< Κατα Ματθαιον 26 >

1 Και ότε ετελείωσεν ο Ιησούς πάντας τους λόγους τούτους, είπε προς τους μαθητάς αυτού·
Un notikās, kad Jēzus visus šos vārdus bija pabeidzis, tad Viņš uz Saviem mācekļiem sacīja:
2 Εξεύρετε ότι μετά δύο ημέρας γίνεται το πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται διά να σταυρωθή.
“Jūs zināt, ka pēc divām dienām būs Lieldiena, un Tas Cilvēka Dēls kļūs nodots, ka Tas taptu krustā sists.”
3 Τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αυλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα,
Tad sapulcējās tie augstie priesteri un rakstu mācītāji un ļaužu vecaji tā augstā priestera namā, kam vārds bija Kajafas.
4 και συνεβουλεύθησαν να συλλάβωσι τον Ιησούν με δόλον και να θανατώσωσιν.
Un tie sarunājās, kā tie Jēzu ar viltu dabūtu rokā un nokautu.
5 Έλεγον δέ· μη εν τη εορτή, διά να μη γείνη θόρυβος εν τω λαώ.
Bet tie sacīja: “Tikai ne uz svētkiem, lai ļaudīs neceļas dumpis.”
6 Ότε δε ο Ιησούς ήτο εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού,
Un kad Jēzus bija iekš Betanijas, Sīmaņa, tā spitālīgā, namā,
7 προσήλθε προς αυτόν γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου βαρυτίμου, και κατέχεεν αυτό επί την κεφαλήν αυτού, ενώ εκάθητο εις την τράπεζαν.
Tad viena sieva pie Tā piegāja, tai bija akmens trauciņš ar dārgām zālēm, un tā lēja tās uz Viņa galvu, Tam pie galda sēžot.
8 Ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού, ηγανάκτησαν λέγοντες· Εις τι η απώλεια αύτη;
Kad tie mācekļi to redzēja, tad tie apskaitās un sacīja: “Kālabad šī izšķērdēšana?
9 διότι ηδύνατο τούτο το μύρον να πωληθή με πολλήν τιμήν και να δοθή εις τους πτωχούς.
Tās zāles varēja dārgi pārdot un izdalīt nabagiem.”
10 Νοήσας δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Διά τι ενοχλείτε την γυναίκα; διότι έργον καλόν έπραξεν εις εμέ.
Bet Jēzus to nomanījis uz tiem sacīja: “Kam jūs šo sievu apgrūtinājiet? Jo tā labu darbu pie Manis darījusi.
11 Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε.
Jo nabagi ir arvienu pie jums, bet Es neesmu arvienu pie jums.
12 Επειδή χύσασα αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, έκαμε τούτο διά τον ενταφιασμόν μου.
Jo tās zāles izliedama pār Manu miesu, tā to darījusi tādēļ, ka Man būs tapt apraktam.
13 Αληθώς σας λέγω, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, θέλει λαληθή και τούτο, το οποίον έπραξεν αύτη, εις μνημόσυνον αυτής.
Patiesi, Es jums saku: kur vien visā pasaulē šo prieka vārdu sludinās, tur arī sacīs, ko šī ir darījusi, viņai par piemiņu.”
14 Τότε υπήγεν εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς
Tad viens no tiem divpadsmit, kas tapa saukts Jūdas Iskariots, pie tiem augstiem priesteriem nogājis,
15 και είπε· Τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια.
Sacīja: “Ko jūs man gribat dot, tad es jums Viņu nodošu?” Tie tam iedeva trīsdesmit sudraba gabalus.
16 Και από τότε εζήτει ευκαιρίαν διά να παραδώση αυτόν.
Un no tā brīža tas meklēja izdevīgu laiku, ka Viņu nodotu.
17 Την δε πρώτην των αζύμων προσήλθον οι μαθηταί προς τον Ιησούν, λέγοντες προς αυτόν· Που θέλεις να σοι ετοιμάσωμεν διά να φάγης το πάσχα;
Bet pirmā neraudzētās maizes dienā tie mācekļi gāja pie Jēzus un sacīja uz Viņu: “Kur Tu gribi, lai mēs Tev sataisām Lieldienas jēru ēst?”
18 Και εκείνος είπεν· Υπάγετε εις την πόλιν προς τον δείνα και είπατε προς αυτόν· Ο Διδάσκαλος λέγει, Ο καιρός μου επλησίασεν· εν τη οικία σου θέλω κάμει το πάσχα μετά των μαθητών μου.
