< Κατα Ματθαιον 26 >

1 Και ότε ετελείωσεν ο Ιησούς πάντας τους λόγους τούτους, είπε προς τους μαθητάς αυτού·
Pärast seda, kui Jeesus oli kõike seda rääkinud, ütles ta oma jüngritele:
2 Εξεύρετε ότι μετά δύο ημέρας γίνεται το πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται διά να σταυρωθή.
„Te teate, et kahe päeva pärast on paasapüha ja inimese Poeg antakse nende kätte, kes ta risti löövad.“
3 Τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αυλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα,
Siis kogunesid ülempreestrid ja rahvavanemad ülempreester Kaifase hoovi.
4 και συνεβουλεύθησαν να συλλάβωσι τον Ιησούν με δόλον και να θανατώσωσιν.
Seal sepitsesid nad plaani, et vahistada Jeesus mõne valeliku ettekäände abil ja ta tappa.
5 Έλεγον δέ· μη εν τη εορτή, διά να μη γείνη θόρυβος εν τω λαώ.
Kuid nad ütlesid: „Ärgem tehkem seda pühade ajal, et rahvas mässama ei hakkaks.“
6 Ότε δε ο Ιησούς ήτο εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού,
Sel ajal kui Jeesus peatus pidalitõbise Siimona majas Betaanias,
7 προσήλθε προς αυτόν γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου βαρυτίμου, και κατέχεεν αυτό επί την κεφαλήν αυτού, ενώ εκάθητο εις την τράπεζαν.
tuli tema juurde üks naine, kaasas alabasternõu väga kalli parfüümiga. Ta valas selle Jeesusele pähe, kui Jeesus istus ja sõi. Aga kui jüngrid nägid, mida naine tegi, ärritas see neid.
8 Ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού, ηγανάκτησαν λέγοντες· Εις τι η απώλεια αύτη;
„Missugune kohutav raiskamine!“protestisid nad.
9 διότι ηδύνατο τούτο το μύρον να πωληθή με πολλήν τιμήν και να δοθή εις τους πτωχούς.
„Selle parfüümi oleks võinud suure raha eest ära müüa ja raha vaestele anda!“
10 Νοήσας δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Διά τι ενοχλείτε την γυναίκα; διότι έργον καλόν έπραξεν εις εμέ.
Jeesus teadis, mis toimus, ja ta ütles neile: „Miks te selle naise peale pahandate? Ta tegi minu heaks midagi imelist!
11 Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε.
Vaeseid on teie juures alati, aga mind ei ole teil alati.
12 Επειδή χύσασα αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, έκαμε τούτο διά τον ενταφιασμόν μου.
Seda parfüümi mu ihule valades valmistas ta mind ette matmiseks.
13 Αληθώς σας λέγω, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, θέλει λαληθή και τούτο, το οποίον έπραξεν αύτη, εις μνημόσυνον αυτής.
Ma ütlen teile tõtt: kus iganes maailmas seda head sõnumit kuulutatakse, räägitakse ka lugu sellest, mida see naine tegi, tema mälestuseks.“
14 Τότε υπήγεν εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς
Siis Juudas Iskariot, üks kaheteistkümnest jüngrist, läks ülempreestrite juurde
15 και είπε· Τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια.
ja küsis neilt: „Kui palju te mulle maksate, kui annan Jeesuse teie kätte?“Nad maksid talle kolmkümmend hõbemünti.
16 Και από τότε εζήτει ευκαιρίαν διά να παραδώση αυτόν.
Sellest ajast peale otsis ta võimalust, et Jeesus nende kätte anda.
17 Την δε πρώτην των αζύμων προσήλθον οι μαθηταί προς τον Ιησούν, λέγοντες προς αυτόν· Που θέλεις να σοι ετοιμάσωμεν διά να φάγης το πάσχα;
Hapnemata leibade püha esimesel päeval tulid jüngrid Jeesuse juurde ja küsisid talt: „Kus sa tahad, et me valmistaksime sulle söömiseks paasapüha söömaaja?“
18 Και εκείνος είπεν· Υπάγετε εις την πόλιν προς τον δείνα και είπατε προς αυτόν· Ο Διδάσκαλος λέγει, Ο καιρός μου επλησίασεν· εν τη οικία σου θέλω κάμει το πάσχα μετά των μαθητών μου.
