< Ἔσδρας Βʹ 12 >

1 Ούτοι δε ήσαν οι ιερείς και οι Λευΐται, οι αναβάντες μετά του Ζοροβάβελ υιού του Σαλαθιήλ, και του Ιησού· Σεραΐας, Ιερεμίας, Έσδρας,
Och dessa voro de präster och leviter som drogo upp med Serubbabel, Sealtiels son, och Jesua: Seraja, Jeremia, Esra,
2 Αμαρίας, Μαλλούχ, Χαττούς,
Amarja, Malluk, Hattus,
3 Σεχανίας, Ρεούμ, Μερημώθ,
Sekanja, Rehum, Meremot,
4 Ιδδώ, Γιννεθώ, Αβιά,
Iddo, Ginnetoi, Abia,
5 Μιαμείν, Μααδίας, Βιλγά,
Mijamin, Maadja, Bilga,
6 Σεμαΐας και Ιωϊαρίβ, Ιεδαΐας,
Semaja, Jojarib, Jedaja,
7 Σαλλού, Αμώκ, Χελχίας, Ιεδαΐας. Ούτοι ήσαν οι αρχηγοί των ιερέων και των αδελφών αυτών εν ταις ημέραις Ιησού.
Sallu, Amok, Hilkia och Jedaja. Dessa voro huvudmän för prästerna och för sina bröder i Jesuas tid.
8 Οι δε Λευΐται, Ιησούς, Βιννουΐ, Καδμιήλ, Σερεβίας, Ιούδας και Ματθανίας, ο επί των ύμνων, αυτός και οι αδελφοί αυτού.
Och leviterna voro: Jesua, Binnui, Kadmiel, Serebja, Juda och Mattanja, som jämte sina bröder förestod lovsången;
9 Ο δε Βακβουκίας και ο Ουννί, οι αδελφοί αυτών, ήσαν απέναντι αυτών διά τας φυλακάς.
vidare Bakbukja och Unno, deras bröder, som hade sina platser mitt emot dem, så att var avdelning hade sin tjänstgöring.
10 Και ο Ιησούς εγέννησε τον Ιωακείμ, Ιωακείμ δε εγέννησε τον Ελιασείβ, Ελιασείβ δε εγέννησε τον Ιωαδά,
Och Jesua födde Jojakim, och Jojakim födde Eljasib, och Eljasib Jojada,
11 Ιωαδά δε εγέννησε τον Ιωνάθαν· Ιωνάθαν δε εγέννησε τον Ιαδδουά.
och Jojada födde Jonatan, och Jonatan födde Jaddua.
12 Και εν ταις ημέραις του Ιωακείμ, ιερείς, άρχοντες πατριών, ήσαν του Σεραΐα, ο Μεραΐας· του Ιερεμία, ο Ανανίας·
Och i Jojakims tid voro huvudmännen för prästernas familjer följande: för Seraja Meraja, för Jeremia Hananja,
13 του Έσδρα, ο Μεσουλλάμ· του Αμαρία, ο Ιωανάν·
för Esra Mesullam, för Amarja Johanan,
14 του Μελιχού, ο Ιωνάθαν· του Σεβανία, ο Ιωσήφ·
för Malluki Jonatan, för Sebanja Josef,
15 του Χαρήμ, ο Αδνά· του Μεραϊώθ, ο Ελκαΐ·
för Harim Adna, för Merajot Helkai,
16 του Ιδδώ, ο Ζαχαρίας· του Γιννεθών, ο Μεσουλλάμ·
för Iddo Sakarja, för Ginneton Mesullam,
17 του Αβιά, ο Ζιχρί· του Μινιαμείν, και του Μωαδία, ο Φιλταΐ·
för Abia Sikri, för Minjamin, för Moadja Piltai,
18 του Βιλγά, ο Σαμμουά· του Σεμαΐα, ο Ιωνάθαν·
för Bilga Sammua, för Semaja Jonatan,
19 και του Ιωϊαρίβ, ο Ματθεναΐ· του Ιεδαΐα, ο Οζί·
för Jojarib Mattenai, för Jedaja Ussi,
20 του Σαλλαΐ, ο Καλλαΐ· του Αμώκ, ο Εβερ·
för Sallai Kallai, för Amok Eber,
21 του Χελκία, ο Ασαβίας· του Ιεδαΐα, ο Ναθαναήλ.
för Hilkia Hasabja, för Jedaja Netanel.
