< Κριταί 9 >

1 Και υπήγεν Αβιμέλεχ ο υιός του Ιεροβάαλ εις Συχέμ προς τους αδελφούς της μητρός αυτού και είπε προς αυτούς και προς πάσαν την συγγένειαν του οίκου του πατρός της μητρός αυτού, λέγων,
Un Abimeleks, JerubBaāla dēls, gāja uz Šehemi pie savas mātes brāļiem un runāja uz tiem un uz visiem savas mātes tēva nama radiem un sacīja:
2 Λαλήσατε, παρακαλώ, εις επήκοον πάντων των ανδρών της Συχέμ, Τι είναι καλήτερον εις εσάς, να άρχωσιν επάνω σας πάντες οι υιοί του Ιεροβάαλ, εβδομήκοντα άνδρες, ή να άρχη εις μόνος επάνω σας; και ενθυμήθητε ότι οστούν υμών και σαρξ υμών είμαι.
Runājiet lūdzami priekš visu namnieku ausīm Šehemē: kas jums ir labāki, vai ka septiņdesmit vīri, visi JerubBaāla dēli, pār jums valda, vai ka viens vīrs pār jums valda? Pieminiet, mani arīdzan esam jūsu kaulu un jūsu miesu.
3 Και ελάλησαν περί αυτού οι αδελφοί της μητρός αυτού εις επήκοον πάντων των ανδρών της Συχέμ πάντας τους λόγους τούτους· και έκλινεν η καρδία αυτών κατόπιν του Αβιμέλεχ· διότι είπον, Αδελφός ημών είναι.
Tad viņa mātes brāļi viņa dēļ runāja priekš visu namnieku ausīm Šehemē visus šos vārdus un viņu sirds nesās uz Abimeleku, jo tie sacīja: viņš ir mūsu brālis.
4 Και έδωκαν εις αυτόν εβδομήκοντα αργύρια εκ του οίκου του Βάαλ-βερίθ, και δι' αυτών εμίσθωσεν ο Αβιμέλεχ άνδρας ποταπούς και θρασείς, και ηκολούθησαν αυτόν.
Un tie viņam deva septiņdesmit sudraba sēķeļus no BaālBerita nama, un Abimeleks ar tiem saderēja neliešus un nebēdniekus, kas viņam staigāja pakaļ.
5 Και εισήλθεν εις τον οίκον του πατρός αυτού εις Οφρά και εθανάτωσε τους αδελφούς αυτού τους υιούς του Ιεροβάαλ, εβδομήκοντα άνδρας, επί λίθον ένα· εναπελείφθη όμως ο Ιωθάμ ο νεώτερος υιός του Ιεροβάαλ, διότι εκρύφθη.
Un viņš nāca sava tēva namā uz Ovru un nokāva savus brāļus, JerubBaāla bērnus, septiņdesmit vīrus uz viena akmens; bet Jotams, JerubBaāla jaunākais dēls, atlika, jo viņš bija paslēpies.
6 Και συνήχθησαν πάντες οι άνδρες της Συχέμ και πας ο οίκος του Μιλλώ και ελθόντες έκαμον τον Αβιμέλεχ βασιλέα, πλησίον της δρυός της ισταμένης εν Συχέμ.
Tad visi Šehemes namnieki sapulcējās un viss Millus nams, un tie nogāja un iecēla Abimeleku par ķēniņu pie tā piemiņas ozola, kas ir Šehemē.
7 Και ότε ανηγγέλθη τούτο εις τον Ιωθάμ, υπήγε και εστάθη επί την κορυφήν του όρους Γαριζίν, και ύψωσε την φωνήν αυτού και εβόησε και είπε προς αυτούς, Ακούσατέ μου, άνδρες της Συχέμ, και θέλει σας ακούσει ο Θεός.
Kad to Jotamam teica, tad viņš nogāja un nostājās Gerizima kalna paša galā un pacēla savu balsi un sauca un sacīja: klausāties mani, jūs Šehemes namnieki, tad Dievs arī jūs klausīs.
8 Υπήγον ποτέ τα δένδρα να χρίσωσι βασιλέα εφ' εαυτών· και είπον προς την ελαίαν, Βασίλευσον εφ' ημών.
Koki gāja, ķēniņu pār sevi svaidīt, un sacīja uz eļļas koku: esi ķēniņš pār mums.
