< Ἔσδρας Βʹ 12 >
1 Ούτοι δε ήσαν οι ιερείς και οι Λευΐται, οι αναβάντες μετά του Ζοροβάβελ υιού του Σαλαθιήλ, και του Ιησού· Σεραΐας, Ιερεμίας, Έσδρας,
A oto kapłani i Lewici, którzy przybyli z Zorobabelem, synem Szealtiela, i z Jeszuą: Serajasz, Jeremiasz, Ezdrasz;
2 Αμαρίας, Μαλλούχ, Χαττούς,
Amariasz, Malluk, Chattusz;
3 Σεχανίας, Ρεούμ, Μερημώθ,
Szekaniasz, Rechum, Meremot;
5 Μιαμείν, Μααδίας, Βιλγά,
Mijamin, Maadiasz, Bilga;
6 Σεμαΐας και Ιωϊαρίβ, Ιεδαΐας,
Szemajasz, Jojarib, Jedajasz;
7 Σαλλού, Αμώκ, Χελχίας, Ιεδαΐας. Ούτοι ήσαν οι αρχηγοί των ιερέων και των αδελφών αυτών εν ταις ημέραις Ιησού.
Sallu, Amok, Chilkiasz, Jedajasz. To [byli] przedniejsi z kapłanów i ze swoich braci za dni Jeszuy.
8 Οι δε Λευΐται, Ιησούς, Βιννουΐ, Καδμιήλ, Σερεβίας, Ιούδας και Ματθανίας, ο επί των ύμνων, αυτός και οι αδελφοί αυτού.
A Lewici: Jeszua, Binnuj, Kadmiel, Szerebiasz, Juda i Mattaniasz, który wraz z braćmi kierował śpiewem [pieśni dziękczynnych].
9 Ο δε Βακβουκίας και ο Ουννί, οι αδελφοί αυτών, ήσαν απέναντι αυτών διά τας φυλακάς.
A Bakbukiasz i Unni, ich bracia, [stali] naprzeciw nich w [swoich] służbach.
10 Και ο Ιησούς εγέννησε τον Ιωακείμ, Ιωακείμ δε εγέννησε τον Ελιασείβ, Ελιασείβ δε εγέννησε τον Ιωαδά,
Jeszua spłodził Jojakima, a Jojakim spłodził Eliasziba, a Eliaszib spłodził Jojadę;
11 Ιωαδά δε εγέννησε τον Ιωνάθαν· Ιωνάθαν δε εγέννησε τον Ιαδδουά.
Jojada spłodził Jonatana, a Jonatan spłodził Jadduę.
12 Και εν ταις ημέραις του Ιωακείμ, ιερείς, άρχοντες πατριών, ήσαν του Σεραΐα, ο Μεραΐας· του Ιερεμία, ο Ανανίας·
A za dni Jojakima naczelnikami rodu byli [następujący] kapłani: z Serajasza – Merajasz, z Jeremiasza – Chananiasz;
13 του Έσδρα, ο Μεσουλλάμ· του Αμαρία, ο Ιωανάν·
Z Ezdrasza – Meszullam, z Amariasza – Jehochanan;
14 του Μελιχού, ο Ιωνάθαν· του Σεβανία, ο Ιωσήφ·
Z Malluki – Jonatan, z Szebaniasza – Józef;
15 του Χαρήμ, ο Αδνά· του Μεραϊώθ, ο Ελκαΐ·
Z Charima – Adna, z Merajota – Chelkaj;
16 του Ιδδώ, ο Ζαχαρίας· του Γιννεθών, ο Μεσουλλάμ·
Z Iddo – Zachariasz, z Ginneto – Meszullam;
17 του Αβιά, ο Ζιχρί· του Μινιαμείν, και του Μωαδία, ο Φιλταΐ·
Z Abiasza – Zikri, z Miniamina i Moadiasza – Piltaj;
18 του Βιλγά, ο Σαμμουά· του Σεμαΐα, ο Ιωνάθαν·
Z Bilgi – Szammua, z Szemajasza – Jonatan;
19 και του Ιωϊαρίβ, ο Ματθεναΐ· του Ιεδαΐα, ο Οζί·
A z Jojariba – Mattenaj, z Jedajasza – Uzzi;
20 του Σαλλαΐ, ο Καλλαΐ· του Αμώκ, ο Εβερ·
Z Sallaj – Kallaj, z Amoka – Eber;
21 του Χελκία, ο Ασαβίας· του Ιεδαΐα, ο Ναθαναήλ.
