< Κατα Μαρκον 14 >
1 Μετά δε δύο ημέρας ήτο το πάσχα και τα άζυμα. Και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς πως να συλλάβωσιν αυτόν με δόλον και να θανατώσωσιν.
Yaliga jalabhileo nsiku ebhili okusoka kulusiku lwaipasaka olwemikate ojo jitakutulwamo chifwimbya. abhatangasha abhakulu na abhandiki bhaliga nibhaiga kutyo bhalamugwa Yesu kwolwango lwomita.
2 Έλεγον δε, Μη εν τη εορτή, μήποτε γείνη θόρυβος του λαού.
Kulwokubha bhaikile, “Katali katungu kanu kaisikukuu, abhanu bhataje bhakasambagana.
3 Και ενώ αυτός ήτο εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, και εκάθητο εις την τράπεζαν, ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου καθαράς πολυτίμου, και συντρίψασα το αλάβαστρον, έχυσε το μύρον επί της κεφαλής αυτού.
Akatungu Yesu aliga ali Bethania munyumba eya Simoni omugenge, bhaliga bhali kumeja, mugasi umwi ejile kwaye ana inchupa eyamafuta amalange ga nardo gelele gayela nyanfu muno, nafundukula inchupa namwitilila ingulu yomutwe gwaye.
4 Ήσαν δε τινές αγανακτούντες καθ' εαυτούς και λέγοντες· Διά τι έγεινεν η απώλεια αύτη του μύρου;
bhaliga bhalio abhanu abhandi bhabhiiliwe. Nibhaikana abhene kwabhene nibhaika, “Kubhaki kabhusha amafuta amalange kutyo?
5 διότι ηδύνατο τούτο να πωληθή υπέρ τριακόσια δηνάρια και να δοθώσιν εις τους πτωχούς· και ωργίζοντο κατ' αυτής.
Amafuta amalange ganu gakagusibhwe kukila dinali magana gasatu, nibhabhayana abhataka.” Niwo nibhamuganya.
6 Αλλ' ο Ιησούς είπεν· Αφήσατε αυτήν· διά τι ενοχλείτε αυτήν; καλόν έργον έπραξεν εις εμέ.
Niwo Yesu naika, “Mumusige mwenekili. kubhaki omumunyasha? Akola omusango gwakisi kwanye.
7 Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, και όταν θέλητε, δύνασθε να ευεργετήσητε αυτούς· εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε.
Nsiku jone abhataka munabho, nakatungu konakona mukenda omutula okukola agekisi kwebhwe, Nawe mutakubha nanye katungu kona.
8 ό, τι ηδύνατο αύτη έπραξε· προέλαβε να αλείψη με μύρον το σώμα μου διά τον ενταφιασμόν.
Akola echo katula: agusinga omubhili gwani amafuta nichali okufwa.
9 Αληθώς σας λέγω, Όπου αν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και εκείνο το οποίον έπραξεν αύτη θέλει λαληθή εις μνημόσυνον αυτής.
Chimali enibhabwila, bhuli chalo awo gulisimulwaga Omusango munsi yone, echo akolele omugasi unu chilyaikwa kwomwijuka.
10 Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, υπήγε προς τους αρχιερείς, διά να παραδώση αυτόν εις αυτούς.
Niwo Yuda Iskariote, umwi wabhaliya ekumi nabhabhili, agendele kubhatangasha abhakulu koleleki abhakabhiji kwebhwe.
11 Εκείνοι δε ακούσαντες εχάρησαν και υπεσχέθησαν να δώσωσιν εις αυτόν αργύρια· και εζήτει πως να παραδώση αυτόν εν ευκαιρία.
Akatungu abhatangasha abhakulu bhejile bhakongwa kutyo, bhakondelewe nibhalagila okumuyana jiyela. Nambakuiga injila yokumkabhiji kwebhwe.
