< Ἔσδρας Βʹ 4 >

1 Ότε δε ήκουσεν ο Σαναβαλλάτ ότι ημείς οικοδομούμεν το τείχος, ωργίσθη και ηγανάκτησε πολύ και περιεγέλασε τους Ιουδαίους.
Cuando Sanbalat se enteró de que estábamos reconstruyendo el muro, se puso furioso, ¡muy furioso! Se burló de los judíos
2 Και ελάλησεν ενώπιον των αδελφών αυτού και του στρατεύματος της Σαμαρείας και είπε, Τι κάμνουσιν οι άθλιοι ούτοι Ιουδαίοι; θέλουσιν αφήσει αυτούς; θέλουσι θυσιάσει; θέλουσι τελειώσει εν μιά ημέρα; θέλουσιν αναζωοποιήσει εκ των σωρών του χώματος τους λίθους, και τούτους κεκαυμένους;
delante de sus colegas y del ejército de Samaria, diciendo: “¿Qué pretenden estos judíos inútiles? ¿Creen que pueden reconstruir el muro? ¿Van a ofrecer sacrificios? ¿Van a terminarlo en un día? ¿Creen que pueden reutilizar las piedras de los montones de escombros y de tierra, sobre todo porque todas han sido quemadas?”
3 Πλησίον δε αυτού ήτο Τωβίας ο Αμμωνίτης· και είπε, Και αν κτίσωσιν, αλώπηξ αναβαίνουσα θέλει καθαιρέσει το λίθινον αυτών τείχος.
Tobías el amonita, que estaba a su lado, comentó: “¡Hasta una zorra que caminara sobre lo que están construyendo derribaría su muro de piedras!”
4 Άκουσον, Θεέ ημών· διότι μυκτηριζόμεθα· και στρέψον τον ονειδισμόν αυτών κατά της κεφαλής αυτών και κάμε αυτούς να γείνωσι λάφυρον εν γη αιχμαλωσίας·
Yo oré: “Señor, por favor, escúchanos, porque nos están tratando con desprecio. Haz que sus insultos caigan sobre sus propias cabezas. Que se los lleven como un botín, prisioneros en tierra extranjera.
5 και μη καλύψης την ανομίαν αυτών, και η αμαρτία αυτών ας μη εξαλειφθή απ' έμπροσθέν σου· διότι προέφεραν ονειδισμούς κατά των οικοδομούντων.
No perdones sus culpas ni borres sus pecados, porque te han hecho enfadar delante de los constructores”.
6 Ούτως ανωκοδομήσαμεν το τείχος· και άπαν το τείχος συνεδέθη, έως του ημίσεος αυτού· διότι ο λαός είχε καρδίαν εις το εργάζεσθαι.
Así que reconstruimos la muralla hasta que quedó toda unida, llegando a la mitad de su altura, porque el pueblo estaba deseoso de trabajar.
7 Αλλ' ότε Σαναβαλλάτ και Τωβίας και οι Άραβες και οι Αμμωνίται και οι Αζώτιοι ήκουσαν ότι τα τείχη της Ιερουσαλήμ επισκευάζονται, και ότι τα χαλάσματα ήρχισαν να φράττωνται, ωργίσθησαν σφόδρα·
Cuando Sanbalat y Tobías, y los árabes, los amonitas y los asdoditas, oyeron que la reparación de las murallas de Jerusalén avanzaba y que se estaban rellenando los huecos, se pusieron furiosos.
8 και συνώμοσαν πάντες ομού να έλθωσι να πολεμήσωσιν εναντίον της Ιερουσαλήμ, και να κάμωσιν εις αυτήν βλάβην.
Todos conspiraron juntos para venir a atacar Jerusalén y para confundirlo todo.
9 Και ημείς προσηυχήθημεν εις τον Θεόν ημών και εστήσαμεν φυλακάς εναντίον αυτών ημέραν και νύκτα, φοβούμενοι απ' αυτών.
Así que oramos a nuestro Dios, y tuvimos guardias preparados para defendernos de ellos día y noche.
10 Και είπεν ο Ιούδας, Η δύναμις των εργατών ητόνησε, και το χώμα είναι πολύ, και ημείς δεν δυνάμεθα να οικοδομώμεν το τείχος.
Entonces la gente de Judá empezó a refunfuñar, diciendo: “Los obreros están agotados. Hay demasiados escombros que limpiar. Nunca podremos terminar el muro”.
11 Οι δε εχθροί ημών είπον, Δεν θέλουσι μάθει ουδέ θέλουσιν ιδεί, εωσού έλθωμεν εις το μέσον αυτών και φονεύσωμεν αυτούς, και καταπαύσωμεν το έργον.
Nuestros enemigos se decían: “Antes de que se den cuenta, antes de que se den cuenta de nada, apareceremos en medio de ellos, los mataremos y pondremos fin a lo que están haciendo”.
12 Και ελθόντες οι Ιουδαίοι, οι κατοικούντες πλησίον αυτών, είπον προς ημάς δεκάκις, Προσέχετε από πάντων των τόπων, διά των οποίων επιστρέφετε προς ημάς.
Los judíos que vivían cerca venían y nos decían una y otra vez: “Nos van a atacar desde todas las direcciones!”
