< Κατα Ματθαιον 24 >

1 Και εξελθών ο Ιησούς ανεχώρει από του ιερού· και προσήλθον οι μαθηταί αυτού διά να επιδείξωσιν εις αυτόν τας οικοδομάς του ιερού.
Aa ie nienga i Anjomban’ Añaharey t’i Iesoà, naho nañavelo mb’eo, le niharivoa’ o mpiama’eo hampisamba’ iareo aze o traño añ’anjomban’ Añahareo.
2 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Δεν βλέπετε πάντα ταύτα; αληθώς σας λέγω, δεν θέλει αφεθή εδώ λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή.
Hoe re: Hene isa’ areo o ey hoek’eio! Eka! to t’itaroñako te fonga harotsake vaho tsy hadoñe eo ty vato raike mitongoa ami’ty raike.
3 Και ενώ εκάθητο επί του όρους των Ελαιών, προσήλθον προς αυτόν οι μαθηταί κατ' ιδίαν, λέγοντες· Ειπέ προς ημάς πότε θέλουσι γείνει ταύτα, και τι το σημείον της παρουσίας σου και της συντελείας του αιώνος; (aiōn g165)
Ie niambesatse ambohi’ Oliva am-pitalakesañe i Anjomban’ Añaharey, le natola’ i Petera, i Jaona naho i Andrea, nañontane aze ty hoe: Mbia te ho tondroke irezay? naho inoñe ty ho vilo’ te hifetsake i he’e tsaraeñey, he mbia ty hamotora’e naho mbia ty figadoña’ ty tane toiy vaho i fitotsaha’oy? (aiōn g165)
4 Και αποκριθείς ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Βλέπετε μη σας πλανήση τις.
Natoi’ Iesoà ty hoe: Mitaòa tsy hampandifihe’ ondaty.
5 Διότι πολλοί θέλουσιν ελθεί επί τω ονόματί μου, λέγοντες, Εγώ είμαι ο Χριστός, και πολλούς θέλουσι πλανήσει.
Amy te maro ty ho pok’eo ami’ty añarako hanao ty hoe: Izaho i Norizañey, hampandri­fitse ty maro.
6 Θέλετε δε ακούσει πολέμους και φήμας πολέμων· προσέχετε μη ταραχθήτε· επειδή πάντα ταύτα πρέπει να γείνωσιν, αλλά δεν είναι έτι το τέλος.
Ry koahe, Naho mahajanjiñ’ aly naho firimboñam-balobohòke, le mitaoa tsy ho dereñe, amy te tsy mahay tsy ho tondroke, fe mboe tsy ie i figadoñañey.
7 Διότι θέλει εγερθή έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και θέλουσι γείνει πείναι και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους·
Hitroatse hiatreatre ty fifeheañe ty fifeheañe, naho ty fifelehañe ty fifelehañe, naho ho eo ty fivalitaboahañe jabajaba, naho san-kasalikoañe hampioje, vaho fanginiginihan-tane an-koe.
8 πάντα δε ταύτα είναι αρχή ωδίνων.
Fifotoram-pitsongoan’ ampela irezay.
9 Τότε θέλουσι σας παραδώσει εις θλίψιν και θέλουσι σας θανατώσει, και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομά μου.
Ie ho tantalieñe mb’an-tsampo­reraheñe naho havetreke, hinjè’ ze kila fifeheañe ty ami’ty añarako.
10 Και τότε θέλουσι σκανδαλισθή πολλοί και θέλουσι παραδώσει αλλήλους και θέλουσι μισήσει αλλήλους.
Ho embetse ty maro, hifampikinia vaho hifampi­loroloro.
11 Και πολλοί ψευδοπροφήται θέλουσιν εγερθή και πλανήσει πολλούς,
Hitroatse ty mpitoki-vìlañe, hampandifike ty maro,
12 και επειδή θέλει πληθυνθή η ανομία, η αγάπη των πολλών θέλει ψυχρανθή.
ie mitombo ty haloloañe le hangodafotse ty fikokoa’ i màroy.