12 Και τη πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε εθυσίαζον το πάσχα, λέγουσι προς αυτόν οι μαθηταί αυτού· Που θέλεις να υπάγωμεν και να ετοιμάσωμεν διά να φάγης το πάσχα;
Kulunaku lwokwamba lwe mikate ejo jitana chifwimbya, akatungu bhejile bhakasoshya inyabhalega yaipasaka, abhanafunzi bhaye bhamubhwiliye, “owenda chigendeaki eyo chilalila ebhilyo bhyaipasaka?
13 Και αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού και λέγει προς αυτούς· Υπάγετε εις την πόλιν, και θέλει σας απαντήσει άνθρωπος βαστάζων σταμνίον ύδατος· ακολουθήσατε αυτόν,
Abhatumile abhanafunzi bhaye bhabhili nabhabhwila, “Mugende mujini, omubhugangana nomulume agegele insua, mumulubhe.
14 και όπου εισέλθη, είπατε προς τον οικοδεσπότην ότι ο Διδάσκαλος λέγει· Που είναι το κατάλυμα, όπου θέλω φάγει το πάσχα μετά των μαθητών μου;
Inyumba eyo alengila, mumulubhe namumubhwile kanyanyumba eyo, “Mwiigisha aika, “Chilyaki echumba chabhagenyi awo nilalila ipasaka nabhanafunzi bhani?”
15 Και αυτός θέλει σας δείξει ανώγεον μέγα εστρωμένον έτοιμον· εκεί ετοιμάσατε εις ημάς.
Kabholesha echumba chaingulu echinene chayela nyanfu. mulachikonja nicheswe.”
16 Και εξήλθον οι μαθηταί αυτού και ήλθον εις την πόλιν, και εύρον καθώς είπε προς αυτούς, και ητοίμασαν το πάσχα.
Abhanafunzi bhasokeleo nibhagenda mujini; nibhasanga bhulichinu lwakutyo aliga abhabhwiliye, nibhakonja ebhilyo bhyaipasaka.
17 Και ότε έγεινεν εσπέρα, έρχεται μετά των δώδεκα·
Yejile ikakinga kegolo, ejile nabhaliya ekumi nabhabhili.
18 και ενώ εκάθηντο εις την τράπεζαν και έτρωγον, είπεν ο Ιησούς· Αληθώς σας λέγω ότι εις εξ υμών θέλει με παραδώσει, όστις τρώγει μετ' εμού.
nibheyanja lubhebhe kumeja nibhalya, Yesu naika, “chimali enibhabwila, umwi kwimwe oyokalya amwi nanye alinsoka muchiwi.”
19 Οι δε ήρχισαν να λυπώνται και να λέγωσι προς αυτόν εις έκαστος· Μήπως εγώ; και άλλος· Μήπως εγώ;
Bhona bhasulumbalile umwi kuundi nibhamubhwila, “Chimali atali anye?”
20 Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Εις εκ των δώδεκα, ο εμβάπτων μετ' εμού εις το πινάκιον την χείρα.
Yesu aikile nabhabwila naika, “Niumwi muekumi nabhabhili kwimwe, umwi oyo oli kakoja litonge mumbakuli amwinanye.
21 Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει, καθώς είναι γεγραμμένον περί αυτού· ουαί δε εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται· καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή.
Kulwokubha Omwana wo munu kagenda lwakutyo ligambo elyaika kumwene. Nawe jilimubhona omunu oyo alimwendelesha Omwana wo Munu. Yakabheye bhwakisi omunu lwoyo atakebhuywe.
22 Και ενώ έτρωγον, λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκοψε και έδωκεν εις αυτούς και είπε· λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου.
Awo bhaliga nibhalya, Yesu agegele omukate, nagubhaliki, agubhutula. Nabhayana naika “Mugege. Gunu nimubhili gwani.”
23 Και λαβών το ποτήριον, ευχαρίστησε και έδωκεν εις αυτούς, και έπιον εξ αυτού πάντες.
Agegele echikompe, nasima, nabhayana, bhone nibhachinywela.
