< Κατα Λουκαν 12 >
1 Εν τω μεταξύ αφού συνηθροίσθησαν αι μυριάδες του όχλου, ώστε κατεπάτουν αλλήλους, ήρχισε να λέγη προς τους μαθητάς αυτού πρώτον· Προσέχετε εις εαυτούς από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις είναι υπόκρισις.
Ie amy zao, naho nivorigidiñe añ’aleale t’indaty vaho nifandialia, le nanoe’ Iesoà ty hoe hey o mpiama’eo: Itaò ty lalivai’ o Fariseoo, amy t’ie hasoa-fiatreke.
2 Αλλά δεν είναι ουδέν κεκαλυμμένον, το οποίον δεν θέλει ανακαλυφθή, και κρυπτόν, το οποίον δεν θέλει γνωρισθή·
Toe tsy ao ty linomboke ze tsy haboake ndra ty nakafitse ze tsy haborake;
3 όθεν όσα είπετε εν τω σκότει εν τω φωτί θέλουσιν ακουσθή, και ό, τι ελαλήσατε προς το ωτίον εν τοις ταμείοις θέλει κηρυχθή επί των δωμάτων.
aa ndra inoñ’ inoñe volañe’ areo añ’ieñe ao, ty ho janjiñeñe an-kazavàñe ey; vaho ze tsikoe’ areo an-dravembia añ’anjomba ao ho tseizeñe an-tampenake ey.
4 Λέγω δε προς εσάς τους φίλους μου· Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα και μετά ταύτα μη δυναμένων περισσότερόν τι να πράξωσι.
Taroñeko ama’areo roàñeko ty hoe, ko marimarihañe ze mahay mamono ty sandriñe, fe tsy mahalefe mandikoatse.
5 Θέλω δε σας δείξει ποίον να φοβηθήτε· Φοβήθητε εκείνον, όστις αφού αποκτείνη, έχει εξουσίαν να ρίψη εις την γέενναν· ναι, σας λέγω, τούτον φοβήθητε. (Geenna )
Hatahataeko ty hañeveña’ areo: irevendreveño i fa namonoy ro mbe aman-dily hampijoroboñ’ azo an-tsikeokeok’ ao; eka hoe iraho, Añeveño! (Geenna )
6 Δεν πωλούνται πέντε στρουθία διά δύο ασσάρια; και εν εξ αυτών δεν είναι λελησμονημένον ενώπιον του Θεού·
Tsy drala roe hao ty vili’ ty tsikisoisoy lime? Fa ndra raik’ ama’e tsy andikòfan’ Añahare.
7 αλλά και αι τρίχες της κεφαλής υμών είναι πάσαι ηριθμημέναι. Μη φοβείσθε λοιπόν· από πολλών στρουθίων διαφέρετε.
Ndra ty maroi’ ty añambone’areo, fa fonga niaheñe. Aa le ko mahimahiñe, fa mandikoatse ty tsikisoisoy maro nahareo.
8 Σας λέγω δέ· Πας όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει ομολογήσει αυτόν έμπροσθεν των αγγέλων του Θεού·
Itaroñako: Ndra iaia miantok’ ahy añatrefa’ ondatio, ro hiantofa’ i Ana’ondatiy añatrefa’ o anjelin’Añahareo.
9 όστις δε με αρνηθή ενώπιον των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει αρνηθή αυτόν ενώπιον των αγγέλων του Θεού.
Fe ze mitety ahy añatrefa’ ondatio, ro hitetiako añatrefa’ o anjelin’Añahareo.
10 Και πας όστις θέλει ειπεί λόγον κατά του Υιού του ανθρώπου, θέλει συγχωρηθή εις αυτόν· όστις όμως βλασφημήση κατά του Αγίου Πνεύματος, εις αυτόν δεν θέλει συγχωρηθή.
Ndra iaia mitsiko i Ana’ondatiy ro mbe hiheveañe; fe tsy hiheveañe ka ze miteratera i Arofo Masiñey.