13 Ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.
Ho rombaheñe ze mahafifeake pak’am-para’e.
14 Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη, και τότε θέλει ελθεί το τέλος.
Hanitsike ty tane toy ty fitaroñañe ty Talili-soa toy, ho fitaliliañe ahy amo kila fifeheañeo, izay vaho ho tondroke i figadoñañey.
15 Όταν λοιπόν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το λαληθέν διά του προφήτου Δανιήλ, ιστάμενον εν τω τόπω τω αγίω -ο αναγινώσκων ας εννοή-
Zao i Norizam-Bilañey, ie i Hativàñe Mandrotsake nampisaontsieñe i Dani­ele, mijagarodoñe amy tsy mete ijohañañey. Mandrendreha ry mpamaky;
16 τότε οι εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν επί τα όρη·
Ie amy zay, ry e Iehodào, mihere­reaha mb’am-bohitse añe.
17 όστις ευρεθή επί του δώματος, ας μη καταβή διά να λάβη τι εκ της οικίας αυτού·
Asoao tsy hizotso handrambe raha an-traño’e ao ty an-tafo traño ey.
18 και όστις ευρεθή εν τω αγρώ, ας μη επιστρέψη οπίσω διά να λάβη τα ιμάτια αυτού.
Asoao tsy hibalike hipay ty saro’e ty an-teteke añe.
19 Ουαί δε εις τας εγκυμονούσας και τας θηλαζούσας εν εκείναις ταις ημέραις.
Feh’ ohatse amo mivesatseo naho amo mampinonoo amy andro rezay.
20 Προσεύχεσθε δε διά να μη γείνη η φυγή υμών εν χειμώνι μηδέ εν σαββάτω.
Mihalalia aman’Añahare te tsy ho ami’ty andro Sabata ty filaisa’ areo,
21 Διότι τότε θέλει είσθαι θλίψις μεγάλη, οποία δεν έγεινεν απ' αρχής κόσμου έως του νυν, ουδέ θέλει γείνει.
amy te ho lako fisotriañe henane zay, ze mbe tsy nitendreke boak’ am-pifotora’ ty tane toy pake henanekeo, Aiy! le tsy hahereñe ka.
22 Και αν δεν συνετέμνοντο αι ημέραι εκείναι, δεν ήθελε σωθή ουδεμία σάρξ· διά τους εκλεκτούς όμως θέλουσι συντμηθή αι ημέραι εκείναι.
Aa naho tsy nitomòreñe i andro rezay, le tsy ho nanjo nofotse ho rombaheñe, fe ty amo jinoboñeo le tsy ampeampe i andro rezay.
23 Τότε εάν τις είπη προς υμάς· Ιδού εδώ είναι ο Χριστός ή εδώ, μη πιστεύσητε·
Ie henane zay, naho eo ty hanao ty hoe ama’ areo: Hehe intoy i Norizañey, ndra Indroa; ko miantoke.
24 διότι θέλουσιν εγερθή ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και θέλουσι δείξει σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε να πλανήσωσιν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς.
Amy te hiongake o mpisare norizañeo naho o mpisare mpitokio, hanolo-tsahàtse naho hadabàñe jabajaba t’ie, naho nimete, ho nampanjike o jinoboñeo.
25 Ιδού, προείπα προς υμάς.
Aa naho talilie’ iereo te, Inai-ie an-jerezere tane añe. Ko mia­katse mb’eo; ndra, Inay, an-traño bangiñe ao; ko miantoke.
26 Εάν λοιπόν είπωσι προς υμάς, Ιδού, εν τη ερήμω είναι, μη εξέλθητε, Ιδού, εν τοις ταμείοις, μη πιστεύσητε·
Inao, fa nitaroñako aolo ty hifetsaha’e.
