< Ἔσδρας Βʹ 13 >
1 Εν τη ημέρα εκείνη ανεγνώσθη εν τω βιβλίω του Μωϋσέως εις τα ώτα του λαού· και ευρέθη γεγραμμένον εν αυτώ, ότι οι Αμμωνίται και οι Μωαβίται δεν έπρεπε να εισέλθωσιν εις την συναγωγήν του Θεού έως αιώνος·
Och på den tid vardt Mose bok läsen för folkens öron; och vardt funnet deruti skrifvet, att de Ammoniter och de Moabiter skulle aldrig komma uti Guds församling;
2 διότι δεν προϋπήντησαν τους υιούς Ισραήλ μετά άρτου και μετά ύδατος, αλλ' εμίσθωσαν τον Βαλαάμ εναντίον αυτών, διά να καταρασθή αυτούς· πλην ο Θεός ημών έτρεψε την κατάραν εις ευλογίαν.
Derföre, att de icke mötte Israels barnom med bröd och vatten, utan lejde Bileam emot dem, att han skulle förbanna dem; ändock vår Gud vände den förbannelsen uti välsignelse.
3 Και ως ήκουσαν τον νόμον, εχώρισαν από του Ισραήλ πάντα αλλογενή.
Då de nu hörde denna lagen, afskiljde de allt blandningsfolk ifrån Israel.
4 Προ τούτου δε Ελιασείβ ο ιερεύς, όστις είχε την επιστασίαν των οικημάτων του οίκου του Θεού ημών, είχε συγγενεύσει μετά του Τωβία·
Och tillförene hade Presten Eljasib lagt Tobia håfvor uti offerkammaren, i vår Guds hus.
5 και είχεν ετοιμάσει δι' αυτόν μέγα οίκημα, όπου πρότερον έθετον τας εξ αλφίτων προσφοράς, το λιβάνιον και τα σκεύη και τα δέκατα του σίτου, του οίνου και του ελαίου, το διατεταγμένον των Λευϊτών και των ψαλτωδών και των πυλωρών και τας προσφοράς των ιερέων.
Förty han hade gjort honom en stor kammar, der de hade tillförene lagt spisoffer, rökelse, redskap och tiond af säd, vin och oljo, efter Leviternas, sångarenas och dörravaktarenas bud; dertill Presternas häfoffer.
6 Πλην εν πάσι τούτοις εγώ δεν ήμην εν Ιερουσαλήμ· διότι εν τω τριακοστώ δευτέρω έτει Αρταξέρξου του βασιλέως της Βαβυλώνος ήλθον προς τον βασιλέα και μεθ' ημέρας τινάς εζήτησα παρά του βασιλέως,
Men i allt detta var jag icke i Jerusalem; ty uti andra och tretionde årena Arthahsasta, Konungens i Babel, kom jag till Konungen; och efter några dagar förvärfde jag lof af Konungenom.
7 και ήλθον εις Ιερουσαλήμ και έμαθον το κακόν, το οποίον ο Ελιασείβ έκαμε χάριν του Τωβία, ετοιμάσας εις αυτόν οίκημα εν ταις αυλαίς του οίκου του Θεού.
Och jag drog åter till Jerusalem; och jag förmärkte, att det icke godt var, som Eljasib med Tobia gjort hade, i det han gjorde honom en kammar i gårdenom till Guds hus.
8 Και δυσηρεστήθην πολύ· και έρριψα έξω του οικήματος πάντα τα σκεύη του οίκου του Τωβία.
Och mig förtröt det svårliga; och jag kastade all Tobia hus tyg ut för kammaren,
9 Και προσέταξα, και εκαθάρισαν τα οικήματα· και επανέφερα εκεί τα σκεύη του οίκου του Θεού, τας εξ αλφίτων προσφοράς και το λιβάνιον.
Och bad, att de skulle rena kamrarna; och jag lät komma dit i samma staden Guds hus tyg, spisoffer och rökelse.
10 Και έμαθον ότι τα μερίδια των Λευΐτών δεν εδόθησαν εις αυτούς· διότι οι Λευΐται και οι ψαλτωδοί, οι ποιούντες το έργον, έφυγον έκαστος εις τον αγρόν αυτού.
Och jag förnam, att Leviternas delar vordo dem icke gifne; för hvilka sak Leviterna och sångarena voro bortflydde, hvar till sin åker, till att arbeta.
11 Και επέπληξα τους προεστώτας και είπα, Διά τι εγκατελείφθη ο οίκος του Θεού; Και εσύναξα αυτούς και αποκατέστησα αυτούς εις την θέσιν αυτών.