11 Όταν δε σας φέρωσιν εις τας συναγωγάς και τας αρχάς και τας εξουσίας, μη μεριμνάτε πως ή τι να απολογηθήτε, ή τι να είπητε·
Lehe asese’ iereo am-pitontonañ’ ao nahareo naho amo zizio ndra amo mpifeheo, ko tsòtsek’ ami’ty hatoi’ areo naho amy ze ho saontsie’areo;
12 διότι το Άγιον Πνεύμα θέλει σας διδάξει εν αυτή τη ώρα τι πρέπει να είπητε.
Fa hanare’ i Arofon-kamasiñañey ze ho saontsie’areo amy ora zay.
13 Είπε δε τις προς αυτόν εκ του όχλου· Διδάσκαλε, ειπέ προς τον αδελφόν μου να μοιρασθή μετ' εμού την κληρονομίαν.
Tamy lahialeñey ty nanao ama’e ty hoe: O Talè, saontsio ty rahalahiko ty hifanjara i lovay amako.
14 Ο δε είπε προς αυτόν· Άνθρωπε, τις με κατέστησε δικαστήν ή μεριστήν εφ' υμάς;
Tinoi’e ty hoe: O korahe, ia ty nanendre ahy ho mpizaka ndra mpizara ama’areo?
15 Και είπε προς αυτούς· Προσέχετε και φυλάττεσθε από της πλεονεξίας· διότι εάν τις έχη περισσά, η ζωή αυτού δεν συνίσταται εκ των υπαρχόντων αυτού.
Le hoe re tam’ iereo: Mitaoa naho mitomira tsy ho azo’ ty fihañañe, fa tsy miato ami’ty fanaña’e ty havelo’ ondaty.
16 Είπε δε προς αυτούς παραβολήν, λέγων· Ανθρώπου τινός πλουσίου ηυτύχησαν τα χωράφια·
Le hoe ty nirazañe’e: Namokatse soa ty tetem-pañaleale.
17 Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συνάξω τους καρπούς μου;
Le hoe ty safirin-tro’e: Hanao akore iraho henaneo, tsy eo ty hanontonako o hanekoo.
18 Και είπε· Τούτο θέλω κάμει· θέλω χαλάσει τας αποθήκας μου και θέλω οικοδομήσει μεγαλητέρας και συνάξει εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου,
Aa le hoe ty asa’e: Zao arè ty hanoeko: Ho rotsaheko o rihakoo naho ho tratrañàheko, vaho ho tamirieko ao ze hene haneko naho varako.
19 και θέλω ειπεί προς την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά εναποτεταμιευμένα δι' έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.
Le hatàko ty hoe ty troko: O ry troko, nivandroñe’o vara tsifotofoto an-driha ao, ie tsy ho ritse an-taoñ’ an-taoñe; aa le mitofà, mikamà, migenoha, vaho mifalea.
20 Είπε δε προς αυτόν ο Θεός· Άφρον, ταύτην την νύκτα την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού· όσα δε ητοίμασας, τίνος θέλουσιν είσθαι;
Fe hoe ty nitsaran’ Añahare aze: Ty dagola tia! ampañavaheñe azo anito haleñe ty tro’o, aa le ho an’ ia v’o nahaja’oo?’
21 Ούτω θέλει είσθαι όστις θησαυρίζει εις εαυτόν και δεν πλουτεί εις Θεόν.
Hambañe amy zay ty ho amy ze mitamiry vara ho am-bata’e, f’ie tsy mpañaleale aman’ Añahare.
22 Είπε δε προς τους μαθητάς αυτού· Διά τούτο λέγω προς εσάς, Μη μεριμνάτε διά την ζωήν σας, τι να φάγητε, μηδέ διά το σώμα, τι να ενδυθήτε.
Le nanao ty hoe re amo mpiama’eo: Zao ty volako ama’areo: ko tsimboetse ami’ty haveloñe toy, ty ho kamae’ areo; ndra ami’ty sandriñe, ze hisaroña’areo.
23 Η ζωή είναι τιμιώτερον της τροφής και το σώμα του ενδύματος.
Zoke’ ty mahakama ty haveloñe, naho ty saroñe i sandriñey.
24 Παρατηρήσατε τους κόρακας, ότι δεν σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν, οίτινες δεν έχουσι ταμείον ουδέ αποθήκην, και ο Θεός τρέφει αυτούς· πόσω μάλλον σεις διαφέρετε των πτηνών.
