< Κατα Μαρκον 13 >
1 Και ενώ εξήρχετο εκ του ιερού, λέγει προς αυτόν εις των μαθητών αυτού· Διδάσκαλε, ίδε οποίοι λίθοι και οποίαι οικοδομαί.
Et cum egrederetur de templo, ait illi unus ex discipulis suis: Magister, aspice quales lapides, et quales structuræ.
2 Και ο Ιησούς αποκριθείς είπε προς αυτόν· Βλέπεις ταύτας τας μεγάλας οικοδομάς; δεν θέλει αφεθή λίθος επί λίθον, όστις να μη κατακρημνισθή.
Et respondens Iesus, ait illi: Vides has omnes magnas ædificationes? Non relinquetur lapis super lapidem, qui non destruatur.
3 Και ενώ εκάθητο εις το όρος των Ελαιών κατέναντι του ιερού, ηρώτων αυτόν κατ' ιδίαν ο Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης και Ανδρέας.
Et cum sederet in Monte Olivarum contra templum, interrogabant eum separatim Petrus, et Iacobus, et Ioannes, et Andreas:
4 Ειπέ προς ημάς πότε θέλουσι γείνει ταύτα, και τι το σημείον όταν ταύτα πάντα μέλλωσι να συντελεσθώσιν;
Dic nobis, quando ista fient? et quod signum erit, quando hæc omnia incipient consummari?
5 Ο δε Ιησούς αποκριθείς προς αυτούς, ήρχισε να λέγη· Βλέπετε μη σας πλανήση τις.
Et respondens Iesus cœpit dicere illis: Videte ne quid vos seducat:
6 Διότι πολλοί θέλουσιν ελθεί εν τω ονόματί μου, λέγοντες ότι εγώ είμαι, και πολλούς θέλουσι πλανήσει.
multi enim venient in nomine meo dicentes, quia ego sum: et multos seducent.
7 Όταν δε ακούσητε πολέμους και φήμας πολέμων, μη ταράττεσθε· διότι πρέπει να γείνωσι ταύτα, αλλά δεν είναι έτι το τέλος.
Cum audieritis autem bella, et opiniones bellorum, ne timueritis: oportet enim hæc fieri: sed nondum finis.
8 Διότι θέλει εγερθή έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και θέλουσι γείνει σεισμοί κατά τόπους και θέλουσι γείνει πείναι και ταραχαί. Ταύτα είναι αρχαί ωδίνων.
Exurget enim gens contra gentem, et regnum super regnum, et erunt terræmotus per loca, et fames. Initium dolorum hæc.
9 Σεις δε προσέχετε εις εαυτούς. Διότι θέλουσι σας παραδώσει εις συνέδρια, και εις συναγωγάς θέλετε δαρθή, και ενώπιον ηγεμόνων και βασιλέων θέλετε σταθή ένεκεν εμού προς μαρτυρίαν εις αυτούς·
Videte autem vosmetipsos. Tradent enim vos in consiliis, et in synagogis vapulabitis, et ante præsides, et reges stabitis propter me, in testimonium illis.
10 και πρέπει πρώτον να κηρυχθή το ευαγγέλιον εις πάντα τα έθνη.
Et in omnes gentes primum oportet prædicari Evangelium.
11 Όταν δε σας φέρωσι διά να σας παραδώσωσι, μη προμεριμνάτε τι θέλετε λαλήσει, μηδέ μελετάτε, αλλ' ό, τι δοθή εις εσάς εν εκείνη τη ώρα, τούτο λαλείτε· διότι δεν είσθε σεις οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα το Άγιον.
Et cum duxerint vos tradentes, nolite præcogitare quid loquamini: sed quod datum vobis fuerit in illa hora, id loquimini: non enim vos estis loquentes, sed Spiritus Sanctus.
12 Θέλει δε παραδώσει αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και θέλουσιν επαναστή τέκνα επί γονείς και θέλουσι θανατώσει αυτούς.
Tradet autem frater fratrem in mortem, et pater filium: et consurgent filii in parentes, et morte afficient eos.
13 Και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου· ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.
Et eritis odio omnibus propter nomen meum. Qui autem sustinuerit in finem, hic salvus erit.
14 Όταν δε ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το λαληθέν υπό Δανιήλ του προφήτου, ιστάμενον όπου δεν πρέπει -ο αναγινώσκων ας εννοή- τότε οι εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν εις τα όρη·
Cum autem videritis abominationem desolationis stantem, ubi non debet, qui legit, intelligat: tunc qui in Iudæa sunt, fugiant in montes:
15 και ο επί του δώματος ας μη καταβή εις την οικίαν, μηδ' ας εισέλθη διά να λάβη τι εκ της οικίας αυτού,
et qui super tectum, ne descendat in domum, nec introeat ut tollat quid de domo sua:
16 και όστις είναι εις τον αγρόν, ας μη επιστρέψη εις τα οπίσω διά να λάβη το ιμάτιον αυτού.
et qui in agro erit, non revertatur retro tollere vestimentum suum.
17 Ουαί δε εις τας εγκυμονούσας και τας θηλαζούσας εν εκείναις ταις ημέραις.
Væ autem prægnantibus, et nutrientibus in illis diebus.
