< Ἔσδρας Βʹ 4 >
1 Ότε δε ήκουσεν ο Σαναβαλλάτ ότι ημείς οικοδομούμεν το τείχος, ωργίσθη και ηγανάκτησε πολύ και περιεγέλασε τους Ιουδαίους.
Forsothe it was doon, whanne Sanaballath hadde herd, that we bildiden the wal, he was ful wrooth, and he was stirid greetli, and scornede the Jewis.
2 Και ελάλησεν ενώπιον των αδελφών αυτού και του στρατεύματος της Σαμαρείας και είπε, Τι κάμνουσιν οι άθλιοι ούτοι Ιουδαίοι; θέλουσιν αφήσει αυτούς; θέλουσι θυσιάσει; θέλουσι τελειώσει εν μιά ημέρα; θέλουσιν αναζωοποιήσει εκ των σωρών του χώματος τους λίθους, και τούτους κεκαυμένους;
And he seide bifor hise britheren, and the multitude of Samaritans, What doen the feble Jewis? Whether hethene men schulen suffre hem? Whether thei schulen fille, and make sacrifice in o dai? Whether thei moun bilde stonys of the heepis of the dust, that ben brent?
3 Πλησίον δε αυτού ήτο Τωβίας ο Αμμωνίτης· και είπε, Και αν κτίσωσιν, αλώπηξ αναβαίνουσα θέλει καθαιρέσει το λίθινον αυτών τείχος.
But also Tobie Amanytes, his neiybore, seide, Bilde thei; if a fox stieth, he schal `skippe ouer the stony wal `of hem.
4 Άκουσον, Θεέ ημών· διότι μυκτηριζόμεθα· και στρέψον τον ονειδισμόν αυτών κατά της κεφαλής αυτών και κάμε αυτούς να γείνωσι λάφυρον εν γη αιχμαλωσίας·
And Neemye seide, Oure God, here thou, for we ben maad dispising; turne thou the schenschip on her heed, and yyue thou hem in to dispisyng in the lond of caytifte;
5 και μη καλύψης την ανομίαν αυτών, και η αμαρτία αυτών ας μη εξαλειφθή απ' έμπροσθέν σου· διότι προέφεραν ονειδισμούς κατά των οικοδομούντων.
hile thou not the wickidnesse of hem, and her synnes be not doon awei bifor thi face; for thei scorneden bilderis.
6 Ούτως ανωκοδομήσαμεν το τείχος· και άπαν το τείχος συνεδέθη, έως του ημίσεος αυτού· διότι ο λαός είχε καρδίαν εις το εργάζεσθαι.
Therfor we bildiden the wal, and ioyneden togidere al `til to the half part, and the herte of the puple was exitid to worche.
7 Αλλ' ότε Σαναβαλλάτ και Τωβίας και οι Άραβες και οι Αμμωνίται και οι Αζώτιοι ήκουσαν ότι τα τείχη της Ιερουσαλήμ επισκευάζονται, και ότι τα χαλάσματα ήρχισαν να φράττωνται, ωργίσθησαν σφόδρα·
Forsothe it was doon, whanne Sanaballat `hadde herd, and Tobie, and Arabiens, and Amanytys, and men of Azotus hadden herd, that the brekyng of the wal of Jerusalem was stoppid, and that the crasyngis hadden bigunne to be closid togidere, thei weren ful wrothe.
8 και συνώμοσαν πάντες ομού να έλθωσι να πολεμήσωσιν εναντίον της Ιερουσαλήμ, και να κάμωσιν εις αυτήν βλάβην.
And alle weren gaderid togidere to come and fiyte ayens Jerusalem, and to caste tresouns.
9 Και ημείς προσηυχήθημεν εις τον Θεόν ημών και εστήσαμεν φυλακάς εναντίον αυτών ημέραν και νύκτα, φοβούμενοι απ' αυτών.
And we preieden oure Lord God, and we settiden keperis on the wal bi dai and niyt ayens hem.
10 Και είπεν ο Ιούδας, Η δύναμις των εργατών ητόνησε, και το χώμα είναι πολύ, και ημείς δεν δυνάμεθα να οικοδομώμεν το τείχος.
Forsothe Juda seide, The strengthe of the berere is maad feble, and the erthe is ful myche, and we moun not bilde the wal.
11 Οι δε εχθροί ημών είπον, Δεν θέλουσι μάθει ουδέ θέλουσιν ιδεί, εωσού έλθωμεν εις το μέσον αυτών και φονεύσωμεν αυτούς, και καταπαύσωμεν το έργον.
And oure enemyes seiden, Wite thei not, and knowe thei not, til we comen in to the myddil of hem, and sleen hem, and maken the werk to ceesse.
12 Και ελθόντες οι Ιουδαίοι, οι κατοικούντες πλησίον αυτών, είπον προς ημάς δεκάκις, Προσέχετε από πάντων των τόπων, διά των οποίων επιστρέφετε προς ημάς.