Z Chilkiasza – Chaszabiasz, z Jedajasza – Netanaeel.
22 Οι Λευΐται εν ταις ημέραις του Ελιασείβ, Ιωαδά και Ιωανάν και Ιαδδουά, ήσαν καταγεγραμμένοι άρχοντες πατριών· και οι ιερείς, επί της βασιλείας Δαρείου του Πέρσου.
Za dni Eliasziba, Jojady, Jochanana i Jadduy Lewici zostali spisani jako naczelnicy rodów, a także kapłani, aż do panowania Dariusza Persa.
23 Οι υιοί του Λευΐ, άρχοντες των πατριών, ήσαν καταγεγραμμένοι εν τω βιβλίω των Χρονικών, μάλιστα έως των ημερών του Ιωανάν υιού του Ελιασείβ.
Synowie Lewiego, naczelnicy rodów, [zostali] spisani w księdze kronik aż do dni Jochanana, syna Eliasziba.
24 Και οι άρχοντες των Λευϊτών, Ασαβίας, Σερεβίας, και Ιησούς ο υιός του Καδμιήλ, και οι αδελφοί αυτών απέναντι αυτών, διά να αινώσι και να υμνώσι κατά την προσταγήν Δαβίδ του ανθρώπου του Θεού, φυλακή απέναντι φυλακής.
Naczelnikami Lewitów [byli]: Chaszabiasz, Szerebiasz, Jeszua, syn Kadmiela, i ich bracia, którzy stali naprzeciw nich, straż przy straży, aby chwalić i dziękować, według rozkazu Dawida, męża Bożego.
25 Ο Ματθανίας και Βακβουκίας, Οβαδία, Μεσουλλάμ, Ταλμών, Ακκούβ, ήσαν πυλωροί φυλάττοντες την φυλακήν εν τοις ταμείοις των πυλών.
Mattaniasz i Bakbukiasz, Obadiasz, Meszullam, Talmon i Akkub [jako] odźwierni trzymali straż przy składnicach u bram.
26 Ούτοι ήσαν εν ταις ημέραις του Ιωακείμ, υιού Ιησού, υιού Ιωσεδέχ, και εν ταις ημέραις Νεεμία του κυβερνήτου και του ιερέως Έσδρα του γραμματέως.
Ci [żyli] za dni Jojakima, syna Jeszuy, syna Jocadaka, i za dni namiestnika Nehemiasza i Ezdrasza, kapłana i uczonego w Piśmie.
27 Και εν τοις εγκαινίοις του τείχους της Ιερουσαλήμ, εζήτησαν τους Λευΐτας από πάντων των τόπων αυτών διά να φέρωσιν αυτούς εις Ιερουσαλήμ, να κάμωσι τα εγκαίνια μετ' ευφροσύνης, υμνούντες και ψάλλοντες εν κυμβάλοις, ψαλτηρίοις και εν κιθάραις.
I na poświęcanie muru Jerozolimy odszukano Lewitów ze wszystkich ich miejsc, aby ich przyprowadzić do Jerozolimy, by mogli obchodzić poświęcenie z radością, dziękczynieniem, przy śpiewaniu, cymbałach, cytrach i harfach.
28 Και συνήχθησαν οι υιοί των ψαλτωδών και από της περιχώρου κυκλόθεν της Ιερουσαλήμ και από των χωρίων Νετωφαθί·
Zgromadzili się więc synowie śpiewaków, z równin wokół Jerozolimy i ze wsi Netofatytów;
29 και από του οίκου Γιλγάλ και από των αγρών Γεβά και Αζμαβέθ· διότι οι ψαλτωδοί ωκοδόμησαν χωρία εις εαυτούς κύκλω της Ιερουσαλήμ.