Jeesus ütles neile: „Minge linna ja leidke see konkreetne mees ning öelge talle, et Õpetaja ütleb: „Minu aeg on lähedal. Ma tulen koos jüngritega paasapüha tähistama sinu majja.““
19 Και έκαμον οι μαθηταί καθώς παρήγγειλεν εις αυτούς ο Ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα.
Jüngrid tegid, nagu Jeesus oli käskinud, ja nad valmistasid seal paasapüha söömaaja.
20 Ότε δε έγεινεν εσπέρα, εκάθητο εις την τράπεζαν μετά των δώδεκα.
Kui õhtu saabus, istus ta koos kaheteistkümnega maha sööma.
21 Και ενώ έτρωγον, είπεν· Αληθώς σας λέγω ότι εις εξ υμών θέλει με παραδώσει.
Söömise ajal rääkis ta neile: „Ma ütlen teile tõtt: üks teist reedab mu.“
22 Και λυπούμενοι σφόδρα, ήρχισαν να λέγωσι προς αυτόν έκαστος αυτών· Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;
Nad olid äärmiselt vapustatud. Üksteise järel küsisid nad talt: „Issand, ega see mina ole?“
23 Ο δε αποκριθείς είπεν· Ο εμβάψας μετ' εμού εν τω πινακίω την χείρα, ούτος θέλει με παραδώσει.
„Minu reedab see, kes kastis oma käe koos minuga vaagnasse, “vastas Jeesus.
24 Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει, καθώς είναι γεγραμμένον περί αυτού· ουαί δε εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται· καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή.
„Inimese Poeg sureb täpselt nii, nagu temast on prohvetlikult ette kuulutatud, aga häda sellele inimesele, kes inimese Poja reedab! Sellel inimesel oleks parem, kui ta poleks kunagi sündinud!“
25 Αποκριθείς δε ο Ιούδας, όστις παρέδιδεν αυτόν, είπε· Μήπως εγώ είμαι, Ραββί; Λέγει προς αυτόν· Συ είπας.
Juudas − see, kes kavatses Jeesuse reeta − küsis: „Ega see mina ole, rabi?“„Seda ütlesid sina, “vastas Jeesus.
26 Και ενώ έτρωγον, λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκοψε και έδιδεν εις τους μαθητάς και είπε· Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου·
Söömise ajal võttis Jeesus veidi leiba ja õnnistas seda. Siis murdis ta seda ja andis tükid oma jüngritele. „Võtke ja sööge seda, sest see on minu ihu, “ütles Jeesus.
27 και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας, έδωκεν εις αυτούς, λέγων· Πίετε εξ αυτού πάντες·
Siis võttis ta karika, õnnistas seda ja andis neile. „Jooge kõik sellest, “ütles ta neile.
28 διότι τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.
„Sest see on minu kokkuleppe veri, mis on valatud välja paljude eest pattude andeksandmiseks.
29 Σας λέγω δε ότι δεν θέλω πίει εις το εξής εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον μεθ' υμών εν τη βασιλεία του Πατρός μου.
Kuid ma ütlen teile, et ma ei joo sellest viinapuu viljast kuni päevani, mil ma joon seda värskena koos teiega oma Isa riigis.“
30 Και αφού ύμνησαν, εξήλθον εις το όρος των ελαιών.
Pärast seda kui nad laulsid ühe laulu, läksid nad välja Õlimäele.
31 Τότε λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Πάντες υμείς θέλετε σκανδαλισθή εν εμοί την νύκτα ταύτην· διότι είναι γεγραμμένον, Θέλω πατάξει τον ποιμένα, και θέλουσι διασκορπισθή τα πρόβατα της ποίμνης·
„Te kõik jätate mu täna öösel maha, “rääkis Jeesus neile. „Nagu Pühakiri ütleb: „Ma löön karjast ja lambakari pillutatakse laiali.“
32 αφού δε αναστηθώ, θέλω υπάγει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν.
Aga pärast seda, kui ma olen üles tõusnud, lähen ma teie eel Galileasse.“
33 Αποκριθείς δε ο Πέτρος, είπε προς αυτόν· Και αν πάντες σκανδαλισθώσιν εν σοι, εγώ ποτέ δεν θέλω σκανδαλισθή.