24 Και είπε προς αυτούς· Τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον.
Abhabhwiliye “Inu ninsagama yani eyechilagano, insagama eyo eitika kubhanfu.
25 Αληθώς σας λέγω ότι δεν θέλω πίει πλέον εκ του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον εν τη βασιλεία του Θεού.
Chimali enibhabhwila, nitalisubhila okuywa litwasho lyo muzabibu mpaka olusiku luliya olwoniliywa bhuyaya mubhukama bhwa Nyamuwanga.”
26 Και αφού ύμνησαν, εξήλθον εις το όρος των ελαιών,
Bhejile bhakama okwimba amembo, bhagendele anja mumabhanga gemizeituni.
27 Και λέγει προς αυτούς ο Ιησούς ότι πάντες θέλετε σκανδαλισθή εν εμοί την νύκτα ταύτην· διότι είναι γεγραμμένον, Θέλω πατάξει τον ποιμένα και θέλουσι διασκορπισθή τα πρόβατα·
Yesu nabhabhwila, “Emwe bhona mulibha kumbali kwalisina lyani, kulwokubha yandikilwe, Nilimubhuma Omulefi najinyabhalega nijisalambana.
28 αφού όμως αναστηθώ, θέλω υπάγει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν.
Nawe nikamala okusuluka, omusanga imbele yemwe Galilaya.
29 Ο δε Πέτρος είπε προς αυτόν· Και εάν πάντες σκανδαλισθώσιν, εγώ όμως ουχί.
Petro namubhwila “Nolo bhona bhakakusiga, anye nitakukusiga.”
30 Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Αληθώς σοι λέγω ότι σήμερον την νύκτα ταύτην, πριν ο αλέκτωρ φωνάξη δις, τρίς θέλεις με απαρνηθή.
Yesu nabhabwila, echimali enikubhwila, ingeta inu, ing'okolomi ichali okokolima kabhili, ousanga wandemele kasatu.”
31 Ο δε έτι μάλλον έλεγεν· Εάν γείνη χρεία να συναποθάνω μετά σου, δεν θέλω σε απαρνηθή. Ωσαύτως δε και πάντες έλεγον.
Nawe petro naika, “Nilifwa nawe, nitakukusiga.” Wona bhasoshisye echilagano chilya chilya.
32 Και έρχονται εις χωρίον ονομαζόμενον Γεθσημανή, και λέγει προς τους μαθητάς αυτού· Καθήσατε εδώ, εωσού προσευχηθώ·
Bhejile awo patogagwa Gethsemane, niwo Yesu nabhabwila abhanafunzi bhaye, “Mwiyanje anu akatungu nisabhwa.”
33 και παραλαμβάνει τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και Ιωάννην μεθ' εαυτού, και ήρχισε να εκθαμβήται και να αδημονή.
Abhagegele Petro, Yakobo, na Yohana nomwene, namba okusulumbala nonyaka muno.
34 Και λέγει προς αυτούς· Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε εδώ και αγρυπνείτε.
Nabhabwila, “Omutima gwani gusulumbaye muno nolufu. Musigale anu musabhwe.”
35 Και προχωρήσας ολίγον, έπεσεν επί της γης και προσηύχετο να παρέλθη αν ήναι δυνατόν απ' αυτού η ώρα εκείνη,
Yesu agendele imbele katilu, nateja ebhijwi, nasabhwa, yakabheye bhwakisi omwanya gunu gwakansokeleko.
36 και έλεγεν· Αββά ο Πατήρ, πάντα είναι δυνατά εις σέ· απομάκρυνον απ' εμού το ποτήριον τούτο. Ουχί όμως ό, τι θέλω εγώ, αλλ' ό, τι συ.
Aikile,”Aba, Lata, Amagambo gone kwawe agatulikana. Nsosishao echikompe chinu. Nawe kutali kwelyenda lyani, tali kulyenda lyao.”