22 Οι Λευΐται εν ταις ημέραις του Ελιασείβ, Ιωαδά και Ιωανάν και Ιαδδουά, ήσαν καταγεγραμμένοι άρχοντες πατριών· και οι ιερείς, επί της βασιλείας Δαρείου του Πέρσου.
I Eljasibs, Jojadas, Johanans och Jadduas tid blevo huvudmännen för leviternas familjer upptecknade, ävenså prästerna under persern Darejaves' regering.
23 Οι υιοί του Λευΐ, άρχοντες των πατριών, ήσαν καταγεγραμμένοι εν τω βιβλίω των Χρονικών, μάλιστα έως των ημερών του Ιωανάν υιού του Ελιασείβ.
Huvudmännen för Levi barns familjer äro upptecknade i krönikeboken, ända till Johanans, Eljasibs sons, tid.
24 Και οι άρχοντες των Λευϊτών, Ασαβίας, Σερεβίας, και Ιησούς ο υιός του Καδμιήλ, και οι αδελφοί αυτών απέναντι αυτών, διά να αινώσι και να υμνώσι κατά την προσταγήν Δαβίδ του ανθρώπου του Θεού, φυλακή απέναντι φυλακής.
Och leviternas huvudmän voro Hasabja, Serebja och Jesua, Kadmiels son, samt deras bröder, som stodo mitt emot dem för att lova och tacka, såsom gudsmannen David hade bjudit, den ena tjänstgörande avdelningen jämte den andra.
25 Ο Ματθανίας και Βακβουκίας, Οβαδία, Μεσουλλάμ, Ταλμών, Ακκούβ, ήσαν πυλωροί φυλάττοντες την φυλακήν εν τοις ταμείοις των πυλών.
Mattanja, Bakbukja, Obadja, Mesullam, Talmon och Ackub höllo såsom dörrvaktare vakt över förrådshusen vid portarna.
26 Ούτοι ήσαν εν ταις ημέραις του Ιωακείμ, υιού Ιησού, υιού Ιωσεδέχ, και εν ταις ημέραις Νεεμία του κυβερνήτου και του ιερέως Έσδρα του γραμματέως.
Dessa levde i Jojakims, Jesuas sons, Josadaks sons, tid, och i Nehemjas, ståthållarens, och i prästen Esras, den skriftlärdes, tid.
27 Και εν τοις εγκαινίοις του τείχους της Ιερουσαλήμ, εζήτησαν τους Λευΐτας από πάντων των τόπων αυτών διά να φέρωσιν αυτούς εις Ιερουσαλήμ, να κάμωσι τα εγκαίνια μετ' ευφροσύνης, υμνούντες και ψάλλοντες εν κυμβάλοις, ψαλτηρίοις και εν κιθάραις.
Och när Jerusalems mur skulle invigas, uppsökte man leviterna på alla deras orter och förde dem till Jerusalem för att hålla invignings- och glädjehögtid under tacksägelse och sång, med cymbaler, psaltare och harpor.
28 Και συνήχθησαν οι υιοί των ψαλτωδών και από της περιχώρου κυκλόθεν της Ιερουσαλήμ και από των χωρίων Νετωφαθί·
Då församlade sig sångarnas barn såväl från nejden runt omkring Jerusalem som från netofatiternas byar,
29 και από του οίκου Γιλγάλ και από των αγρών Γεβά και Αζμαβέθ· διότι οι ψαλτωδοί ωκοδόμησαν χωρία εις εαυτούς κύκλω της Ιερουσαλήμ.