Także z domu Gilgal, z pól Geba i z Azmawet. Śpiewacy bowiem zbudowali sobie wsie wokół Jerozolimy.
30 Και εκαθαρίσθησαν οι ιερείς και οι Λευΐται, και εκαθάρισαν τον λαόν και τας πύλας και το τείχος.
Wtedy kapłani i Lewici oczyścili się, po czym oczyścili też lud, bramy i mur.
31 Τότε ανεβίβασα τους άρχοντας του Ιούδα επί το τείχος και έστησα δύο μεγάλους χορούς αινούντων· ο μεν επορεύετο επί τα δεξιά, επί του τείχους προς την πύλην της κοπρίας·
Następnie kazałem przełożonym Judy wstąpić na mur i ustawiłem dwa wielkie zespoły dziękczynne, z których [jeden] szedł po murze na prawo, w kierunku Bramy Gnojnej.
32 και κατόπιν αυτών επορεύοντο ο Ωσαΐας και το ήμισυ των αρχόντων του Ιούδα,
Za nim szedł Hoszajasz i połowa przełożonych Judy;
33 και ο Αζαρίας, ο Έσδρας και ο Μεσουλλάμ,
Także Azariasz, Ezdrasz i Meszullam;
34 ο Ιούδας και ο Βενιαμίν και ο Σεμαΐας και ο Ιερεμίας·
Juda, Beniamin, Szemajasz i Jeremiasz;
35 και εκ των υιών των ιερέων μετά σαλπίγγων, ο Ζαχαρίας ο υιός του Ιωνάθαν, υιού του Σεμαΐα, υιού του Ματθανία, υιού του Μιχαΐα, υιού του Ζακχούρ, υιού του Ασάφ·
Potem [szli] z trąbami niektórzy z synów kapłanów, [mianowicie]: Zachariasz, syn Jonatana, syna Szemajasza, syna Mattaniasza, syna Michajasza, syna Zakkura, syna Asafa;
36 και οι αδελφοί αυτού, Σεμαΐας, και Αζαρεήλ, Μιλαλαΐ, Γιλαλαΐ, Μααΐ, Ναθαναήλ, και Ιούδας, Ανανί, μετά μουσικών οργάνων Δαβίδ του ανθρώπου του Θεού, και Έσδρας ο γραμματεύς έμπροσθεν αυτών.
I jego bracia: Szemajasz, Azarel, Milalaj, Gilalaj, Maaj, Netaneel, Juda, Chanani z instrumentami muzycznymi Dawida, męża Bożego, a Ezdrasz, uczony w Piśmie, [szedł] przed nimi.
37 Και επί την πύλην της πηγής και απέναντι αυτών, ανέβησαν διά των βαθμίδων της πόλεως Δαβίδ εις την ανάβασιν του τείχους, επάνωθεν του οίκου του Δαβίδ, και έως της πύλης των υδάτων προς ανατολάς.
Następnie przy Bramie Źródlanej, która [była] naprzeciw nich, szli po schodach miasta Dawida, które prowadzą na mur, znad domu Dawida aż do Bramy Wodnej na wschodzie.
38 Ο δε άλλος χορός των αινούντων επορεύετο εις το απέναντι, και εγώ κατόπιν αυτών, και το ήμισυ του λαού επί του τείχους, επάνωθεν του πύργου των φούρνων και έως του τείχους του πλατέος.
A drugi zespół dziękczynny, a ja za nim, szedł po murze w lewo z drugą połową [przełożonych], od Wieży Pieców aż do Muru Szerokiego;
39 Και επάνωθεν της πύλης Εφραΐμ και επάνωθεν της παλαιάς πύλης, και επάνωθεν της ιχθυϊκής πύλης και του πύργου Ανανεήλ και του πύργου του Μεά και έως της πύλης της προβατικής· και εστάθησαν εν τη πύλη της φυλακής.
I znad Bramy Efraima, nad Bramą Starą, nad Bramą Rybną, obok Wieży Chananeela i Wieży Mea, aż do Bramy Owczej. I stanęli u Bramy Więziennej.