9 Αλλ' η ελαία είπε προς αυτά, Να αφήσω εγώ το πάχος μου, διά της οποίας τιμώνται Θεός και άνθρωποι, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων;
Bet eļļas koks uz tiem sacīja: vai man būs atstāt savu taukumu, ko Dievs un cilvēki pie manis slavē, un noiet un līgoties pa koku virsu?
10 Και είπον τα δένδρα προς την συκήν, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών.
Tad tie koki sacīja uz vīģes koku: nāc tu, esi ķēniņš pār mums.
11 Αλλ' η συκή είπε προς αυτά, Να αφήσω την γλυκύτητά μου και τον καρπόν μου τον καλόν, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων;
Bet vīģes koks uz tiem sacīja: vai man būs atstāt savu saldumu un savus labos augļus un noiet un līgoties pa koku virsu?
12 Και είπον τα δένδρα προς την άμπελον, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών.
Tad tie koki sacīja uz vīnakoku: nāc tu un esi ķēniņš pār mums.
13 Και είπεν η άμπελος προς αυτά, Να αφήσω τον οίνόν μου, όστις ευφραίνει Θεόν και ανθρώπους, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων;
Bet vīnakoks uz tiem sacīja: vai man būs atstāt savu vīnu, kas dievus un cilvēkus iepriecina, un noiet un līgoties pa koku virsu?
14 Τότε είπον πάντα τα δένδρα προς την άκανθαν, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών.
Tad visi koki sacīja uz ērkšķu krūmu: nāc tu un esi ķēniņš pār mums.
15 Και είπεν η άκανθα προς τα δένδρα, Εάν αληθώς σεις με χρίητε βασιλέα υμών, έλθετε, καταφύγετε υπό την σκιάν μου· ει δε μη, πυρ να εξέλθη εκ της ακάνθης και να καταφάγη τας κέδρους του Λιβάνου.
Tad ērkšķu krūms uz tiem kokiem sacīja: kad jūs tiešām mani svaidiet sev par ķēniņu, tad nāciet un uzticaties manai paēnai, bet ja ne, tad lai uguns iziet no ērkšķu krūma un norij Lībanus ciedru kokus.
16 Τώρα λοιπόν, εάν επράξατε εν αληθεία και ακεραιότητι κάμνοντες τον Αβιμέλεχ βασιλέα, και εάν εφέρθητε καλώς προς τον Ιεροβάαλ και προς τον οίκον αυτού, και εάν εκάμετε προς αυτόν κατά την αξίαν των χειρών αυτού·
Un nu, vai jūs esat taisni un pareizi darījuši, Abimeleku celdami par ķēniņu, un vai jūs esat labi darījuši pie JerubBaāla un viņa nama un viņam darījuši pēc viņa roku nopelna?
17 διότι ο πατήρ μου επολέμησε διά σας και ερριψοκινδύνευσε την ζωήν αυτού και σας έσωσεν εκ της χειρός του Μαδιάμ·
Jo mans tēvs jūsu dēļ karojis un savu dzīvību nometis un jūs izglābis no Midijaniešu rokas,
18 και σεις εσηκώθητε σήμερον εναντίον του οίκου του πατρός μου και εθανατώσατε τους υιούς αυτού, εβδομήκοντα άνδρας, επί λίθον ένα, και εκάμετε τον Αβιμέλεχ, τον υιόν της δούλης αυτού, βασιλέα επί πάντων των ανδρών της Συχέμ, διότι είναι αδελφός σας·
Bet jūs šodien esat cēlušies pret mana tēva namu un nokāvuši viņa dēlus, septiņdesmit vīrus uz viena akmens, un esat iecēluši Abimeleku,
19 εάν λοιπόν επράξατε σήμερον εν αληθεία και ακεραιότητι προς τον Ιεροβάαλ και προς τον οίκον αυτού, χαίρετε εις τον Αβιμέλεχ και ας χαίρη και αυτός εις εσάς.
Ja nu jūs šodien taisni un pareizi esat darījuši pie JerubBaāla un pie viņa nama, tad priecājaties par Abimeleku, un lai viņš arīdzan priecājās par jums.
