< Κατα Μαρκον 12 >
1 Και ήρχισε να λέγη προς αυτούς διά παραβολών· Άνθρωπος τις εφύτευσεν αμπελώνα και περιέβαλεν εις αυτόν φραγμόν και έσκαψεν υπολήνιον και ωκοδόμησε πύργον, και εμίσθωσεν αυτόν εις γεωργούς και απεδήμησε.
Y COMENZÓ á hablarles por parábolas: Plantó un hombre una viña, y la cercó con seto, y cavó un lagar, y edificó una torre, y la arrendó á labradores, y se partió léjos.
2 Και εν τω καιρώ των καρπών απέστειλε προς τους γεωργούς δούλον, διά να λάβη παρά των γεωργών από του καρπού του αμπελώνος.
Y envió un siervo á los labradores, al tiempo, para que tomase de los labradores del fruto de la viña:
3 Εκείνοι δε πιάσαντες αυτόν έδειραν και απέπεμψαν κενόν.
Mas ellos, tomándole, le hirieron y le enviaron vacío.
4 Και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον· και εκείνον λιθοβολήσαντες, επλήγωσαν την κεφαλήν αυτού και απέπεμψαν ητιμωμένον.
Y volvió á enviarles otro siervo, mas [ellos] apedreándole, le hirieron en la cabeza, y volvieron á enviarle afrentado.
5 Και πάλιν απέστειλεν άλλον· και εκείνον εφόνευσαν, και πολλούς άλλους, τους μεν έδειραν, τους δε εφόνευσαν.
Y volvió á enviar otro, y á aquel mataron; y á otros muchos, hiriendo á unos y matando á otros.
6 Έτι λοιπόν έχων ένα υιόν, αγαπητόν αυτού, απέστειλε και αυτόν προς αυτούς έσχατον, λέγων ότι θέλουσιν εντραπή τον υιόν μου.
Teniendo pues aun un hijo suyo amado, enviólo tambien á ellos el postrero, diciendo: Tendrán en reverencia á mi hijo.
7 Εκείνοι δε οι γεωργοί είπον προς αλλήλους ότι ούτος είναι ο κληρονόμος· έλθετε, ας φονεύσωμεν αυτόν, και θέλει είσθαι ημών η κληρονομία.
Mas aquellos labradores dijeron entre sí: Este es el heredero; venid, matémosle, y la heredad será nuestra.
8 Και πιάσαντες αυτόν εφόνευσαν και έρριψαν έξω του αμπελώνος.
Y prendiéndole, le mataron, y echaron fuera de la viña.
9 Τι λοιπόν θέλει κάμει ο κύριος του αμπελώνος; Θέλει ελθεί και απολέσει τους γεωργούς και θέλει δώσει τον αμπελώνα εις άλλους.
¿Qué, pues, hará el señor de la viña? Vendrá, y destruirá á estos labradores, y dará su viña á otros.
10 Ουδέ την γραφήν ταύτην δεν ανεγνώσατε, Ο λίθος, τον οποίον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος έγεινε κεφαλή γωνίας·
¿Ni aun esta escritura habeis leido: La piedra que desecharon los que edificaban, esta es puesta por cabeza de esquina;
11 παρά Κυρίου έγεινεν αύτη και είναι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.
Por el Señor es hecho esto, y es cosa maravillosa en nuestros ojos?
12 Και εζήτουν να πιάσωσιν αυτόν και εφοβήθησαν τον όχλον· επειδή ενόησαν ότι προς αυτούς είπε την παραβολήν· και αφήσαντες αυτόν ανεχώρησαν.
Y procuraban prenderle; porque entendian que decia á ellos aquella parábola: mas temian la multitud, y dejándole se fueron.
13 Και αποστέλλουσι προς αυτόν τινάς των Φαρισαίων και των Ηρωδιανών, διά να παγιδεύσωσιν αυτόν εις λόγον.
Y envian á él algunos de los Fariséos y de los Herodianos, para que le sorprendiesen en [alguna] palabra.
14 Και εκείνοι ελθόντες, λέγουσι προς αυτόν· Διδάσκαλε, εξεύρομεν ότι είσαι αληθής και δεν σε μέλει περί ουδενός· διότι δεν βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων, αλλ' επ' αληθείας την οδόν του Θεού διδάσκεις. Είναι συγκεχωρημένον να δώσωμεν δασμόν εις τον Καίσαρα, ή ουχί; να δώσωμεν ή να μη δώσωμεν;
Y viniendo ellos, le dicen: Maestro sabemos que eres hombre de verdad, y [que] no te cuidas de nadie; porque no mires a la apariencia de hombres, ántes con verdad enseñas el camino de Dios. ¿Es lícito dar tributo á César, ó no? ¿Darémos, ó no darémos?
