra den Dag, da Kongen befalede mig at være deres Landshøvding i Judas Land, som var fra det tyvende Aar og indtil Kong Artakserkses's to og tredivte Aar, det er tolv Aar, aad jeg og mine Brødre ikke det Landshøvdingen tilkommende Brød.
15 Οι πρότεροι όμως κυβερνήται, οι προ εμού, κατεβάρυνον τον λαόν, και ελάμβανον παρ' αυτών άρτον και οίνον, εκτός τεσσαράκοντα σίκλων αργυρίου· έτι και οι δούλοι αυτών εξουσίαζον τον λαόν· αλλ' εγώ δεν έκαμνον ούτω, φοβούμενος τον Θεόν.
Og de forrige Landshøvdinger, som havde været før mig, havde besværet Folket og taget Brød og Vin af dem og derefter fyrretyve Sekel Sølv, ogsaa deres Tjenere herskede over Folket; men jeg gjorde ikke saa for Guds Frygts Skyld.
16 Και μάλιστα ενισχύθην εις το έργον τούτου του τείχους, και αγρόν δεν ηγοράσαμεν· και πάντες οι δούλοί μου ήσαν συνηγμένοι εκεί εις το έργον.
Tilmed lagde jeg Haand paa Arbejdet med denne Mur, og vi købte ingen Agre; og alle mine Tjenere maatte forsamle sig der til Arbejdet.
17 Ήσαν έτι εις την τράπεζάν μου εκατόν πεντήκοντα άνδρες εκ των Ιουδαίων και των προεστώτων, και οι ερχόμενοι προς ημάς εκ των εθνών των πέριξ ημών.
Tilmed vare af Jøderne og Forstanderne hundrede og halvtredsindstyve Mænd, og de, som kom til os fra Hedningerne, der vare trindt omkring os, ved mit Bord.
18 Το δε καθ' ημέραν ετοιμαζόμενον δι' εμέ ήτο εις βους και εξ εκλεκτά πρόβατα· και πτηνά ητοιμάζοντο δι' εμέ, και άπαξ εις δέκα ημέρας αφθονία από παντός είδους οίνου· και όμως δεν εζήτησα τον άρτον του κυβερνήτου· διότι η δουλεία ήτο βαρεία επί τούτον τον λαόν.
Og det, som blev lavet til een Dag, var een Okse, seks udvalgte Faar samt Fugle, som bleve lavede til mig, og een Gang i Løbet af ti Dage var der Vin af al Slags i Overflødighed; desuagtet krævede jeg ikke det Landshøvdingen tilkommende Brød, thi Arbejdet laa svart paa dette Folk.
19 Μνήσθητί μου, Θεέ μου, επ' αγαθώ, κατά πάντα όσα εγώ έκαμον υπέρ του λαού τούτου.
Min Gud! kom i Hu, mig til det gode, alt det, som jeg har gjort for dette Folk!

< Ἔσδρας Βʹ 5 >