Haraharao o koàkeo: tsy mitongy, tsy mandrofotse, tsy aman-jahetse, tsy aman-driha, fe fahanan’ Añahare; tsy ambone’ o voroñeo hao ty fiai’areo?
25 Και τις εξ υμών μεριμνών δύναται να προσθέση εις το ανάστημα αυτού μίαν πήχυν;
Aa vaho ia ama’areo te mahimahiñe ro mahatovoñe ty andro hiveloma’e ndra kede?
26 Εάν λοιπόν ουδέ το ελάχιστον δύνασθε, τι μεριμνάτε περί των λοιπών;
Aa naho tsy mete’ areo i raha kedekedey inoñe ty iveobeoha’ areo o raha ila’eo?
27 Παρατηρήσατε τα κρίνα πως αυξάνουσι· δεν κοπιάζουσιν ουδέ κλώθουσι· σας λέγω όμως, ουδέ ο Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού ενεδύθη ως εν τούτων.
Rendreho o voñeo, ty fitiri’e; ie tsy mitoroñe, tsy manenoñe; Eka, itaroñako te, ndra i Solomona amy ze hene enge’e tsy nañirinkiriñe ty fisafora’ ty raik’ ama’e.
28 Αλλ' εάν τον χόρτον, όστις σήμερον είναι εν τω αγρώ και αύριον ρίπτεται εις κλίβανον, ο Θεός ενδύη ούτω, πόσω μάλλον εσάς, ολιγόπιστοι.
Aa naho izay ty ampisikinan’ Añahare o ahetseo, ie amoka añe androany vaho ahifik’ an-toñak’ ao te hamaray, àntsake ty hanafora’e anahareo, ry kede fatokisañe!
29 Και σεις μη ζητείτε τι να φάγητε ή τι να πίητε, και μη ήσθε μετέωροι·
Ko mitsoeke ty ho kamae’areo ndra hinome’ areo, le ko marimarike.
30 διότι ταύτα πάντα ζητούσι τα έθνη του κόσμου· υμών δε ο Πατήρ εξεύρει ότι έχετε χρείαν τούτων·
Fonga paiae’ o kilakila’ondatio irezay vaho arofoanan-dRae’areo te ipaia’areo ka.
31 πλην ζητείτε την βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.
Fe hotsohotsò heik’ i Fifehea’ey le hatovoñe ama’areo ze he’e.
32 Μη φοβού, μικρόν ποίμνιον· διότι ο Πατήρ σας ηυδόκησε να σας δώση την βασιλείαν.
Ko hembañe, ry mpirai-lia kedeo fa non-dRae’areo ty hanolotse anahareo i Fifeheañey.
33 Πωλήσατε τα υπάρχοντά σας και δότε ελεημοσύνην. Κάμετε εις εαυτούς βαλάντια τα οποία δεν παλαιούνται, θησαυρόν εν τοις ουρανοίς όστις δεν εκλείπει, όπου κλέπτης δεν πλησιάζει ουδέ ο σκώληξ διαφθείρει·
Aletaho ty vara’ areo le añomeo o rarakeo. Añentseño horoñe tsy mete voroke naho vara andindìñe ao tsy ho ritse, tsy harivoa’ ty malaso, tsy ho vorohe’ ty oletse.
34 διότι όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θέλει είσθαι και η καρδία σας.
Fa ami’ty nampipohañe o fanaña’ areoo, le ao ka ty arofo’areo.
35 Ας ήναι αι οσφύες σας περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι·
Midiaña vania, le ampireheto o failo’ areoo,
36 και σεις όμοιοι με ανθρώπους, οίτινες προσμένουσι τον κύριον αυτών, πότε θέλει επιστρέψει εκ των γάμων, διά να ανοίξωσιν ευθύς εις αυτόν όταν έλθη και κρούση.
vaho mihambaña am’ ondaty mandiñe ty talè’e himpoly boak’ añ’ engavao añeo: ie pok’ eo naho mitrehentreheñe, le ho sokafe’ iereo ami’ ty manao zao.
37 Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, τους οποίους ελθών ο κύριος θέλει ευρεί αγρυπνούντας. Αληθώς σας λέγω, ότι θέλει περιζωσθή και καθίσει αυτούς εις την τράπεζαν, και ελθών εις το μέσον θέλει υπηρετήσει αυτούς.