Bet Viņš sacīja: “Ejat pilsētā pie kāda un sakāt tam: Tas Mācītājs saka: Mans laiks ir tuvu klātu, Es turēšu pie tevis Lieldienu ar Saviem mācekļiem.”
19 Και έκαμον οι μαθηταί καθώς παρήγγειλεν εις αυτούς ο Ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα.
Un tie mācekļi darīja, kā Jēzus tiem bija pavēlējis, un sataisīja Lieldienas jēru.
20 Ότε δε έγεινεν εσπέρα, εκάθητο εις την τράπεζαν μετά των δώδεκα.
Un kad vakars metās, Viņš apsēdās ar tiem divpadsmit,
21 Και ενώ έτρωγον, είπεν· Αληθώς σας λέγω ότι εις εξ υμών θέλει με παραδώσει.
Un sacīja tiem ēdot: “Patiesi, Es jums saku, viens no jums Mani nodos.”
22 Και λυπούμενοι σφόδρα, ήρχισαν να λέγωσι προς αυτόν έκαστος αυτών· Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;
Un tie ļoti noskuma, un ikviens no tiem iesāka uz Viņu sacīt: “Kungs, vai es tas esmu?”
23 Ο δε αποκριθείς είπεν· Ο εμβάψας μετ' εμού εν τω πινακίω την χείρα, ούτος θέλει με παραδώσει.
Bet Viņš atbildēja un sacīja: “Tas, kas ar Mani savu roku mērc bļodā, tas Mani nodos.
24 Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει, καθώς είναι γεγραμμένον περί αυτού· ουαί δε εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται· καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή.
Tas Cilvēka Dēls gan tā aiziet, kā par Viņu rakstīts. Bet vai tam cilvēkam, caur ko Tas Cilvēka Dēls top nodots; tam būtu labāki, ka tas cilvēks nemaz nebūtu dzimis.”
25 Αποκριθείς δε ο Ιούδας, όστις παρέδιδεν αυτόν, είπε· Μήπως εγώ είμαι, Ραββί; Λέγει προς αυτόν· Συ είπας.
Bet Jūdas, kas Viņu nodeva, atbildēja un sacīja: “Vai es tas esmu, Rabbi?” Viņš uz to sacīja: “Tu to saki.”
26 Και ενώ έτρωγον, λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκοψε και έδιδεν εις τους μαθητάς και είπε· Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου·
Bet tiem vēl ēdot, Jēzus ņēma to maizi, un svētījis pārlauza un deva to Saviem mācekļiem un sacīja: “Ņemiet, ēdiet, tā ir Mana miesa.”
27 και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας, έδωκεν εις αυτούς, λέγων· Πίετε εξ αυτού πάντες·
Un to biķeri ņēma un pateicās, Viņš tiem to deva un sacīja: “Dzeriet visi no tā.
28 διότι τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.
Jo šīs ir Manas asinis, tās jaunās derības asinis, kas par daudziem top izlietas par grēku piedošanu.
29 Σας λέγω δε ότι δεν θέλω πίει εις το εξής εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον μεθ' υμών εν τη βασιλεία του Πατρός μου.
Bet Es jums saku, ka Es no šā laika vairs nedzeršu no šiem vīnakoka augļiem līdz tai dienai, kad Es to ar jums no jauna dzeršu Sava Tēva valstībā.”
30 Και αφού ύμνησαν, εξήλθον εις το όρος των ελαιών.
Un to pateicības dziesmu nodziedājuši, tie gāja ārā uz Eļļas kalnu.
31 Τότε λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Πάντες υμείς θέλετε σκανδαλισθή εν εμοί την νύκτα ταύτην· διότι είναι γεγραμμένον, Θέλω πατάξει τον ποιμένα, και θέλουσι διασκορπισθή τα πρόβατα της ποίμνης·
Tad Jēzus uz tiem saka: “Jūs visi šai naktī pie Manis apgrēcināsities, jo stāv rakstīts: Es to ganu sitīšu un tā ganāmā pulka avis izklīdīs.
32 αφού δε αναστηθώ, θέλω υπάγει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν.
Bet kad Es būšu augšāmcēlies, tad Es jūsu priekšā noiešu uz Galileju.”
33 Αποκριθείς δε ο Πέτρος, είπε προς αυτόν· Και αν πάντες σκανδαλισθώσιν εν σοι, εγώ ποτέ δεν θέλω σκανδαλισθή.
Bet Pēteris atbildēja un uz Viņu sacīja: “Kad tie arī visi pie Tevis apgrēcinātos, tad tomēr es nemūžam neapgrēcināšos.”