Kuid Peetrus protestis: „Isegi kui kõik teised sind maha jätavad, siis mina ei jäta sind kunagi.“
34 Είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Αληθώς σοι λέγω ότι ταύτην την νύκτα, πριν φωνάξη ο αλέκτωρ, τρίς θέλεις με απαρνηθή.
„Ma ütlen teile tõtt, “ütles Jeesus talle, „Täna öösel, enne kui kukk kireb, salgad sa mind kolm korda.“
35 Λέγει προς αυτόν ο Πέτρος· Και αν γείνη χρεία να αποθάνω μετά σου, δεν θέλω σε απαρνηθή. Ομοίως είπον και πάντες οι μαθηταί.
„Isegi kui pean sinuga koos surema, ei salga ma sind!“jäi Peetrus endale kindlaks. Ja kõik jüngrid ütlesid sama.
36 Τότε έρχεται μετ' αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή και λέγει προς τους μαθητάς· Καθήσατε αυτού, εωσού υπάγω και προσευχηθώ εκεί.
Siis Jeesus läks koos oma jüngritega paika, mida nimetatakse Ketsemaniks. Ta ütles neile: „Istuge siin, sel ajal kui ma lähen sinna ja palvetan.“
37 Και παραλαβών τον Πέτρον και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, ήρχισε να λυπήται και να αδημονή.
Ta võttis Peetruse ja kaks Sebedeuse poega endaga kaasa. Teda hakkas vaevama piinav südamevalu ja ahastus.
38 Τότε λέγει προς αυτούς· Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε εδώ και αγρυπνείτε μετ' εμού.
Siis ütles ta neile: „Mind valdab võrreldamatu kurbus. Oodake siin ja valvake koos minuga.“
39 Και προχωρήσας ολίγον έπεσεν επί πρόσωπον αυτού, προσευχόμενος και λέγων· Πάτερ μου, εάν ήναι δυνατόν, ας παρέλθη απ' εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ.
Ta läks veidi maad edasi, langes näoli maha ja palvetas. „Mu Isa, kui on võimalik, palun lase see kannatuste karikas minult ära võtta, “palvetas Jeesus. „Sellegipoolest ärgu sündigu see, mida mina tahan, vaid see, mida tahad sina.“
40 Και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους, και λέγει προς τον Πέτρον· Ούτω δεν ηδυνήθητε μίαν ώραν να αγρυπνήσητε μετ' εμού;
Ta läks tagasi jüngrite juurde ja leidis nad magamas. Ta ütles Peetrusele: „Kas sa ei suutnud ühtainsat tundigi minuga koos ärkvel püsida?
41 αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Olge valvsad ja palvetage, et te ei langeks kiusatusse. Jah, vaim on valmis, aga ihu on nõrk.“
42 Πάλιν εκ δευτέρου υπήγε και προσευχήθη, λέγων· Πάτερ μου, εάν δεν ήναι δυνατόν τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ' εμού χωρίς να πίω αυτό, γενηθήτω το θέλημά σου.
Ta läks teist korda eemale ja palvetas. „Mu Isa, kui seda karikat ei saa minult ära võtta, ilma et ma sellest jooksin, siis täitugu sinu tahe, “ütles ta.
43 Και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν κοιμωμένους· διότι οι οφθαλμοί αυτών ήσαν βεβαρημένοι.
Ta läks tagasi ja leidis nad magamas, sest nad lihtsalt ei suutnud ärkvel püsida.
44 Και αφήσας αυτούς υπήγε πάλιν και προσευχήθη εκ τρίτου, ειπών τον αυτόν λόγον.
Niisiis läks ta veelkord nende juurest ära eemale ja palvetas kolmandat korda, samu asju korrates.
45 Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει προς αυτούς· Κοιμάσθε το λοιπόν και αναπαύεσθε· ιδού, επλησίασεν η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών.
Siis naasis ta jüngrite juurde ja ütles neile: „Kuidas te saate ikka veel magada ja puhata? Vaadake, aeg on käes. Inimese Poeg antakse kohe patuste kätte!
46 Εγέρθητε, ας υπάγωμεν· Ιδού, επλησίασεν ο παραδίδων με.
Tõuske üles, lähme! Näete, see, kes mu ära annab, on kohale jõudnud.“
47 Και ενώ αυτός ελάλει έτι, ιδού, ο Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού.
Kui ta seda ütles, jõudis kohale Juudas, üks kaheteistkümnest, ja temaga koos suur mõõkade ja nuiadega relvastatud jõuk, mille olid saatnud ülempreestrid ja rahvavanemad.