Då straffade jag öfverstarna, och sade: Hvi öfvergifve vi Guds hus? Men jag församlade dem, och satte dem i sitt rum.
12 Τότε έφερε πας ο Ιούδας εις τας αποθήκας το δέκατον του σίτου και του οίνου και του ελαίου.
Och hele Juda lät komma fram tiond af säd, vin och oljo, i drätselen.
13 Και κατέστησα φύλακας επί των αποθηκών, Σελεμίαν τον ιερέα και Σαδώκ τον γραμματέα και εκ των Λευΐτών· τον Φεδαΐαν· και πλησίον αυτών, Ανάν τον υιόν του Ζακχούρ, υιού του Ματθανία· διότι ελογίζοντο πιστοί· το έργον δε αυτών ήτο να διανέμωσιν εις τους αδελφούς αυτών.
Och jag satte öfver drätselen Selemia Presten, och Zadok den Skriftlärda, och af Leviterna, Pedaja; och under deras hand Hanan, Saccurs son, Mattania sons; förty de voro hållne för trogna män, och dem vardt befaldt utskifta sinom brödrom.
14 Μνήσθητί μου, Θεέ μου, περί τούτου, και μη εξαλείψης τα ελέη μου, τα οποία έκαμα εις τον οίκον του Θεού μου και εις τας τελετάς αυτού.
Tänk uppå mig, min Gud, derföre, och bortkasta icke mina barmhertighet, som jag med mins Guds huse, och i hans vakt, gjorde.
15 Εν εκείναις ταις ημέραις είδόν τινάς εν Ιούδα ληνοπατούντας εν σαββάτω και εισφέροντας δράγματα και επιφορτίζοντας επί όνους, και οίνον, σταφύλια και σύκα και παν είδος φορτίων, τα οποία έφερον εις Ιερουσαλήμ την ημέραν του σαββάτου· και διεμαρτυρήθην εν τη ημέρα, καθ' ην επώλουν τρόφιμα.
På samma tiden såg jag i Juda trampas i presserna om Sabbathen, och införas kärfvar, och åsnar ladda med vin, drufvor, fikon och allahanda bördor, till Jerusalem, på Sabbathsdagen; och jag betygade dem på den dagen, då de sålde spisningen.
16 Και οι Τύριοι, οι κατοικούντες εν αυτή, έφερον ιχθύας και παν είδος ωνίων και επώλουν εν σαββάτω εις τους υιούς Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ.
Bodde desslikes Tyrer derinne; de förde fisk och allahanda varor, och sålde det på Sabbatherna, Juda barnom och Jerusalem.
17 Και επέπληξα τους προκρίτους του Ιούδα και είπα προς αυτούς, Τι είναι το πράγμα τούτο το κακόν, το οποίον σεις κάμνετε, βεβηλούντες την ημέραν του σαββάτου;
Då straffade jag de öfversta i Juda, och sade till dem: Hvad är det för en ond ting, som I gören, och bryten Sabbathsdagen?
18 δεν έκαμνον ούτως οι πατέρες σας, και έφερεν ο Θεός ημών πάντα ταύτα τα κακά εφ' ημάς και επί την πόλιν ταύτην; αλλά σεις επαναφέρετε οργήν επί τον Ισραήλ, βεβηλούντες το σάββατον.
Gjorde icke våre fäder så, och vår Gud lät komma alla denna olyckon öfver oss, och öfver denna staden? Och I gören ännu vredena öfver Israel större, brytande Sabbathen.
19 Διά τούτο, ότε ήρχιζε να συσκοτάζη εις τας πύλας της Ιερουσαλήμ προ του σαββάτου, είπα, και έκλεισαν τας πύλας, και προσέταξα να μη ανοιχθώσιν έως μετά το σάββατον· και κατέστησα επί τας πύλας τινάς εκ των υπηρετών μου, διά να μη εισέλθη φορτίον την ημέραν του σαββάτου.
Och då portarna i Jerusalem uppdragne voro för Sabbathen, böd jag tillsluta portarna, och befallde, att man icke skulle upplåta dem intill efter Sabbathen; och jag satte några af mina tjenare vid portarna, att ingen börda skulle föras derin om Sabbathsdagen.
20 Και διενυκτέρευσαν οι έμποροι και οι πωληταί παντός είδους ωνίων έξω της Ιερουσαλήμ άπαξ και δις.
Så blefvo de krämare och köpmän, med allahanda varor, om nattena, utanför porten af Jerusalem, en gång och annan.
21 Τότε διεμαρτυρήθην εναντίον αυτών και είπα προς αυτούς, Διά τι διανυκτερεύετε έμπροσθεν του τείχους; εάν δευτερώσητε, θέλω βάλει χείρα επάνω σας. Έκτοτε δεν ήλθον εν σαββάτω.