27 διότι καθώς η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου.
Le hoe t’i Iesoà amo mpiama’eo: Manàhake ty fihirifa’ ty helatse atiñanañe añe vaho isake ahandrefañe eñe, ty hitotsa­ha’ i Ana’ ondatiy.
28 Διότι όπου είναι το πτώμα, εκεί θέλουσι συναχθή οι αετοί.
Fa amy ze idoña’ ty lolo ty itontona’ o koàkeo.
29 Ευθύς δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος θέλει σκοτισθή και η σελήνη δεν θέλει δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες θέλουσι πέσει από του ουρανού και αι δυνάμεις των ουρανών θέλουσι σαλευθή.
Ie henane zay, naho tampetse ty hasilofeñe amy andro rey, le haieñe i àndroy, naho tsy homei’ i volañey ty hazavà’e; hihintsañe hirik’ ­andindìñe eñe o vasiañeo vaho hiezeñezeñe ty ­valobohò’ i likerañeio;
30 Και τότε θέλει φανή το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ, και τότε θέλουσι θρηνήσει πάσαι αι φυλαί της γης και θέλουσιν ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής.
Le hisodehañe andindìñe ey ty vilo’ i Ana’ ondatiy, naho hene hirovetse ze foko’ i taney, vaho ho isa’ iereo ty fitotsaha’ i Ana’ ondatiy amo rahon-dikerañeo mindre ami’ty valobohoke ra’elahy naho am-bintañe maharevendreveñe.
31 Και θέλει αποστείλει τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης, και θέλουσι συνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ' άκρων ουρανών έως άκρων αυτών.
Hampihitrife’e ami’ty antsiva ra’elahy naho am-pazake abo o anjeli’eo, hanontoñe o jinoboñeo hirike amo tiok-efa’ i likerañey, boak’ añolon-dindiñe eñe pak’añ’ila’e ka.
32 Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν· Όταν ο κλάδος αυτής γείνη ήδη απαλός και εκβλαστάνη τα φύλλα, γνωρίζετε ότι πλησιάζει το θέρος·
Rendreho ty fandrazaña’ i sakoañey; ie isa’areo o singa’eo naho o rave’e mibotibotio, le fohi’ areo t’ie mitotoke
33 ούτω και σεις, όταν ίδητε πάντα ταύτα, εξεύρετε ότι πλησίον είναι επί τας θύρας.
o lalam-beio.
34 Αληθώς σας λέγω, δεν θέλει παρέλθει η γενεά αύτη, εωσού γείνωσι πάντα ταύτα.
Eka! to t’itaroñako te tsy ho modo ty sa toy, ampara’ t’ie heneke iaby.
35 Ο ουρανός και η γη θέλουσι παρέλθει, οι δε λόγοι μου δεν θέλουσι παρέλθει.
Hihelañe añe i likerañey naho ty tane toy.
36 Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ειμή ο Πατήρ μου μόνος·
Mboe tsy eo ty mahaisake i àndroy ndra i oray; tsy o anjelin-dikerañeo, fa t’i Rae avao.
37 και καθώς αι ημέραι του Νώε, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου.
Hoe ty tinovo’ Iesoà amo mpiama’eo: Hambañe amy faha’ i Noey, o andro’ i Ana’ ondatiio.
38 Διότι καθώς εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού ήσαν τρώγοντες και πίνοντες, νυμφευόμενοι και νυμφεύοντες, έως της ημέρας καθ' ην ο Νώε εισήλθεν εις την κιβωτόν,
Manahake te tañ’ andro taolo’ i fiepoepoan-dranoy, nikama naho ninoñe iereo, namokatse naho nanaranake ampara’ i andro nizili­ha’ i Noe amy lakam-poloaiiy ao,
39 και δεν ενόησαν, εωσού ήλθεν ο κατακλυσμός και εσήκωσε πάντας, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου.
le tsy napota’ iereo naho tsy nisorotombahe’ i fiepoepoañey ze namongotse iareo; hoe zay ty hitotsa­ha’ i Ana’ ondatiy.