20 ει δε μη, πυρ να εξέλθη εκ του Αβιμέλεχ και να καταφάγη τους άνδρας της Συχέμ και τον οίκον του Μιλλώ· και πυρ να εξέλθη εκ των ανδρών της Συχέμ και εκ του οίκου του Μιλλώ, και να καταφάγη τον Αβιμέλεχ.
Bet ja ne, tad lai uguns iziet no Abimeleka un norij Šehemes namniekus un Millus namu, un lai uguns iziet no Šehemes namniekiem un no Millus nama un norij Abimeleku.
21 Τότε έφυγεν ο Ιωθάμ μετά σπουδής και υπήγεν εις Βηρ και κατώκησεν εκεί, διά τον φόβον Αβιμέλεχ του αδελφού αυτού.
Tad Jotams bēga un aizbēga uz Beru un dzīvoja tur, no sava brāļa Abimeleka bīdamies.
22 Και εβασίλευσεν ο Αβιμέλεχ επί του Ισραήλ τρία έτη.
Kad nu Abimeleks trīs gadus bija valdījis pār Israēli,
23 Και εξαπέστειλεν ο Θεός πνεύμα πονηρόν μεταξύ του Αβιμέλεχ και των ανδρών της Συχέμ· και εστασίασαν οι άνδρες της Συχέμ κατά του Αβιμέλεχ·
Tad Dievs sūtīja ļaunu garu starp Abimeleku un Šehemes namniekiem, un Šehemes namnieki turējās viltīgi pret Abimeleku,
24 διά να έλθη η αδικία των εβδομήκοντα υιών του Ιεροβάαλ, και να επέλθη το αίμα αυτών επί τον Αβιμέλεχ τον αδελφόν αυτών τον θανατώσαντα αυτούς, και επί τους άνδρας της Συχέμ, τους ενισχύσαντας τας χείρας αυτού, διά να θανατώση τους αδελφούς αυτού.
Ka tas varas darbs pie tiem septiņdesmit JerubBaāla dēliem nāktu un viņa asinis grieztos uz Abimeleku, viņu brāli, kas tos bija nokāvis, un tos, kas bija stiprinājuši, savus brāļus nokaut.
25 Και έθεσαν κατ' αυτού οι άνδρες της Συχέμ ενέδρας επί τας κορυφάς των ορέων, και εγύμνονον πάντας τους διαβαίνοντας πλησίον αυτών διά της οδού· και ανηγγέλθη προς τον Αβιμέλεχ.
Un Šehemes namnieki sūtīja kādus, kas ar viltu uz viņu glūnēja kalna galos, un tie visus aplaupīja, kas pa to ceļu gāja, un tas Abimelekam tapa sacīts.
26 Και ήλθε Γαάλ ο υιός του Εβέδ και οι αδελφοί αυτού, και διέβησαν εις Συχέμ, και ενεπιστεύθησαν εις αυτόν οι άνδρες της Συχέμ.
Un Gaāls, Ebeda dēls, nāca ar saviem brāļiem un gāja uz Šehemi, un Šehemes namnieki viņam uzticējās,
27 Και εξήλθον εις τους αγρούς και ετρύγησαν τας αμπέλους αυτών και επάτησαν και ευθύμησαν, και υπήγαν εις τον οίκον του Θεού αυτών και έφαγον και έπιον, και κατηράσθησαν τον Αβιμέλεχ.
Un izgāja uz lauku un nolasīja savus vīna kalnus un spaidīja ogas un svinēja prieka svētkus, un gāja sava dieva namā un ēda un dzēra un lādēja Abimeleku.
28 Και είπε Γαάλ ο υιός του Εβέδ, Τις είναι ο Αβιμέλεχ, και τις η Συχέμ, ώστε να δουλεύωμεν εις αυτόν; δεν είναι ούτος ο υιός του Ιεροβάαλ; και Ζεβούλ ο επιστάτης αυτού; δουλεύσατε εις τους άνδρας του Εμμώρ πατρός του Συχέμ· και διά τι ημείς να δουλεύωμεν εις εκείνον;
Un Gaāls, Ebeda dēls, sacīja: kas ir Abimeleks, un kas ir Šehems, ka mums viņam būs kalpot? Vai tas nav JerubBaāla dēls un Zebuls viņa uzraugs? Kalpojiet labāki, Hamora, Šehema tēva, vīriem, jo kāpēc lai mēs viņam kalpojam?