48 Ο δε παραδίδων αυτόν έδωκεν εις αυτούς σημείον, λέγων· Όντινα φιλήσω, αυτός είναι· πιάσατε αυτόν.
Äraandja oli andnud neile märguande: „See, keda ma suudlen, ongi tema, võtke ta kinni, “ütles ta neile.
49 Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε· Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν.
Juudas tuli kohe Jeesuse juurde ja ütles: „Tere, rabi, “ja suudles teda.
50 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Φίλε, διά τι ήλθες; Τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και επίασαν αυτόν.
„Mu sõber, tee seda, mida sa tegema tulid, “ütles Jeesus Juudasele. Nii nad siis tulid, haarasid Jeesusest kinni ja vahistasid ta.
51 Και ιδού, εις των μετά του Ιησού εκτείνας την χείρα έσυρε την μάχαιραν αυτού, και κτυπήσας τον δούλον του αρχιερέως απέκοψε το ωτίον αυτού.
Üks neist, kes oli Jeesusega, sirutas käe mõõga järele ja tõmbas selle välja. Ta lõi ülempreestri sulast ja lõikas ta kõrva maha.
52 Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής· διότι πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν διά μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή.
Aga Jeesus ütles talle: „Pane oma mõõk ära. Igaüks, kes võitleb mõõgaga, sureb mõõga läbi.
53 Η νομίζεις ότι δεν δύναμαι ήδη να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, και θέλει στήσει πλησίον μου περισσοτέρους παρά δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;
Sa ei arva ju, et ma ei võiks paluda oma Isa, et ta saadaks kohe rohkem kui kaksteist leegioni ingleid?
54 πως λοιπόν θέλουσι πληρωθή αι γραφαί ότι ούτω πρέπει να γείνη;
Aga kuidas siis täituks Pühakiri, mis ütleb, et see peab nii toimuma?“
55 Εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς προς τους όχλους· Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων να με συλλάβητε; καθ' ημέραν εκαθήμην πλησίον υμών διδάσκων εν τω ιερώ, και δεν με επιάσατε.
Siis ütles Jeesus jõugule: „Kas te tulite mind vahistama mõõkade ja nuiadega, nagu oleksin ma mingisugune ohtlik kurjategija? Ma istusin iga päev templis õpetades ja te ei vahistanud mind siis.
56 Τούτο δε όλον έγεινε διά να πληρωθώσιν αι γραφαί των προφητών. Τότε οι μαθηταί πάντες αφήσαντες αυτόν έφυγον.
Aga kõik see toimub, et läheks täide see, mida prohvetid kirjutasid.“Siis kõik jüngrid jätsid ta maha ja jooksid minema.
57 Οι δε πιάσαντες τον Ιησούν έφεραν προς Καϊάφαν τον αρχιερέα, όπου συνήχθησαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι.
Need, kes Jeesuse vahistasid, viisid ta ülempreester Kaifase majja, kuhu olid kogunenud vaimulikud õpetajad ja vanemad.
58 Ο δε Πέτρος ηκολούθει αυτόν από μακρόθεν έως της αυλής του αρχιερέως, και εισελθών έσω εκάθητο μετά των υπηρετών διά να ίδη το τέλος.
Peetrus järgnes talle eemalt ja läks ülempreestri hoovi. Seal istus ta koos valvuritega, et näha, kuidas kõik lõpeb.
59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού, διά να θανατώσωσιν αυτόν,
Ülempreestrid ja kogu nõukogu üritasid leida Jeesuse vastu mingeid valetõendeid, et nad saaksid ta surma mõista.
60 και δεν εύρον· και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων, δεν εύρον. Ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες,
Aga nad ei suutnud midagi leida, kuigi valetunnistajaid astus esile. Lõpuks astusid ette kaks tunnistajat
61 είπον· Ούτος είπε, Δύναμαι να χαλάσω τον ναόν του Θεού και διά τριών ημερών να οικοδομήσω αυτόν.
ja teatasid: „See mees ütles: „Ma suudan Jumala templi hävitada ja kolme päevaga üles ehitada.““
62 Και σηκωθείς ο αρχιερεύς είπε προς αυτόν· Δεν αποκρίνεσαι; τι μαρτυρούσιν ούτοι κατά σου;
Ülempreester tõusis ja küsis Jeesuselt: „Kas sul ei ole vastust? Mida on sul enda kaitseks öelda?“
63 Ο δε Ιησούς εσιώπα. Και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπε προς αυτόν· Σε ορκίζω εις τον Θεόν τον ζώντα να είπης προς ημάς αν συ ήσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού.