34 Είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Αληθώς σοι λέγω ότι ταύτην την νύκτα, πριν φωνάξη ο αλέκτωρ, τρίς θέλεις με απαρνηθή.
Jēzus uz to sacīja: “Patiesi, Es tev saku: šinī naktī, pirms gailis dziedās, tu Mani trīsreiz aizliegsi.”
35 Λέγει προς αυτόν ο Πέτρος· Και αν γείνη χρεία να αποθάνω μετά σου, δεν θέλω σε απαρνηθή. Ομοίως είπον και πάντες οι μαθηταί.
Pēteris uz Viņu saka: “Jebšu man ar Tevi būtu jāmirst, taču es Tevi negribu aizliegt.” Tāpat arī visi mācekļi sacīja.
36 Τότε έρχεται μετ' αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή και λέγει προς τους μαθητάς· Καθήσατε αυτού, εωσού υπάγω και προσευχηθώ εκεί.
Tad Jēzus nāk ar tiem uz vienu muižu ar vārdu Getzemane un saka uz tiem mācekļiem: “Sēžaties šeitan, kamēr Es tur noeju un Dievu lūdzu.”
37 Και παραλαβών τον Πέτρον και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, ήρχισε να λυπήται και να αδημονή.
Un Viņš ņēma līdz Pēteri un tos divus Cebedeja dēlus un iesāka noskumties un baiļoties.
38 Τότε λέγει προς αυτούς· Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε εδώ και αγρυπνείτε μετ' εμού.
Tad Viņš uz tiem saka: “Mana dvēsele ir visai noskumusi līdz nāvei; paliekat šeitan un esat ar Mani nomodā.”
39 Και προχωρήσας ολίγον έπεσεν επί πρόσωπον αυτού, προσευχόμενος και λέγων· Πάτερ μου, εάν ήναι δυνατόν, ας παρέλθη απ' εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ.
Un maķenīt pagājis Viņš krita uz Savu vaigu pie zemes, Dievu lūgdams un sacīdams: “Mans Tēvs, ja tas var būt, tad lai šis biķeris Man iet garām, tomēr ne kā Es gribu, bet kā Tu gribi.”
40 Και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους, και λέγει προς τον Πέτρον· Ούτω δεν ηδυνήθητε μίαν ώραν να αγρυπνήσητε μετ' εμού;
Un Viņš nāk pie tiem mācekļiem un atrod tos guļam, un saka uz Pēteri: “Tā tad jūs nespējāt nevienu pašu stundu ar Mani būt nomodā!
41 αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Esiet modrīgi un lūdziet Dievu, ka jūs neiekrītat kārdināšanā. Gars gan ir labprātīgs, bet miesa ir vāja.”
42 Πάλιν εκ δευτέρου υπήγε και προσευχήθη, λέγων· Πάτερ μου, εάν δεν ήναι δυνατόν τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ' εμού χωρίς να πίω αυτό, γενηθήτω το θέλημά σου.
Viņš atkal otru lāgu nogājis, lūdza sacīdams: “Mans Tēvs, ja šis biķeris Man nevar iet garām, ka Es to nedzeru, tad lai notiek Tavs prāts.”
43 Και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν κοιμωμένους· διότι οι οφθαλμοί αυτών ήσαν βεβαρημένοι.
Un Viņš nāk un atrod tos atkal guļam, jo viņu acis bija miega pilnas.
44 Και αφήσας αυτούς υπήγε πάλιν και προσευχήθη εκ τρίτου, ειπών τον αυτόν λόγον.
Un Viņš tos pameta, un atkal nogāja un lūdza Dievu trešu lāgu, tos pašus vārdus sacīdams.
45 Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει προς αυτούς· Κοιμάσθε το λοιπόν και αναπαύεσθε· ιδού, επλησίασεν η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών.
Tad Viņš nāk pie Saviem mācekļiem, un uz tiem saka: “Guliet nu vēl un dusiet! redzi, tā stunda ir klāt, un Tas Cilvēka Dēls top nodots grēcinieku rokās.
46 Εγέρθητε, ας υπάγωμεν· Ιδού, επλησίασεν ο παραδίδων με.
Ceļaties, ejam! Redzi, kas Mani nodod, ir klāt.”
47 Και ενώ αυτός ελάλει έτι, ιδού, ο Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού.
Un Viņam vēl runājot, redzi, tad nāca Jūdas, viens no tiem divpadsmit un līdz ar to liels pulks ar zobeniem un nūjām no tiem augstiem priesteriem un ļaužu vecajiem.