29 είθε να εδίδετο ο λαός ούτος υπό την χείρα μου. Τότε ήθελον εκδιώξει τον Αβιμέλεχ. Και είπε προς τον Αβιμέλεχ, Πλήθυνον το στράτευμά σου και έξελθε.
Ak kaut šie ļaudis būtu manā rokā, gan es Abimeleku izdzītu. Un uz Abimeleku viņš sacīja: vairo savu karaspēku un nāc ārā.
30 Και ήκουσε Ζεβούλ ο άρχων της πόλεως τους λόγους Γαάλ του υιού του Εβέδ, και εξήφθη ο θυμός αυτού·
Kad Zebuls, tās pilsētas virsnieks, Gaāla, Ebeda dēla, vārdus dzirdēja, tad viņš apskaitās,
31 και απέστειλε κρυφίως μηνυτάς προς τον Αβιμέλεχ, λέγων, Ιδού, Γαάλ ο υιός του Εβέδ και οι αδελφοί αυτού ήλθον εις Συχέμ· και ιδού, αυτοί διεγείρουσι την πόλιν εναντίον σου·
Un sūtīja slepeni vēstnešus pie Abimeleka un sacīja: redzi, Gaāls, Ebeda dēls, un viņa brāļi ir nākuši uz Šehemi, un redzi, tie ceļ dumpi pret tevi pilsētā.
32 διά τούτο λοιπόν σηκώθητι την νύκτα, συ και ο λαός ο μετά σου, και βάλε ενέδρας εν τοις αγροίς·
Un nu celies naktī, tu un tie ļaudis, kas pie tevis, un paslēpies laukā;
33 και το πρωΐ, άμα άνατείλη ο ήλιος, θέλεις σηκωθή ενωρίς και θέλεις εφορμήσει επί την πόλιν· και ιδού, αυτός και ο λαός ο μετ' αυτού θέλουσιν εξέλθει εναντίον σου, και συ θέλεις κάμει εις αυτόν όπως δυνηθής.
Un rītā agri, kad saule lec, tad celies un uzbrūc tai pilsētai, un redzi, kad viņš un tie ļaudis, kas pie viņa, ies ārā tev pretī, tad dari viņam, kā tava roka māk.
34 Και εσηκώθη ο Αβιμέλεχ και πας ο λαός ο μετ' αυτού την νύκτα και έβαλον εις ενέδραν κατά της Συχέμ τέσσαρα σώματα.
Tad Abimeleks un visi ļaudis, kas pie viņa bija, cēlās naktī un paslēpās pret Šehemi četros pulkos.
35 Και εξήλθε Γαάλ ο υιός του Εβέδ και εστάθη εν τη εισόδω της πύλης της πόλεως· και εσηκώθη ο Αβιμέλεχ και ο λαός ο μετ' αυτού εκ της ενέδρας.
Un Gaāls, Ebeda dēls, izgāja ārā un stāvēja priekš pilsētas vārtiem. Tad Abimeleks un tie ļaudis, kas pie viņa bija, cēlās, kur bija apslēpušies.
36 Και ότε είδεν ο Γαάλ τον λαόν, είπε προς τον Ζεβούλ, Ιδού, λαός καταβαίνει από των κορυφών των ορέων· είπε δε προς αυτόν ο Ζεβούλ, την σκιάν των ορέων βλέπεις συ ως άνδρας.
Kad nu Gaāls tos ļaudis ieraudzīja, tad viņš sacīja uz Zebulu: redzi, no kalnu galiem nāk ļaudis. Bet Zebuls uz to sacīja: tev šķiet kalna ēnu cilvēkus esam.
37 Και ελάλησε πάλιν ο Γαάλ και είπεν, Ιδού, λαός καταβαίνει από των υψηλών του τόπου, και εν σώμα έρχεται διά της οδού της δρυός Μεωνενίμ.
Tad Gaāls vēl runāja un sacīja: redzi, ļaudis nāk no augšgala un viens pulks nāk pa ceļu no burvju ozola.
38 Τότε είπε προς αυτόν ο Ζεβούλ, Που είναι τώρα το στόμα σου, με το οποίον είπας, Τις είναι ο Αβιμέλεχ, ώστε να δουλεύωμεν εις αυτόν; Δεν είναι ούτος ο λαός, τον οποίον εξουθένησας; έξελθε λοιπόν τώρα και πολέμησον αυτούς.