Haha o mpitoroñe ho zoe’ i talè’ iareoy mitao amy fiavi’eio! Eka! to t’itaroñako t’ie hidiañe vaho hampiambesatse iareo hikama, le homb’eo re hitoroñe iareo.
38 Και εάν έλθη εν τη δευτέρα φυλακή και εν τη τρίτη φυλακή έλθη και εύρη ούτω, μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι.
He t’ie avy petsakaleñe ke mielizava, vaho zoe’e manahake izay, le ho haha i mpitoroñe rezay.
39 Τούτο δε γινώσκετε, ότι εάν ήξευρεν ο οικοδεσπότης ποίαν ώραν ο κλέπτης έρχεται, ήθελεν αγρυπνήσει και δεν ήθελεν αφήσει να διορυχθή ο οίκος αυτού.
Arendreho zao te, ie napota’ ty tompon-traño ty ora ho niloneahe’ o malasoo, tsy ho nado’e ho foieñe i akiba’ey.
40 Και σεις λοιπόν γίνεσθε έτοιμοι· διότι καθ' ην ώραν δεν στοχάζεσθε, έρχεται ο Υιός του ανθρώπου.
Aa le mitaoa, fa ami’ty ora mahatondreñe anahareo ty hitotsaha’ i Ana’ondatiy.
41 Είπε δε προς αυτόν ο Πέτρος· Κύριε, προς ημάς λέγεις την παραβολήν ταύτην ή και προς πάντας;
Hoe t’i Petera: O Talè, tsinara’o ama’ay v’i ohatsey, ke amy màroy?
42 Και ο Κύριος είπε· Τις λοιπόν είναι ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος, τον οποίον θέλει καταστήσει ο κύριος αυτού επί των υπηρετών αυτού, διά να δίδη εν καιρώ την διωρισμένην τροφήν;
Le hoe t’i Talè: Ia arè ty mpamandroñe migahiñe naho mahihitse, tinendre’ ty bei’e hifeleke o añ’anjomba’eo hanonkantsonkañe mahakama ami’ty andro’e?
43 Μακάριος ο δούλος εκείνος, τον οποίον ελθών ο κύριος αυτού θέλει ευρεί πράττοντα ούτως.
Haha ty mpitoroñe, t’ie zoe’ i talè’ey mifanehake hoe izay amy fibali’ey.
44 Αληθώς σας λέγω, ότι θέλει καταστήσει αυτόν επί πάντων των υπαρχόντων αυτού.
Eka! to t’itaroñako t’ie horiza’e ho mpamandroñe o vara’e iabio.
45 Εάν δε είπη ο δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού, Βραδύνει να έλθη ο κύριός μου· και αρχίση να δέρη τους δούλους και τας δούλας, και να τρώγη και να πίνη και να μεθύη,
Fe naho zao ka ty fitsakorea’ i mpitoroñey, te: Tambatse añe i talèkoy. Ie miorotse mamangovango o mpitoroñeo, ndra lahy ndra ampela naho mitolon-tsorake vaho mitríke ho jike,
46 θέλει ελθεί ο κύριος του δούλου εκείνου, καθ' ην ημέραν δεν προσμένει και καθ' ην ώραν δεν εξεύρει, και θέλει αποχωρίσει αυτόν, και το μέρος αυτού θέλει θέσει μετά των απίστων.
ie pok’ao i talèm-pitoroñey ami’ty andro tsy itama’e naho ami’ty ora tsy apota’e; le ho trabotrabohe’e i mpamandroñey vaho hatrao’e fitobohañe amo tsereheñeo.
47 Εκείνος δε ο δούλος, όστις γνωρίσας το θέλημα του κυρίου αυτού δεν ητοίμασεν ουδέ έκαμε κατά το θέλημα αυτού, θέλει δαρθή πολύ·
I mpitoroñe nahafohiñe ty satrin’arofo’ i bei’ey, fe tsy nañalankañe, naho tsy nanao i satri’eiy ro ho kimokimohen-doda.
