< Κατα Μαρκον 14 >
1 Μετά δε δύο ημέρας ήτο το πάσχα και τα άζυμα. Και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς πως να συλλάβωσιν αυτόν με δόλον και να θανατώσωσιν.
Gasigariti mashaka mawili pamberi pa kusoka mumsambu gwa Pasaka na mabumunda gawalekera ndiri simika. Watambika wakulu wa numba ya Mlungu na wafunda wa malagaliru waweriti wankusakula njira ya kumbata Yesu wamlagi.
2 Έλεγον δε, Μη εν τη εορτή, μήποτε γείνη θόρυβος του λαού.
Su watakula, “Tuleki kumbata mumsambu gwa Pasaka, toziya wantu hawatendi ndewu.”
3 Και ενώ αυτός ήτο εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, και εκάθητο εις την τράπεζαν, ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου καθαράς πολυτίμου, και συντρίψασα το αλάβαστρον, έχυσε το μύρον επί της κεφαλής αυτού.
Yesu kaweriti Betaniya mnumba mwa Simoni mngumbula. Pawaweriti mmeza wankuliya shiboga, mawu yumu yakaweriti na supa ya lipaki lya kununkira lya beyi nkulu kiza. Kaimega supa ayi na kamumiminira Yesu lipaki mumtuwi.
4 Ήσαν δε τινές αγανακτούντες καθ' εαυτούς και λέγοντες· Διά τι έγεινεν η απώλεια αύτη του μύρου;
Wantu wamu waweriti panu wakalaliti, walitakuliziana, “Kwa shishi kwananga lipaki linunkira ali?
5 διότι ηδύνατο τούτο να πωληθή υπέρ τριακόσια δηνάρια και να δοθώσιν εις τους πτωχούς· και ωργίζοντο κατ' αυτής.
Gangaweziti kuwuza kwa mpiya za shibena mgongu sha shinja shimu, na kuwayupa wahushu!” Wamkalipira mawu ayu.
6 Αλλ' ο Ιησούς είπεν· Αφήσατε αυτήν· διά τι ενοχλείτε αυτήν; καλόν έργον έπραξεν εις εμέ.
Kumbiti Yesu kawagambira, “Mumleki, kwa shishi kumgaziya? Kantendera shintu shiherepa.
7 Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, και όταν θέλητε, δύνασθε να ευεργετήσητε αυτούς· εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε.
Hamuweri na wahushu mashaka goseri, hamuwezi kuwatanga shipindi shoseri shamfira. Kumbiti neni hapeni nweri na mwenga mashaka goseri.
8 ό, τι ηδύνατο αύτη έπραξε· προέλαβε να αλείψη με μύρον το σώμα μου διά τον ενταφιασμόν.
Yomberi katenda ntambu yakaweziti, kayitilira nshimba yangu lipaki linunkira kuyitandira kwa kusira.
9 Αληθώς σας λέγω, Όπου αν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και εκείνο το οποίον έπραξεν αύτη θέλει λαληθή εις μνημόσυνον αυτής.
Nukugambirani nakaka, poseri muisi shisoweru shiwagira pashibwerwa, shitwatira ashi shakatenditi hashikandwi ntambu ya kulihola.”
10 Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, υπήγε προς τους αρχιερείς, διά να παραδώση αυτόν εις αυτούς.
Shakapanu Yuda Isikariyoti, yumu gwa walii lilongu na wawili, kagenditi kwa watambika wakulu su kamgalambuki Yesu.
11 Εκείνοι δε ακούσαντες εχάρησαν και υπεσχέθησαν να δώσωσιν εις αυτόν αργύρια· και εζήτει πως να παραδώση αυτόν εν ευκαιρία.
Watambika wa numba ya Mlungu pawapikaniriti shisoweru ashi, wasekelera, wamlagiliti kumpanana mpiya. Su, Yuda kanja kusakula lupenyu lwa kamgalambukira kwa Watambika wakulu.