18 Προσεύχεσθε δε διά να μη γείνη η φυγή υμών εν χειμώνι.
Orate vero ut hieme non fiant.
19 Διότι αι ημέραι εκείναι θέλουσιν είσθαι θλίψις τοιαύτη, οποία δεν έγεινεν απ' αρχής της κτίσεως, την οποίαν έκτισεν ο Θεός έως του νυν, ουδέ θέλει γείνει.
Erunt enim dies illi tribulationes tales, quales non fuerunt ab initio creaturæ, quam condidit Deus usque nunc, neque fient.
20 Και εάν ο Κύριος δεν ήθελε συντέμει τας ημέρας εκείνας, δεν ήθελε σωθή ουδεμία σάρξ· αλλά διά τους εκλεκτούς, τους οποίους εξέλεξε, συνέτεμε τας ημέρας.
Et nisi breviasset Dominus dies, non fuisset salva omnis caro: sed propter electos, quos elegit, breviavit dies.
21 Και τότε εάν τις είπη προς υμάς, Ιδού, εδώ είναι ο Χριστός, ή, Ιδού, εκεί, μη πιστεύσητε.
Et tunc si quis vobis dixerit: Ecce hic est Christus, ecce illic: ne credideritis.
22 Διότι θέλουσιν εγερθή ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και θέλουσι δείξει σημεία και τέρατα, διά να αποπλανώσιν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς.
Exurgent enim pseudochristi, et pseudoprophetæ, et dabunt signa, et portenta ad seducendos, si fieri potest, etiam electos.
23 Σεις όμως προσέχετε· ιδού, σας προείπον πάντα.
Vos ergo videte: ecce prædixi vobis omnia.
24 Αλλ' εν εκείναις ταις ημέραις, μετά την θλίψιν εκείνην, ο ήλιος θέλει σκοτισθή και η σελήνη δεν θέλει δώσει το φέγγος αυτής
Sed in illis diebus post tribulationem illam sol contenebrabitur, et luna non dabit splendorem suum:
25 και οι αστέρες του ουρανού θέλουσι πίπτει και αι δυνάμεις αι εν τοις ουρανοίς θέλουσι σαλευθή.
et stellæ cæli erunt decidentes, et virtutes, quæ in cælis sunt, movebuntur.
26 Και τότε θέλουσιν ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις μετά δυνάμεως πολλής και δόξης.
Et tunc videbunt Filium hominis venientem in nubibus cum virtute multa, et gloria.
27 Και τότε θέλει αποστείλει τους αγγέλους αυτού και συνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων, απ' άκρου της γης έως άκρου του ουρανού.
Et tunc mittet Angelos suos, et congregabit electos suos a quattuor ventis, a summo terræ usque ad summum cæli.
28 Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. Όταν ο κλάδος αυτής γείνη ήδη απαλός και εκβλαστάνη τα φύλλα, εξεύρετε ότι πλησίον είναι το θέρος·
A ficu autem discite parabolam. Cum iam ramus eius tener fuerit, et nata fuerint folia, cognoscitis quia in proximo sit æstas:
29 ούτω και σεις, όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, εξεύρετε ότι πλησίον είναι επί τας θύρας.
sic et vos cum videritis hæc fieri, scitote quod in proximo sit in ostiis.
30 Αληθώς σας λέγω ότι δεν θέλει παρέλθει η γενεά αύτη, εωσού γείνωσι πάντα ταύτα.
Amen dico vobis, quoniam non transibit generatio hæc, donec omnia ista fiant.
31 Ο ουρανός και η γη θέλουσι παρέλθει, οι δε λόγοι μου δεν θέλουσι παρέλθει.
Cælum, et terra transibunt, verba autem mea non transibunt.
32 Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι οι εν ουρανώ, ουδέ ο Υιός, ειμή ο Πατήρ.
De die autem illo, vel hora nemo scit, neque Angeli in cælo, neque Filius, nisi Pater.
33 Προσέχετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε· διότι δεν εξεύρετε πότε είναι ο καιρός.
Videte, vigilate, et orate: nescitis enim quando tempus sit.
34 Επειδή τούτο θέλει είσθαι ως άνθρωπος αποδημών, όστις αφήκε την οικίαν αυτού και έδωκεν εις τους δούλους αυτού την εξουσίαν και εις έκαστον το έργον αυτού και εις τον θυρωρόν προσέταξε να αγρυπνή.
Sicut homo, qui peregre profectus reliquit domum suam, et dedit servis suis potestatem cuiusque operis, et ianitori præcepit ut vigilet.
35 Αγρυπνείτε λοιπόν· διότι δεν εξεύρετε πότε έρχεται ο κύριος της οικίας, την εσπέραν ή το μεσονύκτιον ή όταν φωνάζη ο αλέκτωρ ή το πρωΐ·
Vigilate ergo, (nescitis enim quando dominus domus veniat: sero an media nocte, an galli cantu, an mane)
36 μήποτε ελθών εξαίφνης, σας εύρη κοιμωμένους.
ne cum venerit repente, inveniat vos dormientes.
37 Και όσα λέγω προς εσάς προς πάντας λέγω· Αγρυπνείτε.
Quod autem vobis dico, omnibus dico: Vigilate.