13 Όθεν έστησα εις τους χαμηλοτέρους τόπους όπισθεν του τείχους και εις τους υψηλοτέρους τόπους, έστησα τον λαόν κατά συγγενείας, με τας ρομφαίας αυτών, με τας λόγχας αυτών και με τα τόξα αυτών.
Así que posicioné a los defensores detrás de las secciones más bajas y vulnerables de la muralla. Les hice tomar sus posiciones por familias, armados con sus espadas, lanzas y arcos.
14 Και είδον και εσηκώθην και είπα προς τους προκρίτους και προς τους προεστώτας και προς το επίλοιπον του λαού, Μη φοβηθήτε απ' αυτών· ενθυμείσθε τον Κύριον, τον μέγαν και φοβερόν, και πολεμήσατε υπέρ των αδελφών σας, των υιών σας και των θυγατέρων σας, των γυναικών σας και των οίκων σας.
Después de inspeccionar nuestras defensas, me puse de pie y me dirigí a los nobles, a los funcionarios y al resto del pueblo, diciendo: “¡No tengan miedo de ellos! ¡Recordad al Señor, que es poderoso y formidable! Luchad por vuestros hermanos, vuestros hijos y vuestras hijas, vuestras mujeres y vuestros hogares”.
15 Και ότε οι εχθροί ημών ήκουσαν ότι το πράγμα εγνώσθη εις ημάς, και διεσκέδασεν ο Θεός την βουλήν αυτών, επεστρέψαμεν πάντες ημείς εις το τείχος, έκαστος εις το έργον αυτού.
Cuando nuestros enemigos descubrieron que conocíamos su plan y que Dios lo había frustrado, todos volvimos a nuestro trabajo en el muro.
16 Και απ' εκείνης της ημέρας το ήμισυ των δούλων μου ειργάζοντο το έργον, και το ήμισυ αυτών εκράτουν τας λόγχας, τους θυρεούς και τα τόξα, τεθωρακισμένοι και οι άρχοντες ήσαν οπίσω παντός του οίκου Ιούδα.
A partir de ese momento, la mitad de mis hombres se dedicó a trabajar, mientras que la otra mitad estaba preparada para luchar, con sus lanzas, escudos, arcos y armaduras. Los líderes se colocaron detrás de todo el pueblo de Judá
17 Οι οικοδομούντες το τείχος και οι αχθοφορούντες και οι φορτίζοντες, έκαστος διά της μιας χειρός αυτού εδούλευεν εις το έργον και διά της άλλης εκράτει το όπλον.
que estaba construyendo el muro. Los que llevaban los materiales trabajaban con una mano, y en la otra sostenían un arma.
18 Οι δε οικοδόμοι, έκαστος είχε την ρομφαίαν αυτού περιεζωσμένην εις την οσφύν αυτού και ωκοδόμει ο δε σαλπίζων εν τη σάλπιγγι ήτο πλησίον μου.
Todos los constructores llevaban una espada atada al costado, y el trompetista estaba a mi lado.
19 Και είπα προς τους προκρίτους και προς τους προεστώτας και προς το επίλοιπον του λαού, το έργον είναι μέγα και πλατύ· ημείς δε είμεθα διακεχωρισμένοι επί το τείχος, ο εις μακράν του άλλου·
Luego les dije a los nobles, a los funcionarios y al resto del pueblo: “Tenemos mucho que hacer en todas partes, así que estamos muy repartidos a lo largo de la muralla.
20 εις όντινα λοιπόν τόπον ακούσητε την φωνήν της σάλπιγγος, εκεί δράμετε προς ημάς· ο Θεός ημών θέλει πολεμήσει υπέρ ημών.
Dondequiera que estén y oigan el sonido de la trompeta, corranpara unirse a nosotros allí. Nuestro Dios luchará por nosotros”.
21 Ούτως ειργαζόμεθα το έργον· και το ήμισυ αυτών εκράτει τας λόγχας, απ' αρχής της αυγής έως της ανατολής των άστρων.
Seguimos trabajando, con la mitad de los hombres sosteniendo lanzas desde el amanecer hasta que salieron las estrellas.
22 Και κατά τον αυτόν καιρόν είπα προς τον λαόν, Έκαστος μετά του δούλου αυτού ας διανυκτερεύη εν τω μέσω της Ιερουσαλήμ, και ας ήναι την νύκτα φύλακες εις ημάς, και ας εργάζωνται την ημέραν.
También le dije a la gente: “Todos, incluidos los sirvientes, deben pasar la noche dentro de Jerusalén, para que puedan hacer guardia por la noche y trabajar durante el día”.
23 Και ούτε εγώ, ούτε οι αδελφοί μου, ούτε οι δούλοί μου, ούτε οι άνδρες της προφυλάξεως οι ακολουθούντές με, ουδείς εξ ημών εξεδύετο τα ιμάτια αυτού· μόνον διά να λούηται εξεδύετο έκαστος.
Durante ese tiempo ninguno de nosotros se cambió de ropa, ni yo, ni mis hermanos, ni mis hombres, ni los guardias que estaban conmigo. Todos llevaban sus armas en todo momento, incluso para ir a buscaragua.

< Ἔσδρας Βʹ 4 >