37 Και έρχεται και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους και λέγει προς τον Πέτρον· Σίμων, κοιμάσαι; δεν ηδυνήθης μίαν ώραν να αγρυπνήσης;
Asubhile nabhasanga bhamamile, namubhwila Petro, “Simon, mumamile? mutatulile okusabhwa nolo esaa limwi?
38 αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
mulasabhwa koleleki mutaja mukengila mubhi bhibhi. Chimali omwoyo nibhando, nawe omubhili nimufuye.”
39 Και πάλιν υπήγε και προσηυχήθη, ειπών τον αυτόν λόγον.
Agengele okusabhwatena, naika amagambo galya galya.
40 Και επιστρέψας εύρεν αυτούς πάλιν κοιμωμένους· διότι οι οφθαλμοί αυτών ήσαν βεβαρημένοι και δεν ήξευρον τι να αποκριθώσι προς αυτόν.
Ejiletena nabhasanga bhamamile, kulwokubwa ameso gebhwe galiga galimasito bhatamenyele haike chiya.
41 Και έρχεται την τρίτην φοράν και λέγει προς αυτούς· Κοιμάσθε το λοιπόν και αναπαύεσθε. Αρκεί· ήλθεν η ώρα· ιδού, παραδίδεται ο Υιός του άνθρωπου εις τας χείρας των αμαρτωλών.
Ejile kulwakasatu nabhabhwila, “Muchali mumamile no woya? Yeya! Akatungu kakinga. Lola! Omwana wo munu abhamusila mumabhoko gabhanu bhebhi bhibhi.
42 Εγέρθητε, υπάγωμεν· ιδού, ο παραδίδων με επλησίασε.
Mwimuke, chigende. Lola, oyo kangusha alyayeyi.”
43 Και ευθύς, ενώ ελάλει έτι, έρχεται ο Ιούδας, εις εκ των δώδεκα, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων, παρά των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων.
Omwanya ogwo aliga achaloma, Yuda, umwi wabhaliya ekumi nabhabhili, nakinga, nalikumo lyanfu lya bhatangasha abhakulu, abhandiki nabhakaluka bhe bhitemelo nama bhumilo.
44 Ο δε παραδίδων αυτόν είχε δώσει εις αυτούς σημείον, λέγων· Όντινα φιλήσω, αυτός είναι· πιάσατε αυτόν και φέρετε ασφαλώς.
akatungu ako oyoaliga abhasokele muchiwi abhayanile echimenyegesho, naika, oyonilamubusu niwe omwene. Mumu gwate namumusile ansi yobhwangalisi.
45 Και ότε ήλθεν, ευθύς πλησιάσας εις αυτόν λέγει· Ραββί, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν.
Akatungu Yuda ejile akakinga, agendende chimwi mpaka ku Yesu naika, “Mwiigisha!” namubusu.
46 Και εκείνοι επέβαλον επ' αυτόν τας χείρας αυτών και επίασαν αυτόν.
Niwo nibhamuta ansi yobhwangalisi nibhamugwata.
47 Εις δε τις των παρεστώτων σύρας την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και απέκοψε το ωτίον αυτού.
Nawe umwi kwebhwe oyoaliga emeleguyu nage asolotoye echitemelo chaye namubhuma omukosi wa kuhani omukulu namutema okutwi.
48 Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτούς· Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων να με συλλάβητε;
Yesu nabhabhwila, “Mwaja okungwata nebhilwanilo kuti nilimwifi?
49 καθ' ημέραν ήμην πλησίον υμών εν τω ιερώ διδάσκων, και δεν με επιάσατε, πλην τούτο έγεινε διά να πληρωθώσιν αι γραφαί.
Kenu bhulisiku naliga nilinemwe nibheigisha mukanisa, mutangwatile. Nawe linu lyakolekana ligambo likinge kubhutelo.
50 Και αφήσαντες αυτόν πάντες έφυγον.
Nabhaliya bhona abhobhaliga bhalina Yesu bhamusigile nibhabhilima.