12 Και τη πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε εθυσίαζον το πάσχα, λέγουσι προς αυτόν οι μαθηταί αυτού· Που θέλεις να υπάγωμεν και να ετοιμάσωμεν διά να φάγης το πάσχα;
Lishaka lya kwanja lya Msambu gwa Mabumunda gawalekera ndiri simika, shipindi sheni mwana kondolu gwa pasaka pakalikitulwa, wafundwa wakuwi wamkosiyiti, “Gufira tukutandiri koshi shiboga sha Pasaka?”
13 Και αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού και λέγει προς αυτούς· Υπάγετε εις την πόλιν, και θέλει σας απαντήσει άνθρωπος βαστάζων σταμνίον ύδατος· ακολουθήσατε αυτόν,
Su Yesu kawalagalira wawili wa wafundwa wakuwi pakawagambira, “Mgendi mlushi, na amu hamliwoni na mpalu yumu yakalitwika vulu ya mashi. Mmufati
14 και όπου εισέλθη, είπατε προς τον οικοδεσπότην ότι ο Διδάσκαλος λέγει· Που είναι το κατάλυμα, όπου θέλω φάγει το πάσχα μετά των μαθητών μου;
mpaka mnumba yanakingiri, mkamgambiri mweni kaya, ‘Mfunda kalonga sha koshi shumba sheni handiyi Pasaka pamuhera na wafundwa wangu?’
15 Και αυτός θέλει σας δείξει ανώγεον μέγα εστρωμένον έτοιμον· εκεί ετοιμάσατε εις ημάς.
Yomberi hakawalonguzii shumba shikulu mligolofa amu vyoseri wavitandira kala, mtutandiri amu.”
16 Και εξήλθον οι μαθηταί αυτού και ήλθον εις την πόλιν, και εύρον καθώς είπε προς αυτούς, και ητοίμασαν το πάσχα.
Wafundwa wawuka, wagenda mlushi, wawona kila shintu weri ntambu yakawagambiriti Yesu. Su watandira shiboga sha pasaka.
17 Και ότε έγεινεν εσπέρα, έρχεται μετά των δώδεκα·
Payiweriti pamii, Yesu kiziti pamuhera na wafundwa wakuwi lilongu na wawili.
18 και ενώ εκάθηντο εις την τράπεζαν και έτρωγον, είπεν ο Ιησούς· Αληθώς σας λέγω ότι εις εξ υμών θέλει με παραδώσει, όστις τρώγει μετ' εμού.
Pawaweriti pameza wankuliya, Yesu katakuliti, “Nakaka nukugambirani, yumu gwenu yakaliya pamuhera naneni, Hakang'alambuki.”
19 Οι δε ήρχισαν να λυπώνται και να λέγωσι προς αυτόν εις έκαστος· Μήπως εγώ; και άλλος· Μήπως εγώ;
Panu wafundwa wakuwi wanja kulihola, yumu yumu wamkosiyiti, “Hashi, neni?”
20 Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Εις εκ των δώδεκα, ο εμβάπτων μετ' εμού εις το πινάκιον την χείρα.
Yesu kawagambira, “Yumu gwenu mwenga lilongu na wawili, yakatota libumunda pamuhera naneni mubakuli.
21 Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει, καθώς είναι γεγραμμένον περί αυτού· ουαί δε εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται· καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή.
Nakaka Mwana gwa muntu hakahowi handa malembu Mananagala ntambu yagatakuliti kwakuwi, kumbiti shondi kwakuwi muntu ulii yakamgalambuka Mwana gwa muntu! Hayiweri kwa muntu ulii handa mekayiwuki ndiri!”
22 Και ενώ έτρωγον, λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκοψε και έδωκεν εις αυτούς και είπε· λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου.
Pawaweriti wankuliya, Yesu katoliti libumunda, kalonga mayagashii Mlungu, kalimega na kawapanana wafundwa wakuwi pakalonga, “Mtoli mlii, ayi ndo nshimba ya neni.”
23 Και λαβών το ποτήριον, ευχαρίστησε και έδωκεν εις αυτούς, και έπιον εξ αυτού πάντες.
Shakapanu katola lutekeru lwa divayi, kalonga mayagashii Mlungu, kawayupa, woseri walanda mulutekeru alu.