ävensom från Bet-Haggilgal och från Gebas och Asmavets utmarker; ty sångarna hade byggt sig byar runt omkring Jerusalem.
30 Και εκαθαρίσθησαν οι ιερείς και οι Λευΐται, και εκαθάρισαν τον λαόν και τας πύλας και το τείχος.
Och prästerna och leviterna renade sig och renade sedan folket, portarna och muren.
31 Τότε ανεβίβασα τους άρχοντας του Ιούδα επί το τείχος και έστησα δύο μεγάλους χορούς αινούντων· ο μεν επορεύετο επί τα δεξιά, επί του τείχους προς την πύλην της κοπρίας·
Och jag lät Juda furstar stiga upp på muren. Därefter anordnade jag två stora lovsångskörer och högtidståg; den ena kören gick till höger ovanpå muren, fram till Dyngporten.
32 και κατόπιν αυτών επορεύοντο ο Ωσαΐας και το ήμισυ των αρχόντων του Ιούδα,
Och dem följde Hosaja och ena hälften av Juda furstar
33 και ο Αζαρίας, ο Έσδρας και ο Μεσουλλάμ,
samt Asarja, Esra och Mesullam,
34 ο Ιούδας και ο Βενιαμίν και ο Σεμαΐας και ο Ιερεμίας·
Juda, Benjamin, Semaja och Jeremia,
35 και εκ των υιών των ιερέων μετά σαλπίγγων, ο Ζαχαρίας ο υιός του Ιωνάθαν, υιού του Σεμαΐα, υιού του Ματθανία, υιού του Μιχαΐα, υιού του Ζακχούρ, υιού του Ασάφ·
ävensom några av prästerna söner med trumpeter, vidare Sakarja, son till Jonatan, son till Semaja, son till Mattanja, son till Mikaja, son till Sackur, son till Asaf,
36 και οι αδελφοί αυτού, Σεμαΐας, και Αζαρεήλ, Μιλαλαΐ, Γιλαλαΐ, Μααΐ, Ναθαναήλ, και Ιούδας, Ανανί, μετά μουσικών οργάνων Δαβίδ του ανθρώπου του Θεού, και Έσδρας ο γραμματεύς έμπροσθεν αυτών.
så ock hans bröder Semaja, Asarel, Milalai, Gilalai, Maai, Netanel och Juda samt Hanani, med gudsmannen Davids musikinstrumenter; och Esra, den skriftlärde, gick i spetsen för dem.
37 Και επί την πύλην της πηγής και απέναντι αυτών, ανέβησαν διά των βαθμίδων της πόλεως Δαβίδ εις την ανάβασιν του τείχους, επάνωθεν του οίκου του Δαβίδ, και έως της πύλης των υδάτων προς ανατολάς.
Och de gingo över Källporten och rakt fram uppför trapporna till Davids stad, på trappan i muren ovanför Davids hus, ända fram till Vattenporten mot öster.
38 Ο δε άλλος χορός των αινούντων επορεύετο εις το απέναντι, και εγώ κατόπιν αυτών, και το ήμισυ του λαού επί του τείχους, επάνωθεν του πύργου των φούρνων και έως του τείχους του πλατέος.
Och efter den andra lovsångskören, som gick åt motsatt håll, följde jag med andra hälften av folket, ovanpå muren, upp genom Ugnstornet ända till Breda muren,
39 Και επάνωθεν της πύλης Εφραΐμ και επάνωθεν της παλαιάς πύλης, και επάνωθεν της ιχθυϊκής πύλης και του πύργου Ανανεήλ και του πύργου του Μεά και έως της πύλης της προβατικής· και εστάθησαν εν τη πύλη της φυλακής.
vidare över Efraimsporten, Gamla porten och Fiskporten och genom Hananeltornet, ända fram till Fårporten; och de stannade vid Fängelseporten.