40 Τότε δύο θέλουσιν είσθαι εν τω αγρώ· ο εις παραλαμβάνεται και ο εις αφίνεται·
Ie amy zay, roe lahy ty hiava an-tetek’ ey, ho rambeseñe ty raike, hapoke ty raike.
41 δύο γυναίκες θέλουσιν αλέθει εν τω μύλω, μία παραλαμβάνεται και μία αφίνεται.
Ampela roe ty handisañe am-pandisa­nañe eo, ho rambeseñe ty raike, hadoñe ty raike.
42 Αγρυπνείτε λοιπόν, διότι δεν εξεύρετε ποία ώρα έρχεται ο Κύριος υμών.
Le hoe t’i Iesoà amo mpiama’eo: Aa le mijilova: amy te mbe tsy nioni’ areo ty ora hihavia’ i Talè’ areoy.
43 Τούτο δε γινώσκετε ότι εάν ήξευρεν ο οικοδεσπότης εν ποία φυλακή της νυκτός έρχεται ο κλέπτης, ήθελεν αγρυπνήσει και δεν ήθελεν αφήσει να διορυχθή η οικία αυτού.
Rendreho zao t’ie nahaoniñe ty ora ho nipoteaha’ ty malaso, le ho nijilo; le tsy ho nenga’e poñafeñe i anjomba’ey.
44 Διά τούτο και σεις γίνεσθε έτοιμοι, διότι καθ' ην ώραν δεν στοχάζεσθε, έρχεται ο Υιός του ανθρώπου.
Aa le mihen­tseña amy te tsy fohi’ areo ty ora hitotsaha’ i Ana’ ondatiy.
45 Τις λοιπόν είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίον ο κύριος αυτού κατέστησεν επί των υπηρετών αυτού, διά να δίδη εις αυτούς την τροφήν εν καιρώ;
Akore ty heve’areo ty amy mpitoroñe migahiñe naho mahihitse, ie nampifehe’ ty talè’e o keleia’eo, hamahana’e mahakama ami’ty fotoa’e?
46 Μακάριος ο δούλος εκείνος, τον οποίον όταν έλθη ο κύριος αυτού θέλει ευρεί πράττοντα ούτως.
Haha ty mpitoroñe zoe’ i talè’ey manao izay ami’ty fiavi’e.
47 Αληθώς σας λέγω ότι θέλει καταστήσει αυτόν επί πάντων των υπαρχόντων αυτού.
Eka! to t’itaroñako, te hampifehe’e aze o keleia’eo.
48 Εάν δε είπη ο κακός εκείνος δούλος εν τη καρδία αυτού, Βραδύνει να έλθη ο κύριός μου,
Fa naho tsivokatse i mpitoroñey, ie mitsakore an-tro’e ao ty hoe, Miesoñe ty fiavi’ i talèkoy;
49 και αρχίση να δέρη τους συνδούλους, να τρώγη δε και να πίνη μετά των μεθυόντων,
naho mamototse mandafa o mpitoro’ i talè’eo, vaho mitrao-pi­genoke naho finoñe amo màhakeo,
50 θέλει ελθεί ο κύριος του δούλου εκείνου καθ' ην ημέραν δεν προσμένει και καθ' ην ώραν δεν εξεύρει,
le hipoteake ami’ty andro tsy itamà’e aze naho ami’ty ora mahatakèke aze i talè’ey,
51 και θέλει αποχωρίσει αυτόν, και το μέρος αυτού θέλει θέσει μετά των υποκριτών· εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων.
le haitoa’e naho hapo’e an-toe’ o mpamañahio ty anjara’e; fangololoihañe naho fikodrìta-nife ty ho ao.

< Κατα Ματθαιον 24 >