24 Και είπε προς αυτούς· Τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον.
Kawagambira, “Agu ndo mwazi gwangu gwagulawa kwajili ya wantu wavuwa. Mwazi gwangu gwagulanguziya lipatanu lya Mlungu na wantu.
25 Αληθώς σας λέγω ότι δεν θέλω πίει πλέον εκ του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον εν τη βασιλεία του Θεού.
Nakaka nukugambirani, hapeni nandi kayi divayi mpaka lishaka lilii panfira kuyilanda divayi yasyayi Muufalumi wa Mlungu.”
26 Και αφού ύμνησαν, εξήλθον εις το όρος των ελαιών,
Shakapanu wimba lwimbu, wawuka, wagenda kulugongu lwa Mizeyituni.
27 Και λέγει προς αυτούς ο Ιησούς ότι πάντες θέλετε σκανδαλισθή εν εμοί την νύκτα ταύτην· διότι είναι γεγραμμένον, Θέλω πατάξει τον ποιμένα και θέλουσι διασκορπισθή τα πρόβατα·
Yesu kankuwagambira wafundwa wakuwi, “Mwawoseri hamtugi na kundeka, toziya Malembu Mananagala galonga, ‘Mlungu hakamlagi mlolera gwa kondolu, Na wakondolu hawalimwagi.’
28 αφού όμως αναστηθώ, θέλω υπάγει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν.
Kumbiti panzyuka kala, hanuwalongolerani Galilaya kulii!”
29 Ο δε Πέτρος είπε προς αυτόν· Και εάν πάντες σκανδαλισθώσιν, εγώ όμως ουχί.
Peteru kamgambira, “Handa woseri hawakuleki, neni hanukulemi ndiri!”
30 Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Αληθώς σοι λέγω ότι σήμερον την νύκτα ταύτην, πριν ο αλέκτωρ φωνάξη δις, τρίς θέλεις με απαρνηθή.
Yesu kamgambira Peteru, “Nakaka nukugambira, pashiru panu, pamberi njogolu keniwiki mala mbili, hagunemi mala ntatu.”
31 Ο δε έτι μάλλον έλεγεν· Εάν γείνη χρεία να συναποθάνω μετά σου, δεν θέλω σε απαρνηθή. Ωσαύτως δε και πάντες έλεγον.
Kumbiti Peteru kalilapira, “Ata payiwera nfuwi pamuhera na gwenga, hanukulemi ndiri.” Wafundwa woseri viraa watakula ntambu ira ayi.
32 Και έρχονται εις χωρίον ονομαζόμενον Γεθσημανή, και λέγει προς τους μαθητάς αυτού· Καθήσατε εδώ, εωσού προσευχηθώ·
Su, wasoka mushiwunga shawashishemiti Getisemani. Yesu kawagambira wafundwa wakuwi, “Mlivagi panu Shipindi neni nankumluwa Mlungu.”
33 και παραλαμβάνει τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και Ιωάννην μεθ' εαυτού, και ήρχισε να εκθαμβήται και να αδημονή.
Shakapanu kawatola Peteru na Yakobu na Yohani, kanja kulishera nentu na kushashatika.
34 Και λέγει προς αυτούς· Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε εδώ και αγρυπνείτε.
Kawagambira, “Nhinginika nentu, ata sambira howa. Mkali panu na mweri masu.”
35 Και προχωρήσας ολίγον, έπεσεν επί της γης και προσηύχετο να παρέλθη αν ήναι δυνατόν απ' αυτού η ώρα εκείνη,
Kagenda kulongolu shididini, kasuntumala makukama, kamluwa Mlungu, handa payiwezekana, shimpiti shipindi ashi sha ndabiku.
36 και έλεγεν· Αββά ο Πατήρ, πάντα είναι δυνατά εις σέ· απομάκρυνον απ' εμού το ποτήριον τούτο. Ουχί όμως ό, τι θέλω εγώ, αλλ' ό, τι συ.
Kalonga, “Tati!, Tati gwaneni, kwa gwenga vitwatira yoseri viwezikana. Gumpusiliri lutekeru lwa ndabiku alu, kumbiti hayiweri handa ntambu yanfira neni, ira ntambu yagufira gwenga.”