15 Ο δε γνωρίσας την υπόκρισιν αυτών, είπε προς αυτούς· τι με πειράζετε; φέρετέ μοι δηνάριον διά να ίδω.
Entónces él, como entendia la hipocresía de ellos, les dijo: ¿Por qué me tentais? Traedme la moneda para que la vea.
16 Και εκείνοι έφεραν. Και λέγει προς αυτούς· Τίνος είναι η εικών αύτη και η επιγραφή; οι δε είπον προς αυτόν· Του Καίσαρος.
Y ellos se la trajeron: y les dice: ¿Cuya es esta imágen y esta inscripcion? Y ellos le dijeron: De César.
17 Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτούς· Απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν. Και εθαύμασαν δι' αυτόν.
Y respondiendo Jesus les dijo: Dad lo que [es] de César á César; y lo que es de Dios, á Dios. Y se maravillaron de ello.
18 Και έρχονται προς αυτόν Σαδδουκαίοι, οίτινες λέγουσιν ότι δεν είναι ανάστασις, και ηρώτησαν αυτόν, λέγοντες·
Entonces vienen á él los Saducéos, que dicen que no hay resurreccion, y le preguntaron diciendo:
19 Διδάσκαλε, ο Μωϋσής μας έγραψεν ότι εάν αποθάνη τινός ο αδελφός και αφήση γυναίκα και τέκνα δεν αφήση, να λάβη ο αδελφός αυτού την γυναίκα αυτού και να εξαναστήση σπέρμα εις τον αδελφόν αυτού.
Maestro, Moisés nos escribió, que si el hermano de alguno muriese, y dejase mujer, y no dejase hijos, que su hermano tome su mujer, y levante linaje á su hermano.
20 Ήσαν λοιπόν επτά αδελφοί. Και ο πρώτος έλαβε γυναίκα, και αποθνήσκων δεν αφήκε σπέρμα·
Fueron, [pues], siete hermanos; y el primero tomó mujer, y muriendo, no dejó simiente.
21 και έλαβεν αυτήν ο δεύτερος και απέθανε, και ουδέ αυτός αφήκε σπέρμα· και ο τρίτος ωσαύτως.
Y la tomó el segundo, y murió: y ni aquel tampoco deja simiente: y el tercero, de la misma manera.
22 Και έλαβον αυτήν οι επτά, και δεν αφήκαν σπέρμα. Τελευταία πάντων απέθανε και η γυνή.
Y la tomaron los siete; y tampoco dejaron simiente: á la postre murió tambien la mujer.
23 Εν τη αναστάσει λοιπόν, όταν αναστηθώσι, τίνος αυτών θέλει είσθαι γυνή; διότι και οι επτά έλαβον αυτήν γυναίκα.
En la resurreccion, pues, cuando resucitaren, ¿de cuál de ellos será mujer? porque los siete la tuvieron por mujer.
24 Και αποκριθείς ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Δεν πλανάσθε διά τούτο, μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού;
Entonces respondiendo Jesus, les dice: ¿No errais por eso, porque no sabeis las escrituras, ni la potencia de Dios?
25 Διότι όταν αναστηθώσιν εκ νεκρών ούτε νυμφεύουσιν ούτε νυμφεύονται, αλλ' είναι ως άγγελοι οι εν τοις ουρανοίς.
Porque cuando resucitarán de los muertos, ni se casarán, ni serán dados en casamiento, mas son como los ángeles que [están] en los cielos.
26 Περί δε των νεκρών ότι ανίστανται, δεν ανεγνώσατε εν τη βίβλω του Μωϋσέως, πως είπε προς αυτόν ο Θεός επί της βάτου, λέγων, Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ;
Y de que los muertos hayan de resucitar, ¿no habeis leido en el libro de Moisés, como le habló Dios en la zarza, diciendo: Yo [soy] el Dios de Abraham, y el Dios de Isaac, y el Dios de Jacob?
27 Δεν είναι ο Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζώντων· σεις λοιπόν πλανάσθε πολύ.
No es Dios de muertos, mas Dios de vivos: así que vosotros mucho errais.
28 Και προσελθών εις των γραμματέων, όστις ήκουσεν αυτούς συζητούντας, γνωρίζων ότι καλώς απεκρίθη προς αυτούς, ηρώτησεν αυτόν· Ποία εντολή είναι πρώτη πασών;
Y llegándose uno de los escribas que los habia oido disputar, y sabia que les habia respondido bien, le preguntó: ¿Cuál es el primer mandamiento de todos?
29 Ο δε Ιησούς απεκρίθη προς αυτόν ότι πρώτη πασών των εντολών είναι· Άκουε Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος·
Y Jesus le respondió: El primer mandamiento de todos [es]: Oye, Israel, el Señor nuestro Dios, el Señor uno es:
30 και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου· αύτη είναι η πρώτη εντολή.