48 Ο δε παραδίδων αυτόν έδωκεν εις αυτούς σημείον, λέγων· Όντινα φιλήσω, αυτός είναι· πιάσατε αυτόν.
Bet kas Viņu nodeva, tas tiem bija devis tādu zīmi un sacījis: “Kuru es skūpstīšu, tas ir Tas, To gūstat.”
49 Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε· Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν.
Un tūdaļ viņš pie Jēzus piegāja un sacīja: “Esi sveicināts, Rabbi!” un Viņu skūpstīja.
50 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Φίλε, διά τι ήλθες; Τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και επίασαν αυτόν.
Bet Jēzus uz to sacīja: “Draugs, kāpēc tu še esi?” Tad tie piegāja un pielika rokas pie Jēzus un To saņēma.
51 Και ιδού, εις των μετά του Ιησού εκτείνας την χείρα έσυρε την μάχαιραν αυτού, και κτυπήσας τον δούλον του αρχιερέως απέκοψε το ωτίον αυτού.
Un redzi, viens no tiem, kas pie Jēzus bija, roku izstiepis, izvilka savu zobenu un cirta tā augstā priestera kalpam un tam nocirta ausi.
52 Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής· διότι πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν διά μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή.
Tad Jēzus uz to saka: “Bāz savu zobenu savā vietā, jo visi, kas zobenu ņem, tie caur zobenu tiks nomaitāti.
53 Η νομίζεις ότι δεν δύναμαι ήδη να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, και θέλει στήσει πλησίον μου περισσοτέρους παρά δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;
Jeb vai tev šķiet, ka Es nevarētu tagad Savu Tēvu lūgt, un Viņš Man nevarētu dot vairāk nekā divpadsmit leģionus eņģeļu?
54 πως λοιπόν θέλουσι πληρωθή αι γραφαί ότι ούτω πρέπει να γείνη;
Kā tad tie raksti taptu piepildīti? Jo tam būs tā notikt.”
55 Εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς προς τους όχλους· Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων να με συλλάβητε; καθ' ημέραν εκαθήμην πλησίον υμών διδάσκων εν τω ιερώ, και δεν με επιάσατε.
Tanī pašā stundā Jēzus sacīja uz to pulku: “Kā pie slepkavas jūs esat izgājuši ar zobeniem un nūjām, Mani gūstīt. Ikdienas Es pie jums esmu sēdējis un mācījis Dieva namā, un jūs Mani neesat gūstījuši.
56 Τούτο δε όλον έγεινε διά να πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητών. Τότε οι μαθηταί πάντες αφήσαντες αυτόν έφυγον.
Bet viss tas noticis, ka praviešu raksti piepildītos.” Tad visi mācekļi Viņu atstāja un bēga.
57 Οι δε πιάσαντες τον Ιησούν έφεραν προς Καϊάφαν τον αρχιερέα, όπου συνήχθησαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι.
Bet tie Jēzu saņēma un To noveda pie tā augstā priestera Kajafasa, kur tie rakstu mācītāji un vecaji bija sapulcējušies.
58 Ο δε Πέτρος ηκολούθει αυτόν από μακρόθεν έως της αυλής του αρχιερέως, και εισελθών έσω εκάθητο μετά των υπηρετών διά να ίδη το τέλος.
Bet Pēteris no tālienes Viņam gāja pakaļ līdz tā augstā priestera namam, un iegājis tas apsēdās pie tiem sulaiņiem, nolūkot to galu.
59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού, διά να θανατώσωσιν αυτόν,
Bet tie augstie priesteri un tie vecaji un visa tā augstā tiesa meklēja viltīgu liecību pret Jēzu, ka Viņu varētu nokaut;
60 και δεν εύρον· και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων, δεν εύρον. Ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες,
Un neatrada, un jebšu gan daudz viltīgu liecinieku nāca priekšā, tomēr neatrada nenieka; bet visupēc divi viltīgi liecinieki nāca priekšā
61 είπον· Ούτος είπε, Δύναμαι να χαλάσω τον ναόν του Θεού και διά τριών ημερών να οικοδομήσω αυτόν.
Un sacīja: “Šis ir sacījis: Es Dieva namu varu noplēst un trijās dienās to uztaisīt.”
62 Και σηκωθείς ο αρχιερεύς είπε προς αυτόν· Δεν αποκρίνεσαι; τι μαρτυρούσιν ούτοι κατά σου;
Un tas augstais priesteris pacēlās un uz Viņu sacīja: “Vai Tu nekā neatbildi uz to, ko tie pret Tevi liecina?”