Kuid Jeesus vaikis edasi. Ülempreester ütles Jeesusele: „Ma panen su elava Jumala nimel vande alla. Ütle meile, kas sa oled Messias, Jumala Poeg!“
64 Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Συ είπας· πλην σας λέγω, Εις το εξής θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού.
„Seda ütlesid sina, “vastas Jeesus. „Ja ma ütlen sulle ka seda, et tulevikus näed sa inimese Poega Kõigeväelise paremal käel istumas ja taeva pilvede peal tulemas.“
65 Τότε ο αρχιερεύς διέσχισε τα ιμάτια αυτού, λέγων ότι εβλασφήμησε· τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων; ιδού, τώρα ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού·
Siis käristas ülempreester oma rõivad lõhki ja ütles: „Ta teotab Jumalat! Milleks on meil üldse tunnistajaid vaja? Vaadake, nüüd olete ise tema jumalateotust kuulnud!
66 τι σας φαίνεται; Και εκείνοι αποκριθέντες είπον· Ένοχος θανάτου είναι.
Missugune on teie otsus?“„Süüdi! Ta on surma väärt!“vastasid nad.
67 Τότε ενέπτυσαν εις το πρόσωπον αυτού και εγρόνθισαν αυτόν, άλλοι δε ερράπισαν,
Siis nad sülitasid talle näkku ja peksid teda. Mõned lõid teda käega
68 λέγοντες· Προφήτευσον εις ημάς, Χριστέ, τις είναι όστις σε εκτύπησεν;
ja ütlesid: „Kuuluta meile prohvetlikult, sina „Messias“! Kes sind just lõi?“
69 Ο δε Πέτρος εκάθητο έξω εν τη αυλή και προσήλθε προς αυτόν μία δούλη, λέγουσα· Και συ ήσο μετά Ιησού του Γαλιλαίου.
Samal ajal istus Peetrus väljas hoovis. Üks teenijatüdruk tuli tema juurde ja ütles: „Sina olid ka koos galilealase Jeesusega!“
70 Ο δε ηρνήθη έμπροσθεν πάντων, λέγων· Δεν εξεύρω τι λέγεις.
Aga ta salgas seda kõigi ees. „Ma ei tea, millest sa räägid, “ütles ta.
71 Και ότε εξήλθεν εις τον πυλώνα, είδεν αυτόν άλλη και λέγει προς τους εκεί, Και ούτος ήτο μετά Ιησού του Ναζωραίου.
Kui ta läks tagasi hoovi sissepääsu juurde, nägi teda üks teine teenijatüdruk ja ütles sealsetele inimestele: „See mees oli koos Naatsareti Jeesusega.“
72 Και πάλιν ηρνήθη μεθ' όρκου ότι δεν γνωρίζω τον άνθρωπον.
Taaskord salgas ta seda ja ütles vandega kinnitades: „Ma ei tunne teda.“
73 Μετ' ολίγον δε προσελθόντες οι εστώτες, είπον προς τον Πέτρον· Αληθώς και συ εξ αυτών είσαι· διότι η λαλιά σου σε κάμνει φανερόν.
Veidi aja pärast tulid seal seisvad inimesed Peetruse juurde ja ütlesid: „Sa oled kindlasti üks neist. Sinu aktsent reedab sind.“
74 Τότε ήρχισε να καταναθεματίζη και να ομνύη ότι δεν γνωρίζω τον άνθρωπον. Και ευθύς εφώναξεν ο αλέκτωρ.
Siis hakkas ta vanduma: „Olgu ma neetud, kui ma valetan! Ma ei tunne seda meest!“Otsekohe kires kukk.
75 Και ενεθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον του Ιησού, όστις είχεν ειπεί προς αυτόν ότι πριν φωνάξη ο αλέκτωρ, τρίς θέλεις με απαρνηθή· και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.
Siis meenus Peetrusele, mida Jeesus oli talle öelnud: „Enne kui kukk kireb, salgad sa kolm korda, et sa mind tunned.“Ta läks välja ja nuttis kibedasti.

< Κατα Ματθαιον 26 >