51 Και εις τις νεανίσκος ηκολούθει αυτόν, περιτετυλιγμένος σινδόνα εις το γυμνόν σώμα αυτού· και πιάνουσιν αυτόν οι νεανίσκοι.
Musigaji umwi amulubhile, oyoaliga afwaye isukala eyoaliga eswikiye imusingilisishe; nawe bhamugwatile
52 Ο δε αφήσας την σινδόνα, έφυγεν απ' αυτών γυμνός.
Abhatesukile naisiga isuka aliya nabhilima tuyu.
53 Και έφεραν τον Ιησούν προς τον αρχιερέα· και συνέρχονται προς αυτόν πάντες οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.
Bhamulibhasishe Yesu okuja ku kuhani omukulu. niwo bheyanjile nage amwi nabha kuhani abhakulu bhone, abhakaluka, nabhandiki.
54 Και ο Πέτρος από μακρόθεν ηκολούθησεν αυτόν έως ένδον της αυλής του αρχιερέως, και συνεκάθητο μετά των υπηρετών και εθερμαίνετο εις το πυρ.
Petro ona amulubhilishaga Yesu alikula, naja kwiuwa ewa kuhani omukulu. Neyanja amwi nabhalindi, abhobhaliga bhalyayeyi nomulilo nibhabhila bhabhote imbita.
55 Οι δε αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζήτουν κατά του Ιησού μαρτυρίαν, διά να θανατώσωσιν αυτόν, και δεν εύρισκον.
Omwanya ogwo bhakuhani abhakulu bhone nalibhalaja lyone bhaliga nibhaiga obhubhambasi ku Yesu bhamwite. Nawe bhatabhubhwene.
56 Διότι πολλοί εψευδομαρτύρουν κατ' αυτού, αλλ' αι μαρτυρίαι δεν ήσαν σύμφωνοι.
Kulwokubha bhanu bhanfu bhaletele obhubhambasi bhwolulimi ku mwene, tali obhubhambasi bhwebhwe bhutasusene.
57 Και τινές σηκωθέντες εψευδομαρτύρουν κατ' αυτού, λέγοντες
Abhandi bhemelegeyu nibhaleta obhumbambasi bhwolulimi ku mwene; nibhaika,
58 ότι Ημείς ηκούσαμεν αυτόν λέγοντα, ότι Εγώ θέλω χαλάσει τον ναόν τούτον τον χειροποίητον και διά τριών ημερών άλλον αχειροποίητον θέλω οικοδομήσει.
“Chamunguye naika, Enilinyamula likanisa linu elyo lyakonjelwe namabhoko, na mumwanya gwansiku esatu enumbaka elindi elyo litakumbakwa namabhoko.”
59 Πλην ουδέ ούτως ήτο σύμφωνος μαρτυρία αυτών.
Nawe nolo obhubhambasi bhwebhwe bhutasusene.
60 Και σηκωθείς ο αρχιερεύς εις το μέσον, ηρώτησε τον Ιησούν, λέγων· Δεν αποκρίνεσαι ουδέν; τι μαρτυρούσιν ούτοι κατά σου;
Kuhani omukulu emeleguyu agati yebhwe namubhusha Yesu, “utakusubhya chonachona?” Abhanu bhanu abhakubhambalila chinuki kwawe?”
61 Ο δε εσιώπα και δεν απεκρίθη ουδέν. Πάλιν ο αρχιερεύς ηρώτα αυτόν, λέγων προς αυτόν· Συ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Ευλογητού;
Nawe ajibhiye ataikile chonachona. Niwo kuhani omukulu namubhusha, “Nawe kristo, omwana wo mubhalikwa?
62 Ο δε Ιησούς είπεν· Εγώ είμαι· και θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον μετά των νεφελών του ουρανού.
Yesu naika, “Nanye omwene. Ulimulola omwana wo munu eyanjile mukubhoko kwobhulyo kwamanaga naja namele gamulwile.”