Tad Zebuls uz viņu sacīja: kur nu ir tava mute, ar ko tu sacīji: kas ir Abimeleks, ka lai tam kalpojam? Vai šie nav tie ļaudis, ko tu esi apsmējis? Izej jel nu ārā un karo pret viņu.
39 Και εξήλθεν ο Γαάλ έμπροσθεν των άνδρών της Συχέμ και επολέμησε με τον Αβιμέλεχ·
Un Gaāls izgāja Šehemes namnieku priekšā un karoja pret Abimeleku.
40 ο δε Αβιμέλεχ κατεδίωξεν αυτόν, και έφυγεν απ' έμπροσθεν αυτού, και έπεσον τετραυματισμένοι πολλοί έως της εισόδου της πύλης.
Un Abimeleks tam dzinās pakaļ, un tas bēga no viņa, un daudz krita nokauti līdz vārtiem.
41 Και εκάθισεν Αβιμέλεχ εν Αρουμά· και εξέβαλεν ο Ζεβούλ τον Γαάλ και τους αδελφούς αυτού, διά να μη κατοικώσιν εν Συχέμ.
Un Abimeleks palika Arumā, bet Zebuls izdzina Gaālu un viņa brāļus, ka tie Šehemē nepalika.
42 Και την επαύριον εξήλθεν ο λαός εις την πεδιάδα· και ανηγγέλθη προς τον Αβιμέλεχ.
Un notika otrā dienā, ka tie ļaudis gāja uz lauku, un tas Abimelekam tapa sacīts.
43 Τότε έλαβε τον λαόν και διήρεσεν αυτόν εις τρία σώματα και έθεσεν ενέδρας εις την πεδιάδα· και είδε, και ιδού, ο λαός εξήρχετο εκ της πόλεως· και εσηκώθη εναντίον αυτών και επάταξεν αυτούς.
Tad viņš ņēma tos (kara) ļaudis un tos dalīja trijos pulkos un paslēpās laukā. Un viņš skatījās, un redzi, tie ļaudis izgāja no pilsētas; tad viņš cēlās pret tiem un tos nokāva.
44 Και ο Αβιμέλεχ και το σώμα το μετ' αυτόν εφώρμησαν και εστάθησαν εν τη εισόδω της πύλης της πόλεως· τα δε άλλα δύο σώματα εφώρμησαν επί πάντας τους εν τοις αγροίς και επάταξαν αυτούς.
Un Abimeleks un tie pulki, kas pie viņa bija, uzbruka un nostājās priekš pilsētas vārtiem, bet tie divi pulki uzbruka visiem, kas bija laukā, un tos nokāva.
45 Και επολέμει ο Αβιμέλεχ εναντίον της πόλεως όλην εκείνην την ημέραν· και εκυρίευσε την πόλιν και εφόνευσε τον λαόν τον εν αυτή και κατέσκαψε την πόλιν και έσπειρεν αυτήν άλας.
Un Abimeleks karoja pret to pilsētu visu to dienu un uzņēma to pilsētu un nokāva tos ļaudis, kas tanī bija, un nopostīja to pilsētu un apsēja to ar sāli.
46 Και ότε ήκουσαν πάντες οι άνδρες του πύργου της Συχέμ, εισήλθον εις το οχύρωμα του οίκου του Θεού Βερίθ.
Kad nu visi Šehemes pils namnieki to dzirdēja, tad tie gāja tai stiprā Berita dieva nama tornī.
47 Και ανηγγέλθη προς τον Αβιμέλεχ, ότι συνηθροίσθησαν πάντες οι άνδρες του πύργου της Συχέμ.
Un Abimelekam tas tapa sacīts, ka visi Šehemes pils namnieki bija sapulcējušies.
48 Και ανέβη ο Αβιμέλεχ εις το όρος Σαλμών, αυτός και πας ο λαός ο μετ' αυτού· και έλαβεν ο Αβιμέλεχ την αξίνην εις την χείρα αυτού και έκοψε κλάδον δένδρου, και εσήκωσεν αυτόν και επέθεσεν επί των ώμων αυτού· και είπε προς τον λαόν τον μετ' αυτού, ό,τι βλέπετε εμέ πράττοντα, σπεύσατε και σεις να πράξητε ως εγώ.