Då betygade jag dem, och sade till dem: Hvi blifven I om nattene utanför muren? Om I gören så mer, skall min hand komma uppå eder. Ifrå den tiden kommo de intet om Sabbathen.
22 Και είπα προς τους Λευΐτας να καθαρίζωνται και να έρχωνται να φυλάττωσι τας πύλας, διά να αγιάζωσι την ημέραν του σαββάτου. Μνήσθητί μου, Θεέ μου, και περί τούτου, και ελέησόν με κατά το πλήθος του ελέους σου.
Och jag sade till Leviterna, som rene voro, att de skulle komma och vakta portarna, till att helga Sabbathsdagen. Min Gud, tänk ock på mig för detta här, och skona mig efter dina stora barmhertighet.
23 Προσέτι εν ταις ημέραις εκείναις είδον τους Ιουδαίους τους λαβόντας γυναίκας Αζωτίας, Αμμωνίτιδας και Μωαβίτιδας·
Jag såg ock på den tiden, att Judarna togo sig hustrur af Asdod, Ammon och Moab;
24 και τα τέκνα αυτών λαλούντα ήμισυ Αζωτιστί, και μη εξεύροντα να λαλήσωσιν Ιουδαϊστί αλλά κατά την γλώσσαν διαφόρων λαών.
Och deras barn talade half Asdodisko, och kunde icke tala Judisko, utan efter hvars folkens mål.
25 Και επέπληξα αυτούς και κατηράσθην αυτούς, και ερράβδισα τινάς εξ αυτών και ετριχομάδησα αυτούς, και ώρκισα αυτούς εις τον Θεόν, λέγων, Δεν θέλετε δώσει τας θυγατέρας σας εις τους υιούς αυτών, και δεν θέλετε λάβει εκ των θυγατέρων αυτών εις τους υιούς σας ή εις εαυτούς·
Och jag straffade dem, och bannade dem, och slog några män, och hårdrog dem, och tog en ed af dem vid Gud: I skolen icke gifva edra döttrar deras söner, icke heller taga deras döttrar till edra söner, eller till eder sjelf.
26 δεν ημάρτησεν ούτω Σολομών ο βασιλεύς του Ισραήλ; καίτοι μεταξύ πολλών εθνών δεν υπήρξε βασιλεύς όμοιος αυτού, όστις ήτο αγαπώμενος υπό του Θεού αυτού, και έκαμεν αυτόν ο Θεός βασιλέα επί πάντα τον Ισραήλ· αλλ' όμως και αυτόν αι ξέναι γυναίκες έκαμον να αμαρτήση·
Hafver icke Salomo, Israels Konung, syndat dermed? Och var dock ibland många Hedningar ingen Konung honom lik. Och han var sinom Gud kär; och Gud satte honom till Konung öfver hela Israel. Likväl kommo de utländska qvinnor honom till att synda.
27 θέλομεν λοιπόν συγκατανεύσει εις εσάς να κάμνητε άπαν τούτο το μέγα κακόν, να γίνησθε παραβάται εναντίον εις τον Θεόν ημών λαμβάνοντες ξένας γυναίκας;
Hafven I det icke hört, medan I sådant stort ondt gören, och förtagen eder emot vår Gud med främmande qvinnors giftermål?
28 Και εις εκ των υιών του Ιωαδά, υιού του Ελιασείβ του ιερέως του μεγάλου, ήτο γαμβρός Σαναβαλλάτ του Ορωνίτου· όθεν απεδίωξα αυτόν απ' έμπροσθέν μου.
Och en af Jojada barn, Eljasibs sons, öfversta Prestens, hade befryndat sig med Saneballat den Horoniten; men jag dref honom ifrå mig.
29 Μνήσθητι αυτών, Θεέ μου, διότι εβεβήλωσαν την ιερατείαν και την διαθήκην της ιερατείας και των Λευϊτών.
Tänk uppå dem, min Gud, som besmitta Presterskapet, och Presterskapens förbund, och Leviternas.
30 Και εκαθάρισα αυτούς από πάντων των ξένων, και διώρισα φυλακάς εκ των ιερέων και των Λευΐτών, έκαστον εις τα έργα αυτού·
Alltså renade jag dem ifrån alla utländska; och beställde Presternas och Leviternas vakt, hvar och en till sitt ämbete;
31 και διά την προσφοράν των ξύλων εν καιροίς ωρισμένοις, και διά τας απαρχάς. Μνήσθητί μου, Θεέ μου, επ' αγαθώ.
Och till att offra ved, på bestämd tid, och förstling. Tänk uppå mig, Gud, till det bästa.