37 Και έρχεται και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους και λέγει προς τον Πέτρον· Σίμων, κοιμάσαι; δεν ηδυνήθης μίαν ώραν να αγρυπνήσης;
Shakapanu kawuya kwa Wafundwa walii watatu, kawoniti wagonja. Su kamkosiya Peteru, “Simoni, hashi gugonja? Guwezandiri kulikala masu ata lisaa limu?”
38 αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Shakapanu kawagambira, “Mkali masu na mumluwi Mlungu su namwingira mukujerwa. Rohu ifira, kumbiti nshimba yahera likakala.”
39 Και πάλιν υπήγε και προσηυχήθη, ειπών τον αυτόν λόγον.
Kagenda kumuluwa Mlungu kayi pakawuyira visoweru viraa vilii.
40 Και επιστρέψας εύρεν αυτούς πάλιν κοιμωμένους· διότι οι οφθαλμοί αυτών ήσαν βεβαρημένοι και δεν ήξευρον τι να αποκριθώσι προς αυτόν.
Shakapanu kawuya kayi kwa wafundwa walii kawawoniti wagonja. Masu gawu gaweriti gana mbota. Wavimana ndiri sha kumwankula.
41 Και έρχεται την τρίτην φοράν και λέγει προς αυτούς· Κοιμάσθε το λοιπόν και αναπαύεσθε. Αρκεί· ήλθεν η ώρα· ιδού, παραδίδεται ο Υιός του άνθρωπου εις τας χείρας των αμαρτωλών.
Pakawiziriti mala ya tatu kawagambiriti, “Mwankali mwankugonja na kwoyera? Vinu itosha! Saa isoka! Muloli, Mwana gwa muntu wankumupa kwa wantu wana vidoda.
42 Εγέρθητε, υπάγωμεν· ιδού, ο παραδίδων με επλησίασε.
Mwimuki, tugendeni zetu. Mloli, ulii yakafira kung'alambuka kapakwegera.”
43 Και ευθύς, ενώ ελάλει έτι, έρχεται ο Ιούδας, εις εκ των δώδεκα, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων, παρά των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων.
Yesu Pakaweriti kankali kankutakula, Yuda, yumu gwa wafundwa lilongu na wawili, kiza pamuhera na lipinga lya wantu wana mapanga na vindonga. Wantu awa waweriti walagalilwiti na watambika wakulu na wafunda wa Malagaliru na wazewi.
44 Ο δε παραδίδων αυτόν είχε δώσει εις αυτούς σημείον, λέγων· Όντινα φιλήσω, αυτός είναι· πιάσατε αυτόν και φέρετε ασφαλώς.
Yuda mgalambuka kaweriti kawalanguziya lilanguliru, “ulii hanumnoneri ndo mweni, mumbati na kumjega wakamloleri.”
45 Και ότε ήλθεν, ευθύς πλησιάσας εις αυτόν λέγει· Ραββί, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν.
Yuda pakasokiti, kamgenderiti Yesu, kamgambira, “Mfunda.” Shakapanu kamnonera.
46 Και εκείνοι επέβαλον επ' αυτόν τας χείρας αυτών και επίασαν αυτόν.
Wantu walii wambata Yesu, na kumtawa.
47 Εις δε τις των παρεστώτων σύρας την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και απέκοψε το ωτίον αυτού.
Yumu gwa walia wawaweriti wagoloka pamuhera na Yesu, kasolomola upanga wakuwi, kamdumula likutu ntumintumi gwa Mtambika mkulu.
48 Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτούς· Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων να με συλλάβητε;
Yesu kawagambira, “Vimwiza na mapanga na vindonga kumbata gambira neni na shimpegu?
49 καθ' ημέραν ήμην πλησίον υμών εν τω ιερώ διδάσκων, και δεν με επιάσατε, πλην τούτο έγεινε διά να πληρωθώσιν αι γραφαί.