40 Και εστάθησαν οι δύο χοροί των αινούντων εν τω οίκω του Θεού, και εγώ και το ήμισυ των προεστώτων μετ' εμού·
Sedan trädde de båda lovsångskörerna upp i Guds hus, och likaså jag och ena hälften av föreståndarna jämte mig,
41 και οι ιερείς, Ελιακείμ, Μαασίας, Μινιαμείν, Μιχαΐας, Ελιωηνάϊ, Ζαχαρίας και Ανανίας, μετά σαλπίγγων·
så ock prästerna Eljakim, Maaseja, Minjamin, Mikaja, Eljoenai, Sakarja och Hananja, med trumpeterna,
42 και Μαασίας και Σεμαΐας και Ελεάζαρ και Οζί και Ιωανάν και Μαλχίας και Ελάμ και Εσέρ. Και οι ψαλτωδοί ύψωσαν την φωνήν αυτών, μετά του Ιεζραΐα του επιστάτου.
och Maaseja, Semaja, Eleasar, Ussi, Johanan, Malkia, Elam och Eser. Och sångarna läto sången ljuda under Jisrajas anförarskap.
43 Και προσέφεραν εν εκείνη τη ημέρα θυσίας μεγάλας και ευφράνθησαν· διότι ο Θεός εύφρανεν αυτούς ευφροσύνην μεγάλην. Και αι γυναίκες έτι και τα παιδία ευφράνθησαν· και η ευφροσύνη της Ιερουσαλήμ ηκούσθη έως μακρόθεν.
Och de offrade på den dagen stora offer och voro glada, ty Gud hade berett dem stor glädje; också kvinnor och barn voro glada. Och glädjen från Jerusalem hördes vida omkring.
44 Και εν τη ημέρα εκείνη διωρίσθησαν άνδρες επί των οικημάτων διά τους θησαυρούς, διά τας προσφοράς, διά τας απαρχάς και διά τα δέκατα, διά να συνάγωσιν εν αυτοίς από των αγρών των πόλεων τα νενομισμένα μερίδια διά τους ιερείς και Λευΐτας· διότι ο Ιούδας ευφράνθη εξ αιτίας των ιερέων και εξ αιτίας των Λευϊτών των παρεστώτων.
Vid samma tid tillsattes män som skulle förestå förrådskamrarna där offergärder, förstling och tionde nedlades; de skulle i dem hopsamla från stadsåkrarna det som efter lagen tillkom prästerna och leviterna. Ty glädje rådde i Juda över att prästerna och leviterna nu gjorde sin tjänst.
45 Και οι ψαλτωδοί και οι πυλωροί εφύλαξαν την φυλακήν του Θεού αυτών και την φυλακήν του καθαρισμού, κατά την προσταγήν του Δαβίδ και Σολομώντος του υιού αυτού.
Dessa iakttogo nu vad som var att iakttaga vid gudstjänsten och vid reningarna, och likaså gjorde sångarna och dörrvaktarna sin tjänst, såsom David och hans son Salomo hade bjudit.
46 Διότι εν ταις ημέραις του Δαβίδ και του Ασάφ ήσαν εξ αρχής πρωτοψάλται και άσματα αινέσεως και ύμνοι προς τον Θεόν.
Ty redan i fordom tid, på Davids och Asafs tid, hans som var anförare för sångarna, sjöngos lov- och tacksägelsesånger till Gud.
47 Και πας ο Ισραήλ εν ταις ημέραις του Ζοροβάβελ και εν ταις ημέραις του Νεεμία έδιδον τα τεταγμένα μερίδια των ψαλτωδών και των πυλωρών, κατά πάσαν ημέραν· και ηγίαζον αυτά εις τους Λευΐτας, και οι Λευΐται ηγίαζον εις τους υιούς Ααρών.
Och nu under Serubbabels och Nehemjas tid gav hela Israel åt sångarna och dörrvaktarna vad som tillkom dem för var dag; och man gav åt leviterna deras helgade andel, och leviterna gåvo åt Arons söner deras helgade andel.

< Ἔσδρας Βʹ 12 >