40 Και εστάθησαν οι δύο χοροί των αινούντων εν τω οίκω του Θεού, και εγώ και το ήμισυ των προεστώτων μετ' εμού·
A tak stanęły oba zespoły dziękczynne w domu Bożym, a wraz z nimi ja i połowa przełożonych ze mną.
41 και οι ιερείς, Ελιακείμ, Μαασίας, Μινιαμείν, Μιχαΐας, Ελιωηνάϊ, Ζαχαρίας και Ανανίας, μετά σαλπίγγων·
Także kapłani: Eliakim, Maasejasz, Miniamin, Michajasz, Elioenaj, Zachariasz, Chananiasz, z trąbami;
42 και Μαασίας και Σεμαΐας και Ελεάζαρ και Οζί και Ιωανάν και Μαλχίας και Ελάμ και Εσέρ. Και οι ψαλτωδοί ύψωσαν την φωνήν αυτών, μετά του Ιεζραΐα του επιστάτου.
I Maasejasz, Szemajasz, Eleazar, Uzzi, Jehochanan, Malkiasz, Elam i Ezer. Śpiewacy głośno śpiewali, a Jizrachiasz był [ich] kierownikiem.
43 Και προσέφεραν εν εκείνη τη ημέρα θυσίας μεγάλας και ευφράνθησαν· διότι ο Θεός εύφρανεν αυτούς ευφροσύνην μεγάλην. Και αι γυναίκες έτι και τα παιδία ευφράνθησαν· και η ευφροσύνη της Ιερουσαλήμ ηκούσθη έως μακρόθεν.
Tego dnia składali także wielkie ofiary i radowali się. Bóg bowiem dał im wielką radość. Również kobiety i dzieci radowały się, a radość Jerozolimy słychać było z daleka.
44 Και εν τη ημέρα εκείνη διωρίσθησαν άνδρες επί των οικημάτων διά τους θησαυρούς, διά τας προσφοράς, διά τας απαρχάς και διά τα δέκατα, διά να συνάγωσιν εν αυτοίς από των αγρών των πόλεων τα νενομισμένα μερίδια διά τους ιερείς και Λευΐτας· διότι ο Ιούδας ευφράνθη εξ αιτίας των ιερέων και εξ αιτίας των Λευϊτών των παρεστώτων.
W tym czasie ustanowiono mężczyzn nad składnicami dla skarbów, ofiar, pierwocin i dziesięcin, aby w nich zgromadzono dla kapłanów i Lewitów udziały przyznane im przez Prawo z pól miejskich. Juda bowiem cieszył się z powodu kapłanów i Lewitów pełniących służbę;
45 Και οι ψαλτωδοί και οι πυλωροί εφύλαξαν την φυλακήν του Θεού αυτών και την φυλακήν του καθαρισμού, κατά την προσταγήν του Δαβίδ και Σολομώντος του υιού αυτού.
I śpiewacy i odźwierni pełnili służbę dla swego Boga i służbę oczyszczenia, według rozkazu Dawida [i] jego syna Salomona.
46 Διότι εν ταις ημέραις του Δαβίδ και του Ασάφ ήσαν εξ αρχής πρωτοψάλται και άσματα αινέσεως και ύμνοι προς τον Θεόν.
Już bowiem dawno, za dni Dawida i Asafa, [byli ustanowieni] przełożeni nad śpiewakami oraz [były ustalone] pieśni pochwalne i dziękczynienia dla Boga.
47 Και πας ο Ισραήλ εν ταις ημέραις του Ζοροβάβελ και εν ταις ημέραις του Νεεμία έδιδον τα τεταγμένα μερίδια των ψαλτωδών και των πυλωρών, κατά πάσαν ημέραν· και ηγίαζον αυτά εις τους Λευΐτας, και οι Λευΐται ηγίαζον εις τους υιούς Ααρών.
Cały Izrael więc za dni Zorobabela i za dni Nehemiasza dawał porcje śpiewakom i odźwiernym na codzienne utrzymanie. Oddawali Lewitom to, co poświęcili, Lewici zaś oddawali [to] synom Aarona.