Kila lishaka nweriti pamuhera na mwenga panfunda Mnumba nkulu ya Mlungu, wala mumbata ndiri. Kumbiti vinu Malembu Mananagala ga kala.”
50 Και αφήσαντες αυτόν πάντες έφυγον.
Panu wantumintumi woseri wamleka, watira.
51 Και εις τις νεανίσκος ηκολούθει αυτόν, περιτετυλιγμένος σινδόνα εις το γυμνόν σώμα αυτού· και πιάνουσιν αυτόν οι νεανίσκοι.
Kweniti na muntemba yumu yakaweriti kavala lishuka kaweriti kankumfata Yesu. Nawomberi wajeriti kumbata,
52 Ο δε αφήσας την σινδόνα, έφυγεν απ' αυτών γυμνός.
kumbiti yomberi kayirekiziya shuka yakuwi, katuga shivula hera.
53 Και έφεραν τον Ιησούν προς τον αρχιερέα· και συνέρχονται προς αυτόν πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.
Su wamjega Yesu kwa mtambika mkulu peni Watambika wakulu woseri na wazewi na wafunda wa malagaliru waweriti waliwona.
54 Και ο Πέτρος από μακρόθεν ηκολούθησεν αυτόν έως ένδον της αυλής του αρχιερέως, και συνεκάθητο μετά των υπηρετών και εθερμαίνετο εις το πυρ.
Peteru kamfatiti Yesu kwa kutali, kingira muluwaga lwa numba ya mtambika mkulu, kalivaga pamuhera na walolera milyangu pakotera motu.
55 Οι δε αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζήτουν κατά του Ιησού μαρτυρίαν, διά να θανατώσωσιν αυτόν, και δεν εύρισκον.
Watambika wakulu wa shiyotera motu sha Wayawudi woseri wasakula upitawu wa kumsitaki Yesu wapati kumlaga, kumbiti wapata ndiri.
56 Διότι πολλοί εψευδομαρτύρουν κατ' αυτού, αλλ' αι μαρτυρίαι δεν ήσαν σύμφωνοι.
Wantu wavuwa walaviyiti upitawu wa kupaya kwa Yesu, kumbiti upitawu wawu ujimilirana ndiri.
57 Και τινές σηκωθέντες εψευδομαρτύρουν κατ' αυτού, λέγοντες
Shakapanu wamonga wagolokiti, walaviya upitawu wa kupaya pawatakula,
58 ότι Ημείς ηκούσαμεν αυτόν λέγοντα, ότι Εγώ θέλω χαλάσει τον ναόν τούτον τον χειροποίητον και διά τριών ημερών άλλον αχειροποίητον θέλω οικοδομήσει.
“Tumpikiniriti muntu ayu pakatakula hanhalibisiyi numba nkulu ya Mlungu yawanyawiti kwa mawoku, na kwa mashaka matatu hanuinyawi imonga yawainyawa ndiri kwa mawoku.”
59 Πλην ουδέ ούτως ήτο σύμφωνος μαρτυρία αυτών.
Kumbiti ata hangu, upitawu wawu ujumilirana ndiri.
60 Και σηκωθείς ο αρχιερεύς εις το μέσον, ηρώτησε τον Ιησούν, λέγων· Δεν αποκρίνεσαι ουδέν; τι μαρτυρούσιν ούτοι κατά σου;
Su, mtambika mkulu kagoloka pakati pawu, kamkosiya Yesu, “Hashi, gwankula ndiri shisoweru? Wantu awa gawawoniti kwa gwenga?”
61 Ο δε εσιώπα και δεν απεκρίθη ουδέν. Πάλιν ο αρχιερεύς ηρώτα αυτόν, λέγων προς αυτόν· Συ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Ευλογητού;
Kumbiti yomberi kalikala jii katakula ndiri ata shisoweru shimu. Mtambika mkulu gwa numba ya Mlungu kamkosiya kayi, “Hashi, gwenga ndo Kristu, Mwana gwa Mlungu yawamkwisa?”
62 Ο δε Ιησούς είπεν· Εγώ είμαι· και θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον μετά των νεφελών του ουρανού.