63 Ο δε Ιησούς εσιώπα. Και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπε προς αυτόν· Σε ορκίζω εις τον Θεόν τον ζώντα να είπης προς ημάς αν συ ήσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού.
Bet Jēzus cieta klusu; un tas augstais priesteris atbildēja un uz To sacīja: “Pie tā dzīvā Dieva es Tevi zvērinu, saki mums: vai Tu esi Kristus, Dieva Dēls?”
64 Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Συ είπας· πλην σας λέγω, Εις το εξής θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού.
Jēzus uz to saka: “Tu to esi sacījis. Bet Es jums saku: no šī laika jūs redzēsiet To Cilvēka Dēlu sēžam pie Tā Visspēcīgā labās rokas un nākam uz debess padebešiem.”
65 Τότε ο αρχιερεύς διέσχισε τα ιμάτια αυτού, λέγων ότι εβλασφήμησε· τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων; ιδού, τώρα ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού·
Tad tas augstais priesteris saplēsa savas drēbes un sacīja: “Viņš Dievu zaimojis: kam mums vēl liecinieku vajag? Redziet, tagad jūs Viņa Dieva zaimošanu esat dzirdējuši.
66 τι σας φαίνεται; Και εκείνοι αποκριθέντες είπον· Ένοχος θανάτου είναι.
Kā jums šķiet?” Bet tie atbildēja un sacīja: “Viņš nāvi pelnījis.”
67 Τότε ενέπτυσαν εις το πρόσωπον αυτού και εγρόνθισαν αυτόν, άλλοι δε ερράπισαν,
Tad tie Viņam spļāva vaigā un Viņu pliķēja; bet citi Viņu sita ar dūrēm,
68 λέγοντες· Προφήτευσον εις ημάς, Χριστέ, τις είναι όστις σε εκτύπησεν;
Un sacīja: “Pravietis būdams, saki mums, Kristu, - kurš ir tas, kas Tevi sitis?”
69 Ο δε Πέτρος εκάθητο έξω εν τη αυλή και προσήλθε προς αυτόν μία δούλη, λέγουσα· Και συ ήσο μετά Ιησού του Γαλιλαίου.
Bet Pēteris sēdēja priekšnamā. Un viena jauna meita nāca pie viņa un sacīja: “Tu arīdzan biji ar To Jēzu no Galilejas.”
70 Ο δε ηρνήθη έμπροσθεν πάντων, λέγων· Δεν εξεύρω τι λέγεις.
Bet viņš liedzās priekš visiem sacīdams: “Es nezinu, ko tu runā.”
71 Και ότε εξήλθεν εις τον πυλώνα, είδεν αυτόν άλλη και λέγει προς τους εκεί, Και ούτος ήτο μετά Ιησού του Ναζωραίου.
Un kad viņš priekš vārtiem bija izgājis, cita viņu redzēja un saka uz tiem, kas tur bija: “Šis arīdzan bija pie Tā Jēzus no Nacaretes.”
72 Και πάλιν ηρνήθη μεθ' όρκου ότι δεν γνωρίζω τον άνθρωπον.
Un viņš atkal liedzās zvērēdams: “Es to Cilvēku nepazīstu.”
73 Μετ' ολίγον δε προσελθόντες οι εστώτες, είπον προς τον Πέτρον· Αληθώς και συ εξ αυτών είσαι· διότι η λαλιά σου σε κάμνει φανερόν.
Un par mazu brīdi tie, kas tur stāvēja, piegāja un uz Pēteri sacīja: “Patiesi, tu esi viens no tiem; jo no tavas valodas to var noprast.”
74 Τότε ήρχισε να καταναθεματίζη και να ομνύη ότι δεν γνωρίζω τον άνθρωπον. Και ευθύς εφώναξεν ο αλέκτωρ.
Tad viņš iesāka nolādēties un nodievoties: “Es to Cilvēku nepazīstu.” Un tūdaļ gailis dziedāja.
75 Και ενεθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον του Ιησού, όστις είχεν ειπεί προς αυτόν ότι πριν φωνάξη ο αλέκτωρ, τρίς θέλεις με απαρνηθή· και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.
Un Pēteris pieminēja Jēzus vārdus, ko Viņš tam bija sacījis: “Pirms gailis dziedās, tu Mani trīsreiz aizliegsi.” Un ārā izgājis viņš raudāja gauži.

< Κατα Ματθαιον 26 >