63 Τότε ο αρχιερεύς, διασχίσας τα ιμάτια αυτού, λέγει· Τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων;
Kuhani omukulu nabhiililwa nesa ingubho yaye naika, “chichali chichenda abhabhambasi?”
64 ηκούσατε την βλασφημίαν· τι σας φαίνεται; Οι δε πάντες κατέκριναν αυτόν ότι είναι ένοχος θανάτου.
Mwongwa ikufulu. Obhulamusi bhwemwe nibhuya?” bhone bhamulamuye lwomunuyo endwaga afwe.
65 Και ήρχισάν τινές να εμπτύωσιν εις αυτόν και να περικαλύπτωσι το πρόσωπον αυτού και να γρονθίζωσιν αυτόν και να λέγωσι προς αυτόν· Προφήτευσον· και οι υπηρέται έτυπτον αυτόν με ραπίσματα.
Abhandi bhambile akumufubhulila amachwanta nibhamuswikila obhusu nibhamubhuma nibhamubhwila, “bhalikisha!” Bhaafisa bhamugegele nibhamubhuma.
66 Και ενώ ήτο ο Πέτρος εν τη αυλή κάτω, έρχεται μία των θεραπαινίδων του αρχιερέως,
Akatungu Petro aliga achali ansi yaliuwa, mukosi umwi omugasi wa kuhani omukulu ejile kwaye.
67 και ότε είδε τον Πέτρον θερμαινόμενον, εμβλέψασα εις αυτόν, λέγει· Και συ έσο μετά του Ναζαρηνού Ιησού.
Amulolele petro awoaliga emeleguyu nabhila omulilo, namulola namwililako. niwo naika, “Aweona waliga ulina Omunazaleti, Yesu”.
68 Ο δε ηρνήθη, λέγων· Δεν εξεύρω ουδέ καταλαμβάνω τι συ λέγεις. Και εξήλθεν έξω εις το προαύλιον, και ο αλέκτωρ εφώναξε.
Nawe alemele naika, “Nitakumenya chonachona echo owaika!” Niwo nasokawo nagenda anja. Naing'oko nikokolima.
69 Και η θεράπαινα ιδούσα αυτόν πάλιν, ήρχισε να λέγη προς τους παρεστώτας ότι ούτος εξ αυτών είναι.
Nawe omukosi wechigasi uliya, amulolele namba okubha bhwilwa bhuyaya bhaliya abhobhaliga bhemeleguyu aliya, “Omunu unu niumwi nabhaliya!”
70 Ο δε πάλιν ηρνείτο. Και μετ' ολίγον πάλιν οι παρεστώτες έλεγον προς τον Πέτρον· Αληθώς εξ αυτών είσαι· διότι Γαλιλαίος είσαι και η λαλιά σου ομοιάζει.
Nawe alemele bhusibhusi. mwanya mutilu abho bhaliga bhemeleguyu aliya bhaliga nibhamubhwila Petro, “Nawe awe uliumwi webhwe, kulwokubha aweona uli Mugalilaya.”
71 Εκείνος δε ήρχισε να αναθεματίζη και να ομνύη ότι δεν εξεύρω τον άνθρωπον τούτον, τον οποίον λέγετε.
Nawe ambile okwitula mwenekili ansi yalifumilisho nolema, “Nitakumumenya omunu unu oyomwaika.”
72 Και ο αλέκτωρ εφώναξεν εκ δευτέρου. Και ενεθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον, τον οποίον είπε προς αυτόν ο Ιησούς, ότι Πριν ο αλέκτωρ φωνάξη δις, θέλεις με αρνηθή τρίς. Και ήρχισε να κλαίη πικρώς.
Niwo ing'okolomi nikokolima lwakabhili. Niwo Petro nechuka emisango ejo Yesu aliga amubhwiliye: “ing'oko ichali kukokolima lwakabhili, oundema kasatu.” Niwo nagwa ansi nalila.