Yesu kankula, “Neni ndo mweni. Kayi hamumoni neni Mwana gwa muntu pakalivaga uwega wa kumliwu wa Mtuwa yakawera na makakala, pakiza mumawundi ga kumpindi.”
63 Τότε ο αρχιερεύς, διασχίσας τα ιμάτια αυτού, λέγει· Τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων;
Panu Mtambika mkulu kapapula lihabiti lyakuwi, kalonga, “Tufira ndiri kayi wakapitawu wamonga?
64 ηκούσατε την βλασφημίαν· τι σας φαίνεται; Οι δε πάντες κατέκριναν αυτόν ότι είναι ένοχος θανάτου.
Mpikanira kankumwigilanga Mlungu! Mwenga mwona hashi?” Woseri wamtoza, kafiruwa kuhowa.
65 Και ήρχισάν τινές να εμπτύωσιν εις αυτόν και να περικαλύπτωσι το πρόσωπον αυτού και να γρονθίζωσιν αυτόν και να λέγωσι προς αυτόν· Προφήτευσον· και οι υπηρέται έτυπτον αυτόν με ραπίσματα.
Su, wamu wawu wanja kumtemera mata, wamgibikira sheni, wamkoma na kumgambira. “Gutungi gaa yakakukomiti!” Walolera mlyangu wamtola, wamwakula.
66 Και ενώ ήτο ο Πέτρος εν τη αυλή κάτω, έρχεται μία των θεραπαινίδων του αρχιερέως,
Peteru pakaweriti kankali paluwaga, mdala yumu gwa vinyakalika gwa Mtambika Mkulu kiziti.
67 και ότε είδε τον Πέτρον θερμαινόμενον, εμβλέψασα εις αυτόν, λέγει· Και συ έσο μετά του Ναζαρηνού Ιησού.
Pakamwoniti Peteru kankuyotera motu, kamloliti, kamgambira. “Viraa gwenga guweriti pamuhera na Yesu Mnazareti.”
68 Ο δε ηρνήθη, λέγων· Δεν εξεύρω ουδέ καταλαμβάνω τι συ λέγεις. Και εξήλθεν έξω εις το προαύλιον, και ο αλέκτωρ εφώναξε.
Peteru kalema, “Nummana ndiri, wala nuvimana ndiri gagutakula!” Shakapanu Peteru kawuka, kagenda kunja kuwuwa. Panu njogolu kawika.
69 Και η θεράπαινα ιδούσα αυτόν πάλιν, ήρχισε να λέγη προς τους παρεστώτας ότι ούτος εξ αυτών είναι.
Shinyankalika mdala ulii pakamwoniti kayi Peteru, kanja kayi kuwagambira wantu wawaweriti wagoloka palii, “muntu ayu yumu gwawu.”
70 Ο δε πάλιν ηρνείτο. Και μετ' ολίγον πάλιν οι παρεστώτες έλεγον προς τον Πέτρον· Αληθώς εξ αυτών είσαι· διότι Γαλιλαίος είσαι και η λαλιά σου ομοιάζει.
Peteru kalema kayi. Shakapanu katepu, wantu waweriti wagoloka palii wamgambira Peteru. “Nakaka gwenga gwa yumu gwawu, mana gwenga gwa Mgalilaya.”
71 Εκείνος δε ήρχισε να αναθεματίζη και να ομνύη ότι δεν εξεύρω τον άνθρωπον τούτον, τον οποίον λέγετε.
Kumbiti Peteru kanja kulirapa, pakatakula, “Neni nummana ndiri muntu ulii yamtakula visoweru vyakuwi.”
72 Και ο αλέκτωρ εφώναξεν εκ δευτέρου. Και ενεθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον, τον οποίον είπε προς αυτόν ο Ιησούς, ότι Πριν ο αλέκτωρ φωνάξη δις, θέλεις με αρνηθή τρίς. Και ήρχισε να κλαίη πικρώς.
Palaa palii njogolu kawika mala ya pili. Su Peteru kalihola ntambu Yesu pakaweriti pakamgambira, “pamberi pa njogolu keniwiki mala ya pili, hagunemi mala ntatu.” Peteru kalira.