48 όστις όμως μη γνωρίσας έπραξεν άξια δαρμών, θέλει δαρθή ολίγον· εις πάντα δε, εις τον οποίον εδόθη πολύ, πολύ θέλει ζητηθή παρ' αυτού, και εις όντινα ενεπιστεύθη πολύ, περισσότερον θέλουσιν απαιτήσει παρ' αυτού.
Fa ze tsy naharendreke, ndra t’ie nanao ty mañeva fofoke, ro mone ho filopiloreñe. Ze nimeam-bey, bey ka ty ipaiañe; ze nampañajarieñe bey le bey ka ty hampañondrohañe aze.
49 Πυρ ήλθον να βάλω εις την γην, και τι θέλω, εάν ήδη ανήφθη;
Ty hametsahako afo an-tane atoy ty nivotrahako, le hàmake t’ie niviàñeñe!
50 Βάπτισμα δε έχω να βαπτισθώ, και πως στενοχωρούμαι εωσού εκτελεσθή.
fe am-piliporañe hiliporako, aa le malovilovy ampara’ t’ie tondroke.
51 Νομίζετε ότι ήλθον να δώσω ειρήνην εν τη γη; ουχί, σας λέγω, αλλά διαχωρισμόν.
Atao’ areo ho ninday fifampilongoañe amy Taney hao ty fiaviko? Tsie, hoe iraho, te mone fifampiriàñe.
52 Διότι από του νυν θέλουσιν είσθαι πέντε εν οίκω ενί διακεχωρισμένοι, οι τρεις κατά των δύο και οι δύο κατά των τριών·
Henane zao, hifandietse ty lime mpitraok’ anjomba, ho liere’ ty telo ty roe naho ho liere’ ty roe ty telo.
53 Θέλει διαχωρισθή πατήρ κατά υιού και υιός κατά πατρός, μήτηρ κατά θυγατρός και θυγάτηρ κατά μητρός, πενθερά κατά της νύμφης αυτής και νύμφη κατά της πενθεράς αυτής.
Hifampiria aman-drae’e ty anadahy naho i anadahiy aman-drae’e; ty rene am’ty anak-ampela’e naho i anak-ampelay aman-drene’e; ty rafozan’ ampela ami’ty vinanto’e ampela, le i vinantoy aman-drafoza’e.
54 Έλεγε και προς τους όχλους· Όταν ίδητε την νεφέλην ανυψουμένην από δυσμών, ευθύς λέγετε, Βροχή έρχεται, και γίνεται ούτω·
Hoe re amy lahialeñey: Ie tendreke rahoñe mionjoñe boak’ ahandrefañe añe, ro manao ty hoe: Ho avy ty orañe; le toe avy.
55 και όταν νότον πνέοντα, λέγετε ότι καύσων θέλει είσθαι, και γίνεται.
Ie mitiok’ atimo, le hoe ty asa’areo: Hatrovoke te anito, le eo izay.
56 Υποκριταί, το πρόσωπον της γης και του ουρανού εξεύρετε να διακρίνητε, τον δε καιρόν τούτον πως δεν διακρίνετε;
O soamiatrekeo! Mahafitsikarake ty tarehe’ i likerañey naho ty tane toy nahareo; fe manao akore te tsy mahatsikarake ty vinta’ o sa zao?
57 Διά τι δε και αφ' εαυτών δεν κρίνετε το δίκαιον;
Akore te tsy safirie’areo ty lala-mahity horiheñe.
58 Ενώ λοιπόν υπάγεις μετά του αντιδίκου σου προς τον άρχοντα, προσπάθησον καθ' οδόν να απαλλαχθής απ' αυτού, μήποτε σε σύρη προς τον κριτήν, και ο κριτής σε παραδώση εις τον υπηρέτην, και ο υπηρέτης σε βάλη εις φυλακήν.
Ie indreza’o lia i rafelahi’oy mb’ amy ziziy mb’eo, ihe mbe an-dalañey, imaneo filongoañe, tsy mone ho kororohe’e mb’an-jizy mb’eo naho hatolo’ i ziziy amo mpandrohio, vaho hafetsa’ i mpandrohiy am-balabey ao.
59 Σοι λέγω, δεν θέλεις εξέλθει εκείθεν, εωσού αποδώσης και το έσχατον λεπτόν.
Ataliliko azo te tsy hiboak’ ao irehe ampara-pandroroña’o ze drala honka’e.