Forsothe it was doon, whanne Jewis came, that dwelliden bisidis hem, and seiden to vs `bi ten tymes, fro alle places fro whiche thei camen to vs,
13 Όθεν έστησα εις τους χαμηλοτέρους τόπους όπισθεν του τείχους και εις τους υψηλοτέρους τόπους, έστησα τον λαόν κατά συγγενείας, με τας ρομφαίας αυτών, με τας λόγχας αυτών και με τα τόξα αυτών.
Y ordeynede the puple in ordre, with her swerdis, and speris, and bouwis, in a place bihynde the wal bi cumpas.
14 Και είδον και εσηκώθην και είπα προς τους προκρίτους και προς τους προεστώτας και προς το επίλοιπον του λαού, Μη φοβηθήτε απ' αυτών· ενθυμείσθε τον Κύριον, τον μέγαν και φοβερόν, και πολεμήσατε υπέρ των αδελφών σας, των υιών σας και των θυγατέρων σας, των γυναικών σας και των οίκων σας.
Y bihelde, and roos, and seide to the principal men, and magistratis, and to `the tother part of the comyn puple, Nyle ye drede of her face; haue ye mynde of the greet Lord, and ferdful, and fiyte ye for youre britheren, and youre sones, and youre douytris, for youre wyues, and housis.
15 Και ότε οι εχθροί ημών ήκουσαν ότι το πράγμα εγνώσθη εις ημάς, και διεσκέδασεν ο Θεός την βουλήν αυτών, επεστρέψαμεν πάντες ημείς εις το τείχος, έκαστος εις το έργον αυτού.
Forsothe it was doon, whanne oure enemyes hadden herd that it was teld to vs, God distriede her counsel; and alle we turneden ayen to the wallis, ech man to his werk.
16 Και απ' εκείνης της ημέρας το ήμισυ των δούλων μου ειργάζοντο το έργον, και το ήμισυ αυτών εκράτουν τας λόγχας, τους θυρεούς και τα τόξα, τεθωρακισμένοι και οι άρχοντες ήσαν οπίσω παντός του οίκου Ιούδα.
And it was doon fro that dai, the half part of yonge men made werk, and the half part was redi to batel; `and speris, and scheldis, and bouwis, and harburiouns, and princes aftir hem, in al the hows of men of Juda,
17 Οι οικοδομούντες το τείχος και οι αχθοφορούντες και οι φορτίζοντες, έκαστος διά της μιας χειρός αυτού εδούλευεν εις το έργον και διά της άλλης εκράτει το όπλον.
bildynge in the wal, and berynge birthuns, and puttynge on; with her oon hond thei maden werk, and with the tother thei helden swerd.
18 Οι δε οικοδόμοι, έκαστος είχε την ρομφαίαν αυτού περιεζωσμένην εις την οσφύν αυτού και ωκοδόμει ο δε σαλπίζων εν τη σάλπιγγι ήτο πλησίον μου.
For ech of the bilderis was gird with the swerd on the reynes; and thei bildiden, and sowneden with clariouns bisidis me.
19 Και είπα προς τους προκρίτους και προς τους προεστώτας και προς το επίλοιπον του λαού, το έργον είναι μέγα και πλατύ· ημείς δε είμεθα διακεχωρισμένοι επί το τείχος, ο εις μακράν του άλλου·
And Y seide to the principal men, and magistratis, and to the tothir part of the comyn puple, The werk is greet and brood, and we ben departid fer in the wal, oon from anothir;
20 εις όντινα λοιπόν τόπον ακούσητε την φωνήν της σάλπιγγος, εκεί δράμετε προς ημάς· ο Θεός ημών θέλει πολεμήσει υπέρ ημών.
in what euer place ye heren the sown of the trumpe, renne ye togidere thidur to vs; for oure God schal fiyte for vs.
21 Ούτως ειργαζόμεθα το έργον· και το ήμισυ αυτών εκράτει τας λόγχας, απ' αρχής της αυγής έως της ανατολής των άστρων.
And we `vs silf schal make the werk, and the half part of vs holde speris, fro `the stiyng of the moreutid til that sterris go out.
22 Και κατά τον αυτόν καιρόν είπα προς τον λαόν, Έκαστος μετά του δούλου αυτού ας διανυκτερεύη εν τω μέσω της Ιερουσαλήμ, και ας ήναι την νύκτα φύλακες εις ημάς, και ας εργάζωνται την ημέραν.
And `in that tyme Y seide to the puple, Ech man with his child dwelle in the myddil of Jerusalem, and whilis be to vs `bi nyyt and dai to worche.
23 Και ούτε εγώ, ούτε οι αδελφοί μου, ούτε οι δούλοί μου, ούτε οι άνδρες της προφυλάξεως οι ακολουθούντές με, ουδείς εξ ημών εξεδύετο τα ιμάτια αυτού· μόνον διά να λούηται εξεδύετο έκαστος.
But Y, and my britheren, and my keperis, and children, that weren after me, diden not of oure clothis; ech man was maad nakid oneli to waischyng.