Tad Abimeleks gāja uz Calmon kalnu, viņš un visi ļaudis, kas pie viņa bija, un Abimeleks ņēma cirvi savā rokā un nocirta koka zaru un to uzcēla un lika uz savu kamiesi un sacīja uz tiem ļaudīm, kas pie tā bija: ko esat redzējuši mani darām, to dariet steigšus tāpat.
49 Έκοψε λοιπόν και πας ο λαός έκαστος τον κλάδον αυτού, και ακολουθήσαντες τον Αβιμέλεχ επέθεσαν αυτούς εις το οχύρωμα και κατέκαυσαν εν πυρί το οχύρωμα επ' αυτούς· και απέθανον ομού πάντες οι άνδρες του πύργου της Συχέμ, έως χίλιοι άνδρες και γυναίκες.
Tad arī visi ļaudis nocirta ikkatrs zaru un gāja Abimelekam pakaļ, un tos pielika pie tā stiprā torņa un iededzināja pār tiem to torni ar uguni, ka visi Šehemes pils ļaudis nomira līdz tūkstoš vīru un sievu.
50 Τότε υπήγεν ο Αβιμέλεχ εις Θαβαίς· και εστρατοπέδευσεν εναντίον της Θαβαίς και εκυρίευσεν αυτήν.
Un Abimeleks gāja uz Tebecu un apmetās pret Tebecu un to uzņēma.
51 Αλλ' ήτο πύργος ισχυρός εν τω μέσω της πόλεως, και κατέφυγον εκεί πάντες οι άνδρες και αι γυναίκες και πάντες οι κάτοικοι της πόλεως, και έκλεισαν όπισθεν αυτών και ανέβησαν εις το δώμα του πύργου.
Bet pilsētas vidū bija stipra pils, uz turieni visi vīri un sievas un visi pilsētas namnieki bēga un ieslēdzās un uzkāpa uz pils jumtu.
52 Και υπήγεν ο Αβιμέλεχ μέχρι του πύργου και επολέμει αυτόν, και επλησίασε μέχρι της θύρας του πύργου διά να καύση αυτόν εν πυρί.
Tad Abimeleks nāca pie tās pils un karoja pret to un piegāja pie pils durvīm, viņu ar uguni sadedzināt.
53 Και γυνή τις έρριψε τμήμα μυλοπέτρας επί την κεφαλήν του Αβιμέλεχ και συνέθλασε το κρανίον αυτού.
Tad viena sieva nometa dzirnu akmens gabalu uz Abimeleka galvu un satrieca viņa galvas kausu.
54 Και εφώναξε ταχέως προς τον νέον τον οπλοφόρον αυτού και είπε προς αυτόν, Σύρε την μάχαιράν σου και θανάτωσόν με, διά να μη είπωσι περί εμού, Γυνή εφόνευσεν αυτόν. Και ο νέος αυτού διεπέρασεν αυτόν, και απέθανε.
Tad viņš steigšus piesauca to puisi, savu bruņu nesēju, un uz to sacīja: izvelc savu zobenu un nokauj mani, lai no manis nesaka: viena sieva viņu nokāvusi. Un viņa puisis to nodūra, ka nomira.
55 Και ότε είδον οι άνδρες Ισραήλ ότι απέθανεν ο Αβιμέλεχ, ανεχώρησαν έκαστος εις τον τόπον αυτού.
Kad nu Israēla vīri redzēja, ka Abimeleks bija nomiris, tad tie gāja ikkatrs uz savām mājām.
56 Ούτως ανταπέδωκεν ο Θεός την κακίαν του Αβιμέλεχ, την οποίαν έκαμε προς τον πατέρα αυτού, φονεύσας τους εβδομήκοντα αδελφούς αυτού.
Tā Dievs Abimelekam maksāja to ļaunumu, ko viņš bija darījis savam tēvam, nokaudams savus septiņdesmit brāļus.
57 Και πάσαν την κακίαν των ανδρών της Συχέμ ο Θεός ανταπέδωκεν επί τας κεφαλάς αυτών· και ήλθεν επ' αυτούς η κατάρα του Ιωθάμ υιού του Ιεροβάαλ.
Un Dievs Šehemes vīriem atmaksāja visu ļaunumu uz viņu galvām, un Jotama, JerubBaāla dēla, lāsti nāca pār tiem.

< Κριταί 9 >