Amarás pues al Señor tu Dios de todo tu corazon, y de toda tu alma, y de toda tu mente, y de todas tus fuerzas; este es el principal mandamiento.
31 Και δευτέρα ομοία, αύτη· Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Μεγαλητέρα τούτων άλλη εντολή δεν είναι.
Y el segundo es semejante á él: Amarás á tu prójimo como á tí mismo. No hay otro mandamiento mayor que estos.
32 Και είπε προς αυτόν ο γραμματεύς· Καλώς, Διδάσκαλε, αληθώς είπας ότι είναι εις Θεός, και δεν είναι άλλος εκτός αυτού·
Entonces el escriba le dijo: Bien Maestro, verdad has dicho, que uno es Dios, y no hay otro fuera de él:
33 και το να αγαπά τις αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της συνέσεως και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της δυνάμεως, και το να αγαπά τον πλησίον ως εαυτόν, είναι πλειότερον πάντων των ολοκαυτωμάτων και των θυσιών.
Y que amarle de todo corazon, y de todo entendimiento, y de toda el alma, y de todas las fuerzas; y amar al prójimo como á sí mismo, más es que todos los holocaustos y sacrificios.
34 Και ο Ιησούς, ιδών αυτόν ότι φρονίμως απεκρίθη, είπε προς αυτόν· Δεν είσαι μακράν από της βασιλείας του Θεού. Και ουδείς πλέον ετόλμα να ερωτήση αυτόν.
Jesus entónces viendo que habia respondido sabiamente, le dice: No estas lejos del reino de Dios. Y ya ninguno osaba preguntarle.
35 Και αποκριθείς ο Ιησούς, έλεγε διδάσκων εν τω ιερώ· Πως λέγουσιν οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι υιός του Δαβίδ;
Y respondiendo Jesus decia, enseñando en el templo: ¿Cómo dicen los escribas que el Cristo es Hijo de David?
36 Διότι αυτός ο Δαβίδ είπε διά του Πνεύματος του Αγίου· Είπεν ο Κύριος προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.
Porque el mismo David dijo por Espíritu Santo: Dijo el Señor á mi Señor: Siéntate á mi diestra, hasta que ponga tus enemigos por estrado de tus piés.
37 Αυτός λοιπόν ο Δαβίδ λέγει αυτόν Κύριον· και πόθεν είναι υιός αυτού; Και ο πολύς όχλος ήκουεν αυτόν ευχαρίστως.
Luego llamándole el mismo David Señor, ¿de dónde pues es su Hijo? Y los [que eran] del comun del pueblo le oian de buena gana.
38 Και έλεγε προς αυτούς εν τη διδαχή αυτού· Προσέχετε από των γραμματέων, οίτινες θέλουσι να περιπατώσιν εστολισμένοι και αγαπώσι τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς
Y les decia en su doctrina: Guardáos de los escribas, que quieren andar con ropas largas, y aman las salutaciones en las plazas,
39 και πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς και τους πρώτους τόπους εν τοις δείπνοις.
Y las primeras sillas en las sinagogas, y los primeros asientos en las cenas;
40 Οίτινες κατατρώγουσι τας οικίας των χηρών, και τούτο επί προφάσει ότι κάμνουσι μακράς προσευχάς· ούτοι θέλουσι λάβει μεγαλητέραν καταδίκην.
Que devoran las casas de las viudas, y por pretexto hacen largas oraciones. Estos recibirán mayor juicio.
41 Και καθήσας ο Ιησούς απέναντι του γαζοφυλακίου, εθεώρει πως ο όχλος έβαλλε χαλκόν εις το γαζοφυλάκιον. Και πολλοί πλούσιοι έβαλλον πολλά·
Y estando sentado Jesus delante del arca de la ofrenda, miraba como el pueblo echaba dinero en el arca; y muchos ricos echaban mucho.
42 και ελθούσα μία χήρα πτωχή έβαλε δύο λεπτά, τουτέστιν, ένα κοδράντην.
Y como vino una viuda pobre, echó dos blancas, que son un maravedí.
43 Και προσκαλέσας τους μαθητάς αυτού, λέγει προς αυτούς· Αληθώς σας λέγω ότι η χήρα αύτη η πτωχή έβαλε περισσότερον πάντων, όσοι έβαλον εις το γαζοφυλάκιον·
Entonces llamando á sus discípulos les dice: De cierto os digo que esta viuda pobre echó más que todos los que han echado en el arca:
44 διότι πάντες εκ του περισσεύοντος εις αυτούς έβαλον· αύτη όμως εκ του υστερήματος αυτής έβαλε πάντα όσα είχεν, όλην την περιουσίαν αυτής.
Porque todos han echado de lo que les sobra; mas esta de su pobreza echó todo lo que tenia, todo su alimento.